Πολύς λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό για το κατά πόσο είναι συμβιβάσιμη η δημοσίευση δημοσκοπήσεων με τη δημοκρατία. Παραμονές εκλογών, πολλοί είναι δυνατόν να επηρεασθούν αν διαπιστώσουν ότι η μία παράταξη έχει προβάδισμα έναντι των άλλων, ότι ένας ηγέτης είναι πιο πειστικός ή πιο δημοφιλής από κάποιον άλλον κτλ. Και ο επηρεασμός αυτός στρεβλώνει, όπως λέγεται, την «πραγματική» θέληση του εκλογικού σώματος. Γι’ αυτό και υποστηρίζεται η ιδέα να απαγορεύεται η δημοσίευση δημοσκοπήσεων* κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Αλλοι, πάλι, θα διαφωνήσουν, υποστηρίζοντας ότι η πιθανολόγηση ως προς την εκλογική συμπεριφορά δεν βλάπτει τη δημοκρατική διαδικασία, εφόσον αυτή βασίζεται στην καλή πληροφόρηση και η τελευταία μπορεί κάλλιστα να περιλαμβάνει σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης. Η διάσταση ανάμεσα στις δύο αυτές απόψεις αντανακλά δύο διαφορετικές αντιλήψεις για το νόημα και την αποστολή της δημοκρατίας.


Η καταγραφή της «θέλησης»


Η πρώτη από αυτές τις αντιλήψεις βλέπει τη δημοκρατία ως έκφραση της «γενικής θέλησης». Είναι εκείνη η αντίληψη περί δημοκρατίας που είναι συγγενέστερη με τη λεγόμενη άμεση δημοκρατία, έτσι όπως λειτουργούσε στην αρχαία Αθήνα, όπου το σύνολο των πολιτών αποφάσιζε κυρίαρχα επί του πολιτικώς πρακτέου και όχι μέσω εκπροσώπων.


Από τη στιγμή όμως που το πλήθος των ψηφοφόρων είναι μεγάλο, πρέπει να εκλέγονται εκπρόσωποι, οι οποίοι αποτελούν μιαν αντιπροσωπευτική απεικόνιση της κοινωνίας ως συλλογικής προσωπικότητας, η οποία ταυτίζεται με το εκλογικό σύνολο. Και σε αυτή τη συλλογική προσωπικότητα αποδίδεται συγκεκριμένη «θέληση», η οποία καταγράφεται στα εκλογικά αποτελέσματα. Οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση μπορεί να αλλοιώσει αυτή τη θέληση. Επομένως σε περίοδο εκλογών δεν θα πρέπει να πραγματοποιούνται δημοσκοπήσεις, σύμφωνα με αυτή την άποψη, διότι επηρεάζεται το κοινό προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.


Σύμφωνα με τη δεύτερη αντίληψη, η οποία είναι και πιο συμβατή με τις αρχές της σύγχρονης δημοκρατίας στις προηγμένες δυτικές χώρες, δεν έχουμε ανάγκη να προστρέξουμε στην παραδοχή ότι υπάρχει μια συλλογική προσωπικότητα στην οποία μπορεί να αποδοθεί μια θέληση. Η «συλλογική θέληση» της κοινωνίας είναι ένας μύθος και ο «λαός», ως ένα ενιαίο σώμα με συλλογική προσωπικότητα, δεν είναι παρά μια νοητική κατασκευή, που μπορεί να είναι χρήσιμη ορισμένες φορές αλλά δεν αποτελεί αντικειμενική οντότητα με την ίδια έννοια που ο Ατλαντικός Ωκεανός ή ο γείτονάς μας αποτελούν τέτοιες οντότητες.


Η δημοκρατία, σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, είναι ένα σύστημα διακυβέρνησης όπου λειτουργούν ορισμένοι κανόνες ελέγχου των κυβερνώντων από τους κυβερνωμένους, ένας από τους κυριότερους των οποίων είναι οι περιοδικές εκλογές. Στις εκλογές αυτές προσμετρώνται οι εκάστοτε προτιμήσεις των ψηφοφόρων και η προσμέτρηση αυτή επιτρέπει τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης, εφόσον πλειοψηφήσει ένα κόμμα ή ένας συνδυασμός κομμάτων.


