Η διεξαγωγή του οργανωτικού συνεδρίου της Νέας Δημοκρατίας παρέχει την ευκαιρία για την επανεκτίμηση της υπόθεσης δύο κορυφαίων γερμανών κοινωνιολόγων στις αρχές του 20ού αιώνα, του Μ. Weber και του R. Michels, για την ευρύτερη τάση της «γραφειοκρατικοποίησης» όχι μόνο της δημόσιας διοίκησης και των υπηρεσιών αλλά και των πολιτικών κομμάτων και της κοινωνίας γενικότερα.


Πράγματι, δύο από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα του 20ού αιώνα στάθηκαν αφενός μεν η διαμόρφωση μαζικών πολιτικών κομμάτων, ως συνέπεια του εκδημοκρατισμού της πολιτικής διαδικασίας και της «καθόδου των μαζών» στην ιστορία, αφετέρου δε η επέκταση της γραφειοκρατίας ως ειδικής μορφής οργανώσεως όχι μόνο στο κράτος αλλά σχεδόν σε κάθε συλλογική έκφανση της κοινωνικής δραστηριότητας.


Δεν άργησε μάλιστα να φτάσει η στιγμή που τα δύο φαινόμενα επηρέασαν το ένα το άλλο με τρόπο σύνθετο και αμφίδρομο. Υπήρξαν έτσι περιπτώσεις τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή εμπειρία που τα κόμματα διείσδυσαν στη δημόσια γραφειοκρατία, την υπέταξαν και την άλωσαν μέσω των στελεχών τους με συνέπεια την πολιτικοποίηση ή μάλλον την κομματικοποίησή της. Από την άλλη πάλι πλευρά, δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις εκείνες που τα ίδια τα κόμματα γραφειοκρατικοποιήθηκαν καμιά φορά με τρόπο εξίσου ακραίο, με συνέπεια όχι μόνο την απομάκρυνσή τους από την κοινωνία αλλά και την υποκατάσταση των αρχικών και διακηρυγμένων σκοπών τους από άλλους, εκείνους των συμφερόντων της κομματικής ολιγαρχίας.


Εξαιρετικά σημαντική ήταν εξάλλου στο πλαίσιο αυτό και η ιστορική εμπειρία του συστήματος του υπαρκτού σοσιαλισμού, όπου η γραφειοκρατικοποίηση του κυβερνώντος (κομμουνιστικού) κόμματος και της κρατικής διοίκησης εξελίχθηκαν παράλληλα, όχι μόνο παρεισδύοντας η μία στην άλλη, αλλά λειτουργώντας υποστηρικτικά και επιβεβαιωτικά η μία για την άλλη.


Αν τώρα η δημοκρατία, κατά την πιο στοιχειώδη «περιγραφική» εκδοχή της, ερείδεται και προϋποθέτει με τρόπο αδήριτο, sine qua non, τη διαφορά μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, όσο και την εφικτή και όχι ανέφικτη πιθανότητα ότι η μία μπορεί να βρεθεί στη θέση της άλλης, εξ ου και η ανάγκη για οργανωμένα πολιτικά κόμματα, τα τελευταία από τη σκοπιά τους εκτίθενται σε μια εξίσου θεμελιώδη αντινομία: η αποτελεσματικότητα της συνολικής πολιτικής δράσης και παρουσίας τους αφενός και η δημοκρατία στο εσωτερικό πλαίσιο της λειτουργίας τους αφετέρου συνιστούν κριτήρια που δεν συναιρούνται και δεν επιτυγχάνονται εύκολα στην πράξη. Αντίθετα, συχνά, είτε η εσωκομματική δημοκρατία αντιστρατεύεται την αποτελεσματικότητα είτε η υποτιθέμενη αποτελεσματικότητα τη δημοκρατία, με αμοιβαίο τελικά κόστος και ζημία ιδίως από μακροπρόθεσμη άποψη και από τη γενικότερη σκοπιά της ποιότητας του δημοκρατικού πολιτεύματος.


Ετσι, για να περιορισθώ σε ορισμένα μόνο χαρακτηριστικά παραδείγματα, τα αρχηγικά κόμματα του παρελθόντος ιδίως, που διευθύνονταν με τρόπο περίπου δεσποτικό από τον χαρισματικό ιδρυτή και αρχηγό τους, φάνηκε ότι δύσκολα επιβιώνουν σε συνθήκες ομαλής πολιτικής ζωής μετά την αποχώρησή του από την ηγεσία ­ εκτός αν αλλάξουν ριζικά τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας. Επίσης τα κόμματα με αυστηρή εσωτερική ιεραρχία τύπου, λ.χ. «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», σπάνια καταφέρνουν να διευρύνουν σημαντικά και να διατηρήσουν επί μακρόν τη νομιμοποίηση και την αποδοχή τους από το εκλογικό σώμα και την κοινωνία. Από την άλλη πάλι πλευρά, κόμματα στα οποία η εσωκομματική λειτουργία δίνει την εντύπωση μιας «λέσχης προσωπικοτήτων» όλων ισάξιων και ισότιμων μεταξύ τους (pares inter pares) ακόμη δυσκολότερα καταφέρνουν να επιτύχουν υψηλούς δείκτες τόσο οργανωτικής αποτελεσματικότητας όσο και πολιτικής νομιμοποίησης και ακτινοβολίας.


Κοντολογίς, νομιμοποίηση και αποτελεσματικότητα μπορεί να συνιστούν ένα αδιάλυτο ζεύγος ουσιωδών και εξίσου σημαντικών κριτηρίων διακυβέρνησης της δημοκρατικής πολιτείας συνολικά, χαρακτηρίζουν ωστόσο με τρόπο άμεσο και ευθύ και τα κυριότερα από τα επί μέρους «μερικά καθεστώτα» ή υποσυστήματα της δημοκρατίας, εν προκειμένω τα πολιτικά κόμματα. Διαφορετικά δύσκολα αποφεύγεται ο κίνδυνος και η παγίδα της πάντα ελλοχεύουσας γραφειοκρατικοποίησης των κομμάτων, που τα απομακρύνει τόσο από την πολιτική και οργανωτική αποτελεσματικότητα όσο και από τη δημοκρατική νομιμοποίησή τους.


Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.