Πολλοί έχουν πειστεί από την επιχειρηματολογία των μικρών κομμάτων ότι οι προγραμματικές διαφορές μεταξύ της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ασήμαντες, αν όχι ανύπαρκτες.


Κατά τη γνώμη μου, το επιχείρημα περί ανυπαρξίας ουσιαστικών διαφορών μπορεί μεν να ισχύει σε έναν βαθμό στον χώρο της οικονομίας και της εσωτερικής πολιτικής γενικά, δεν ισχύει όμως στον χώρο της εξωτερικής πολιτικής. Εδώ οι διαφορές μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων είναι και σημαντικές και καθοριστικές για το μέλλον της χώρας.


Η κυβέρνηση Σημίτη με έναν συστηματικό και σταθερό τρόπο προσπάθησε και πέτυχε να αμβλύνει σημαντικά την επικίνδυνη ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Βέβαια σ’ αυτό βοήθησαν πολύ οι σεισμοί που έφεραν στην επιφάνεια τα αποθέματα καλής θέλησης που υπάρχουν, όχι μεταξύ των πολιτικών αλλά μεταξύ του τουρκικού και του ελληνικού λαού. Αυτά τα αποθέματα καλής θέλησης ο υπουργός Εσωτερικών, με την υποστήριξη του Πρωθυπουργού, κατόρθωσε να τα εκφράσει στο πολιτικό επίπεδο και να τα κατευθύνει κατά τέτοιον τρόπο που για πρώτη φορά στην περίοδο της μεταπολίτευσης να υπάρχει μια θετική κινητικότητα, μια πρώτη σοβαρή προσπάθεια ξεπεράσματος του απόλυτου αδιεξόδου στις σχέσεις μας με τη γείτονα χώρα.


Βέβαια η διαδικασία άμβλυνσης της ελληνοτουρκικής έντασης δεν ξεκίνησε με τους σεισμούς. Ξεκίνησε με την άνοδο του Κώστα Σημίτη στην πρωθυπουργία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όταν ο σημερινός Πρωθυπουργός διαδέχθηκε τον Ανδρέα Παπανδρέου ­ λόγω της «αγέρωχης» και συγχρόνως άκρως λαϊκιστικής πολιτικής του τελευταίου στο Μακεδονικό ­ η χώρα μας ήταν σε πλήρη απομόνωση.


Αυτό φυσικά ενεθάρρυνε την τουρκική επιθετικότητα και αδιαλλαξία. Ο Πρωθυπουργός ξεκίνησε τη θητεία του με την κρίση στα Ιμια. Την αντιμετώπισε με ψυχραιμία και σωφροσύνη ­ αρνούμενος να ενδώσει στη λαϊκιστική υστερία της αντιπολίτευσης (ενδο- και εξωπασοκικοί).


Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τις τεράστιες πιέσεις κάτω από τις οποίες βρέθηκε ο νέος τότε Πρωθυπουργός. Είναι επίσης εύκολο να αντιληφθεί τι νεύρα, σθένος και ψυχραιμία χρειάζεται κανείς για να μην παρασυρθεί από τις σειρήνες του ψευτοπαλικαρισμού και της πατριδοκαπηλίας. Είναι ακριβώς επειδή είχαμε την τύχη να έχουμε έναν ηγέτη που δεν υποχωρεί στις λαϊκιστικές πιέσεις και στις παρορμήσεις της στιγμής, που εξηγεί πώς αποφύγαμε μια πολεμική σύγκρουση που θα μπορούσε να έχει καταστρεπτικές επιπτώσεις για τη χώρα μας.


Σχεδόν αμέσως μετά από αυτό το πρώτο θετικό βήμα ο Κ. Σημίτης κατόρθωσε να αλλάξει ριζικά το αρνητικό για τη χώρα μας κλίμα που επικρατούσε στην Ευρώπη. Πολύ γρήγορα αποκτήσαμε ξανά φίλους μέσα και έξω από την Ενωση. Αποκτήσαμε διπλωματική υπόσταση, αξιοπρέπεια, κύρος και ένα μίνιμουμ υποστήριξης στην αντιδικία μας με τους Τούρκους ­ υποστήριξης άνευ της οποίας οι διαφορές μας με τη γείτονα χώρα θα έπαιρναν, αργά ή γρήγορα, εκρηκτικές διαστάσεις.


