Οι χελώνες της Αίγινας, μαζί με τις γλαύκες της Αθήνας και τους πώλους της Κορίνθου απετέλεσαν τα τρία διεθνή νομίσματα της αρχαιότητας. Η Αίγινα και η Αθήνα κυριάρχησαν οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά στην Εγγύς Ανατολή και στη Δυτική Μεσόγειο, ενώ η Κόρινθος επιβλήθηκε κυρίως μέσω των πολλών αποικιών της, τις οποίες υποχρέωσε να χρησιμοποιούν τον κορινθιακό τύπο νομίσματος στη ΝΔ Ελλάδα, στη Νότια Ιταλία και Σικελία.


Αίγινα


Η μορφολογία του εδάφους της, νησί με ψηλά βουνά και περιορισμένη καλλιεργήσιμη γη, στον μυχό του Πειραϊκού Κόλπου, έστρεψε από νωρίς τους κατοίκους της στη θάλασσα προκειμένου να κερδίσουν τη ζωή τους. Τα αιγινητικά πλοία, τα οποία ταξίδεψαν σε όλο το πλάτος και το μήκος της Μεσογείου μεταφέροντας εμπορεύματα, προσπόρισαν πλούτο και δύναμη στο νησί.


Ο αρχαϊκός αιγινητικός στατήρας με την παράσταση της θαλάσσιας χελώνας, χρονολογείται γύρω στο 570 π.Χ. Οι γνωστές από τις πηγές χελώνες κόπηκαν σε μεγάλες ποσότητες και κυκλοφόρησαν ευρύτατα τόσο στον ελλαδικό χώρο, στη Θεσσαλία, Βοιωτία, Πελοπόννησο, Κυκλάδες, Κρήτη, όσο και στην Ανατολή, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία των «θησαυρών». Η παράσταση της θαλάσσιας χελώνας πιθανότατα σχετίζεται, όπως και η Αφαία, με μια μεσογειακή θεότητα που είχε προηγηθεί του κλασικού ελληνικού πανθέου.


Η αιγινητική δραχμή εκαλείτο από τους Αθηναίους παχεία δραχμή, εφόσον ο αιγινητικός σταθμητικός κανόνας ήταν βαρύτερος από τον αθηναϊκό. Τόπος προέλευσης του αργύρου, της πρώτης ύλης, για την κοπή των στατήρων αυτών πρέπει να υπήρξε η Σίφνος, τα μεταλλεία αργύρου της οποίας βρίσκονταν στο μεγαλύτερο στάδιο παραγωγής κατά τον 6ο αι. π.Χ.


Μετά τους Περσικούς Πολέμους (γύρω στο 480 π.Χ.) η παραγωγή του νομισματοκοπείου της Αίγινας μειώνεται σε σύγκριση με εκείνη του προηγούμενου αιώνα, καθώς τη θέση του αιγινητικού νομίσματος στην κυκλοφορία καταλαμβάνει αυτό της Αθήνας.


Στα χρόνια που ακολούθησαν η επεκτατική πολιτική της Αθήνας περιορίζει την κυριαρχία της Αίγινας στη θάλασσα, οι κάτοικοι της οποίας τελικά γίνονται φόρου υποτελής (457 π.Χ.) στους Αθηναίους. Η μετάβαση του τύπου από τη θαλάσσια στη χερσαία χελώνα έλαβε χώρα πριν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431 π.Χ.) και προτού εκδιωχθούν οι Αιγινήτες από το νησί τους. Ισως η αλλαγή αυτή σηματοδοτεί το γεγονός ότι η Αίγινα έχασε τότε τη θαλασσοκρατορία της, όπως πολλοί μελετητές πιστεύουν, ή πρόκειται απλώς για νομισματική αλλαγή οικονομικής φύσεως.


Αθήναι


Τα πρώτα νομίσματα που αποδίδονται στο νομισματοκοπείο των Αθηνών είναι τα Wappenmunzen, τα λεγόμενα εραλδικά νομίσματα, τα οποία ονομάστηκαν έτσι γιατί πιστεύεται ότι συνδέονται με τα εμβλήματα σημαντικών οικογενειών. Η κυκλοφορία των πρώτων αυτών σειρών, που χρονολογούνται στην εποχή του Πεισίστρατου, είναι περιορισμένη και δεν υπερβαίνει τα στενά γεωγραφικά όρια της πόλης, αντικατοπτρίζοντας την εσωστρεφή πολιτική της τυραννίας. Στο τέλος του 6ου αι. π.Χ. οι κοπές αυτές εγκαταλείπονται και τη θέση τους παίρνουν τα τετράδραχμα με την κεφαλή της Παρθένου Αθηνάς στην πρόσθια όψη και τη γλαύκα, το ιερό σύμβολο της θεάς, στην οπίσθια, οι γνωστές από τις πηγές γλαύκες. Είναι η εποχή που η Αθήνα με την επικράτηση του δημοκρατικού πολιτεύματος του Κλεισθένη αναπτύσσεται οικονομικά και πολιτιστικά για να εξελιχθεί σε οικουμενική δύναμη μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων.


Ο εικονογραφικός αυτός τύπος (κεφαλή της Παρθένου Αθηνάς και γλαύκα) θα παραμείνει, διαφοροποιούμενος στυλιστικά ανάλογα με τις επιταγές της εποχής, ως το τέλος της κλασικής αρχαιότητας. Για πέντε αιώνες, από το τέλος του 6ου αι. π.Χ. ως τα μέσα σχεδόν του 1ου αι. π.Χ., οι γλαύκες θα γνωρίσουν πρωτοφανή διάδοση. Θα κυκλοφορήσουν σε Ανατολή και Δύση και θα παίξουν έναν σημαντικό ρόλο στην οικονομία του αρχαίου κόσμου, έναν ρόλο πρωτοπόρο, αντάξιο της ένδοξης και πλούσιας πόλης που τα έκοψε, της πόλης της Παλλάδος.