Επειδή κάθε ψηφοφόρος ψηφίζει με δικά του κριτήρια, χωρίς να υπάρχει κάποια, υποτιθέμενη, ανώτερη αρχή που να καθορίζει ποια πρέπει να είναι αυτά τα κριτήρια, το αποτέλεσμα θα καταγράφει αναγκαστικά συνολοποιημένες προτιμήσεις, και θα περιλαμβάνονται οποιεσδήποτε επιρροές, που μπορεί να είναι αποτελέσματα «δημαγωγικών» εξαγγελιών ή «ανορθόλογων» εντυπώσεων, όπως το παρουσιαστικό ορισμένων πολιτικών ηγετών κτλ. Μέσα σε αυτά τα κριτήρια ενδέχεται να είναι και εκείνο του διαφαινομένου «ρεύματος» από τις εκάστοτε δημοσκοπήσεις. Αν δεν απαγορεύεται να ψηφίζει κανείς με συμφεροντολογικά ή ανορθολογικά κριτήρια κάποιο κόμμα ή κάποιον πολιτικό, γιατί να απαγορεύεται να ψηφίζει κανείς με βάση το ρεύμα που διαμορφώνεται; Οι προεκλογικές συγκεντρώσεις στις κεντρικές πλατείες των μεγάλων πόλεων δεν αποσκοπούν ακριβώς σε αυτό ­ δηλαδή στο να καταγράψουν τη δύναμη ενός κόμματος και να δημιουργήσουν ρεύμα υπέρ αυτού; Αν σε μια δημοκρατία όλοι οι τρόποι επηρεασμού της κοινής γνώμης είναι θεμιτοί ­ ακόμη και οι δημαγωγικότεροι, που αποσκοπούν στη μεγιστοποίηση των παροχών ή στην ελαχιστοποίηση των φόρων ­ τότε γιατί να μην επιτρέπονται και οι δημοσκοπήσεις κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου;


Διακυβέρνηση και δημοσκοπήσεις


Από την άλλη μεριά, η υιοθέτηση μιας ακραίας αντίληψης άμεσης δημοκρατίας, στην οποία, όπως είπαμε, το σύνολο των πολιτών-ψηφοφόρων αποφάσιζε κυρίαρχα και χωρίς διαμεσολαβήσεις εκπροσώπων για όλα τα ζητήματα, σημαίνει, αν μη τι άλλο, την κυριαρχία της κοινής γνώμης σε όλα τα ζητήματα και επομένως την ανάγκη προσφυγής σε συχνές σφυγμομετρήσεις της. Οι σφυγμομετρήσεις αυτές λειτουργούν ως άτυποι δείκτες των γενικών τάσεων σε ορισμένα ζητήματα. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι οι προτιμήσεις του κοινού είναι ευμετάβολες και αντανακλούν συχνά το μέτρο έλλειψης σωστής πληροφόρησης. Δεν μπορεί και δεν πρέπει μια κυβέρνηση να άγεται και να φέρεται από τις τάσεις αυτές: όχι διότι οι κυβερνώντες έχουν καλύτερη γνώση από τους κυβερνωμένους για το γενικό καλό αλλά επειδή οι τελευταίοι δεν είναι πάντα καλά πληροφορημένοι για το τι συνεπάγεται μια προτίμησή τους και επειδή σε μια δημοκρατία μια κυβέρνηση αναλαμβάνει ένα έργο για ένα μεσοπρόθεσμο διάστημα, το οποίο καλείται να φέρει εις πέρας χωρίς διαρκείς παρεμβολές της κοινής γνώμης. Οι σφυγμομετρήσεις της τελευταίας είναι θεμιτές και χρήσιμες στην πολιτική ζωή μιας δημοκρατίας αλλά δεν αντικαθιστούν τις εκλογές, που είναι ο συνταγματικά κατοχυρωμένος τρόπος έκφρασης του εκλογικού σώματος.


Συχνά οι δημοσκοπήσεις μπορούν να παραπλανήσουν, όχι αναγκαστικά με δόλο, αλλά διότι τα ερωτήματα που τίθενται δεν παρέχουν συμπληρωματικές εξηγήσεις ως προς το τι συνεπάγεται η μία ή η άλλη απάντηση. Ευνόητο είναι, επί παραδείγματι, ότι η μεγάλη πλειονότητα θα προτιμούσε να μην πληρώνει φόρους. Αλλά ο καθένας, αν ήταν ενήμερος του τι σημαίνει να μειωθούν δραστικά οι κρατικές δαπάνες, των οποίων ο ίδιος έχει ανάγκη, θα τροποποιούσε την απάντησή του ώστε να υπάρχουν φόροι, όμως για τους άλλους.


Αν ξεκινήσει κανείς από την πρακτική αρχή ότι δεν υπάρχει δωρεάν τίποτα, το ερώτημα μιας δημοσκόπησης αν θέλουμε περισσότερο από κάτι καλοδεχούμενο (όπως έναν καινούργιο αυτοκινητόδρομο) ή λιγότερο από κάτι που δεν μας αρέσει (όπως οι φόροι) θα έπρεπε να συνοδεύεται και από τις συνέπειες της επιλογής, ώστε το δίλημμα του ερωτωμένου να μην είναι αντίστοιχο με εκείνο του «πλούσιος και υγιής ή πένης και ασθενής;».