Το ίδιο σοβαρό, σταθερό και θετικό πνεύμα βλέπουμε να διαπερνά την όλη εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης. Είτε κοιτάξουμε τους τρόπους διαχείρισης κρίσεων (π.χ. Κόσοβο), τον τρόπο υπέρβασης διάφορων αυτοκαταστροφικών δογμάτων (π.χ. όχι διάλογο με την Τουρκία), τον τρόπο διαπραγμάτευσης με τους εταίρους μας (π.χ. Ελσίνκι), σε όλες τις περιπτώσεις διακρίνονται το ύφος και το ήθος ενός ηγέτη, ενός statesman που βάζει τα μακροχρόνια συμφέροντα της χώρας πάνω από το περίφημο πολιτικό κόστος και τους μικροκομματικούς υπολογισμούς. Με άλλα λόγια, σταθερά και προσεκτικά, ο Πρωθυπουργός ­ σε στενή συνεργασία με έναν υπουργό Εξωτερικών που έχει μια μη δογματική, σύγχρονη αντίληψη των διεθνών προβλημάτων ­, αντί να συμμορφωθεί με το πνεύμα του αμυντικού εθνικισμού που χαρακτηρίζει τη χώρα μας, προσπάθησε να το αλλάξει.


Οπως έχω αναλύσει σε προηγούμενα άρθρα μου, ο αμυντικός εθνικισμός, που πήρε την πιο αναπτυγμένη μορφή του μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μας κάνει να βλέπουμε τις σχέσεις μας με τον έξω κόσμο κατά έναν ξενοφοβικό, παρανοϊκό σχεδόν τρόπο. Μας κάνει να θεωρούμε τον εαυτό μας τον περιούσιο λαό που έχει πάντα δίκιο και που οι «ξένοι» συστηματικά αγνοούν, αδικούν και συνωμοτούν εναντίον. Είναι ακριβώς αυτού του είδους η νοοτροπία που οι κυρίαρχοι κύκλοι της αξιωματικής αντιπολίτευσης καλλιεργούν σήμερα. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς, με βάση τις σχετικές θέσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τι θα γινόταν αν στην κρίση των Ιμια αντί του Σημίτη ήταν ο σημερινός ή ο τότε αρχηγός της ΝΔ στην εξουσία!


Βέβαια όλοι ξέρουμε ότι όταν είναι κανείς εκτός κυβέρνησης τείνει να επιδίδεται σε εθνικιστικές ρητορείες τις οποίες ούτε πιστεύει ούτε έχει σκοπό να τις εφαρμόσει όταν πάρει την εξουσία. Παρ’ όλα αυτά, κοιτώντας σφαιρικά τις δηλώσεις και τη συμπεριφορά της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε όλη την περίοδο της σημιτικής διακυβέρνησης, βλέπουμε ότι βασίζεται στο επιχείρημα πως η κυβέρνηση δεν έχει «στιβαρότητα», αφού η εξωτερική πολιτική της χαρακτηρίζεται από μια ατέλειωτη σειρά υποχωρήσεις χωρίς κανένα αντάλλαγμα από τουρκικής πλευράς. Ετσι από τα Ιμια ως το Ελσίνκι η κυβέρνηση, αντί να τηρήσει μια στάση «υπερήφανης» αδιαλλαξίας, κάνει συνεχώς βήματα προς τα πίσω ­ βήματα που αποθρασύνουν και κάνουν ακόμη πιο επιθετικούς τους Τούρκους. Και όπως η τουρκική βαρβαρότητα και ο συνακόλουθος επεκτατισμός είναι διιστορικά, αμετάβλητα φαινόμενα, υπονοείται πως η χώρα μας δεν έχει άλλη επιλογή από τους εξοπλισμούς και τον πόλεμο.


Συμπερασματικά, η μεν αντιπολίτευση ακολουθεί πιστά τις γνωστές λαϊκιστικές συνταγές του αμυντικού εθνικισμού, ενώ η κυβέρνηση Σημίτη προσπαθεί να τον ξεπεράσει. Η πρώτη επιλογή οδηγεί τη χώρα σε πλήρη αδιέξοδο ενώ η δεύτερη δημιουργεί όχι μόνο ελπίδες αλλά και ρεαλιστικές δυνατότητες μερικής τουλάχιστον επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών. Τέλος, δεν χρειάζεται να τονίσω ότι η καλυτέρευση των ελληνοτουρκικών σχέσεων ήταν και παραμένει η πιο βασική προϋπόθεση για τον δημοκρατικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.