Μετά τη νικηφόρα έκβαση των Μηδικών Πολέμων και τη μεταφορά του ταμείου της Αθηναϊκής Συμμαχίας από τη Δήλο (454 π.Χ.), η Αθήνα θα εκδώσει με τον άργυρο του Λαυρίου πλήθος νομίσματα, προκειμένου να καλύψει τις δαπάνες των λαμπρών οικοδομημάτων με τα οποία διακόσμησε ο Περικλής την Ακρόπολη.


Το κλαδί ελιάς που στεφανώνει το κράνος της Αθηνάς στις κοπές του 5ου αι. π.Χ. σηματοδοτεί ίσως τη συμβολή της θεάς στη νίκη κατά των Περσών, ενώ η μήνη (μισοφέγγαρο) στην πίσω όψη πιθανότατα αναφέρεται στον νυχτόβιο χαρακτήρα της γλαύκας.


Μετά την ατυχή έκβαση της Σικελικής Εκστρατείας (404 π.Χ.) και την εξάντληση των κοιτασμάτων του Λαυρίου, η πόλη θα αναγκαστεί να κυκλοφορήσει υπόχαλκα τετράδραχμα (χάλκινη ψίχα με επένδυση αργύρου), τα πονηρά χαλκία του Αριστοφάνη.


Τα τετράδραχμα του 4ου και 3ου αι. π.Χ., κοπές βιαστικές με παχύ πέταλο και ακανόνιστο σχήμα, τα ονομαζόμενα κούτσουρα, θα ταξιδέψουν στην Ανατολή ως τον Ινδό ποταμό ακολουθώντας αυτά του Αλεξάνδρου Γ’.


Ο 2ος αιώνας, ακολουθώντας το πνεύμα της εποχής, σηματοδοτεί μια ανανέωση στις αθηναϊκές κοπές. Τα τετράδραχμα της νέας αυτής τεχνοτροπίας, που χαράσσονται σε λεπτά και πεπλατυσμένα πέταλα, οι γνωστοί από τις επιγραφές στεφανηφόροι, θα κυκλοφορήσουν ευρύτατα, σύμφωνα με τη μαρτυρία των «θησαυρών» ως το 40 π.Χ., οπότε σταματούν να κόβονται. Τη θέση τους θα πάρουν στην οικονομία του αρχαίου κόσμου τα ρωμαϊκά δηνάρια.


Κόρινθος


Η γεωγραφική θέση της, πλησίον του ομώνυμου Ισθμού, που ενώνει την Πελοπόννησο με την κυρίως Ελλάδα, υπήρξε μοναδική, τόσο για τις θαλάσσιες διαδρομές από την Ανατολή στη Δύση όσο και για τις χερσαίες από τον Νότο στον Βορρά. Από τον 8ο αι. π.Χ. ίδρυσε αποικίες στις Συρακούσες και στην Κέρκυρα και κατά τον 7ο αι. π.Χ. έναν αριθμό αποικιών στη ΒΔ Ελλάδα, στη Λευκάδα, στην Αμβρακία, στο Δυρράχιο, στην Απολλωνία κ.α.


Τα αρχαϊκά νομίσματα της Κορίνθου χρονολογούνται στο δεύτερο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., αμέσως μετά από αυτά της Αίγινας και σχεδόν την ίδια εποχή με τα Wappenmunzen των Αθηνών.


Οι αρχαϊκοί στατήρες της απεικονίζουν στην εμπρόσθια όψη τον Πήγασο, το πτερωτό άλογο που εξημέρωσε ο Βελλεροφόντης με τη βοήθεια της Αθηνάς. Στην πίσω όψη χαράσσεται ένα έγκοιλο τετράγωνο. Η κεφαλή της Χαλινίτιδος Αθηνάς εμφανίζεται ως οπισθότυπος στις κοπές του 515 π.Χ. Ο τύπος αυτός (πήγασος και κεφαλή Αθηνάς) θα παραμείνει αμετάβλητος για δύο αιώνες, από το τέλος του 6ου αι. π.Χ. ως το τέλος του 4ου αι. π.Χ. Το koppa, το αρχαϊκό αρχικό γράμμα του εθνικού ονόματος της πόλης, συνοδεύει όλες τις κοπές της.


Οι κορινθιακές αποικίες παρέμειναν ασυνήθιστα εξαρτώμενες από την Κόρινθο στον τομέα της νομισματοκοπίας. Τα νομίσματα των αποικιών διαφέρουν από αυτά της Κορίνθου μόνο ως προς την αντικατάσταση του koppa από το αρχικό γράμμα του εθνικού ονόματος της αποικίας, όπως Λ για τη Λευκάδα, Α για την Αμβρακία, Δ για το Δυρράχιο, Θ για το Θύρρειο κτλ. Στον 4ο αι. π.Χ. τα νομίσματα αυτά κυκλοφόρησαν ευρύτατα τόσο στη ΒΔ Ελλάδα όσο και στη Ν. Ιταλία και στη Σικελία. *


* Η κυρία Ηώ Τσούρτη είναι αρχαιολόγος – νομισματολόγος και εργάζεται στο Νομισματικό Μουσείο.