Φυσικά εξίσου και περισσότερο παραπλανητικές είναι οι εξαγγελίες των πολιτικών, οι οποίοι δεν δεσμεύονται για το πώς θα βρουν τους πόρους για τα προγράμματα που εξαγγέλλουν. Τις περισσότερες φορές τα προγράμματα αυτά ανάγονται σε συγκεκαλυμμένους τρόπους αφαίρεσης πόρων από μια κοινωνική ομάδα για να δοθούν σε μιαν άλλη, όπως κάποτε παραδέχθηκε ο Πιερ Μορουά στην αρχή της πρωθυπουργικής σταδιοδρομίας του. Ωστόσο λίγοι πολιτικοί έχουν την ειλικρίνειά του. Και ακόμη λιγότερη ειλικρίνεια υπάρχει όσον αφορά τη λεπτομερέστερη κοστολόγηση οποιασδήποτε «προσφοράς» σε ένα πολιτικό πρόγραμμα: τι θα στοιχίσει, πώς θα ξεπληρωθεί, ποιοι θα φέρουν το κύριο μέρος του κόστους, κτλ.


Οι απαισιόδοξες προβλέψεις


Οι δημοσκοπήσεις μπορούν πράγματι να παραπλανήσουν, όχι όμως περισσότερο από ό,τι παραπλανούν οι ίδιοι οι πολιτικοί. Αναγκαστικά χρησιμοποιούν και αυτές τη γλώσσα και υιοθετούν την προβληματική των τελευταίων. Η λύση δεν είναι η απαγόρευση των δημοσκοπήσεων, είτε κατά την άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής είτε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Η λύση είναι η ενημέρωση και η ωριμότητα των πολιτών. Οσο αυτή παραμένει ελλιπής η ποιότητα της δημοκρατίας θα είναι χαμηλή.


Οι ανησυχίες για τις δημοσκοπήσεις σε σχέση με τη δημοκρατία εντάσσονται σε ένα γενικότερο κλίμα σκεπτικισμού όσον αφορά τις δυνατότητες της τελευταίας. Οι απαισιόδοξοι επισείουν κινδύνους άλωσης της δημοκρατίας, την οποία θεωρούν ασταθές και εύθραυστο πολίτευμα διότι υπόκειται στις επιρροές των ομάδων πιέσεων, όπως των βιομηχάνων ή των συνδικάτων, ή ότι νοθεύεται ανεπανόρθωτα από διάφορα «κέντρα» που ελέγχουν τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία «διαπλέκονται» με ύψιστα οικονομικά συμφέροντα. Η κοινή γνώμη ασφαλώς επηρεάζεται από «διαπλεκόμενα», από δημοσκοπήσεις, από καταιγισμό διαφημίσεων, από δημαγωγικές εξαγγελίες, από παραπληροφόρηση και από την ίδια τη ροπή αναπαραγωγής του πολιτικού κατεστημένου. Από τη στιγμή όμως που η δημοκρατία δεν είναι έκφραση μιας ιδεατής «γενικής θέλησης» α λα Ρουσό αλλά σύστημα ελέγχων που βασίζεται σε τελευταία ανάλυση στην επαγρύπνηση των πολιτών και στην αυτοδιορθωτική δυνατότητα των θεσμών της, κανένας από αυτούς τους κινδύνους δεν την απειλεί. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο διαψεύστηκαν οι Κασσάνδρες που παλαιότερα έκαναν δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον της δημοκρατίας, λόγω του μαζικού ανοίγματός της (J. Ortega y Gasset), ή λόγω της εξατομίκευσης και της διαίρεσης της κοινωνίας σε ομάδες (Η. Maine, Μ. Ostrogorski) ή για γενικότερους λόγους «αναπαραγωγής των ολιγαρχιών» (R. Michels, G. Mosca). Διότι η δημοκρατία αντιμετωπίζει συνεχώς νέα προβλήματα. Δεν έχει όμως αδιέξοδα.


* Ο όρος «δημοσκόπηση» είναι αυτός που θα έπρεπε να χρησιμοποιείται, αντί του κακόηχου και λανθασμένου «γκάλοπ», που στην πραγματικότητα σημαίνει σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης από ινστιτούτο έρευνας που συνδέεται με το όνομα του αμερικανού δημοσιολόγου George Horacc Gallup (1901-1984).


Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.