Μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνικής παρωδίας θα έριχνε όχι μόνο νέο φως στη διαμόρφωση των λογοτεχνικών ειδών και στην εξέλιξή τους αλλά και θα επικύρωνε ή ενδεχομένως θα ακύρωνε εδραιωμένες απόψεις για την πρόσληψη συγκεκριμένων συγγραφέων, όπως π.χ. του Κωνσταντίνου Καβάφη ή του Γιώργου Σεφέρη, εφόσον η παρωδία δεν αγαπάει τους μέσους όρους αλλά τα μείζονα μεγέθη της τέχνης. Ωστόσο, η μελέτη της λογοτεχνικής παρωδίας εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα πολλά desiderata της φιλολογικής επιστήμης, ενώ το θεωρητικό κενό μέσα στο οποίο επανέρχεται ως έννοια (όταν επανέρχεται) διαιωνίζει εσφαλμένες αντιλήψεις για τη φύση και τη λειτουργία της, όπως αυτή της συνυφασμένης κωμικής λειτουργίας της. Παράλληλα, οι ελάχιστες απόπειρες γραμματολογικής καταγραφής και ερμηνείας παρωδιών, τις περισσότερες φορές, ασφυκτιούν μέσα στις προσχώσεις μιας κακοχωνεμένης ή μη συστηματικά μελετημένης ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας.


«Υποτιμημένη» και «παρασιτική» μορφή τέχνης ως και τις αρχές του αιώνα μας, η παρωδία τις τελευταίες δεκαετίες έχει αποκτήσει την εγκυρότητα αυτόνομης τέχνης, ενώ συγχρόνως αποτελεί ένα από τα βασικά εργαλεία της κριτικής και της θεωρίας της λογοτεχνίας και αναπόφευκτη συγγραφική πρακτική μιας πνευματικά πλουραλιστικής κοινωνίας. Στον 20ό αιώνα η παρωδία είναι ένας από τους βασικούς τρόπους θεματικής και μορφικής δόμησης των κειμένων, ο οποίος έχει ερμηνευτική λειτουργία με πολιτισμικές και ιδεολογικές διαπλοκές.


Είναι πια κοινός τόπος της σύγχρονης θεωρίας ότι πρόκειται για έναν τρόπο να χειρίζεται κανείς την πλούσια και τρομακτική κληρονομιά του παρελθόντος. Ενας άλλος κοινός τόπος είναι ότι η παρωδία είναι μια μορφή μίμησης, η οποία χαρακτηρίζεται από ειρωνική ανατροπή, όχι πάντα εις βάρος του παρωδούμενου κειμένου. Διότι η πρόθεση της παρωδίας μπορεί να είναι ποικίλη.


Εδώ έγκειται και μια μεγάλη παρεξήγηση, που εξακολουθεί να υφίσταται στον ελληνικό χώρο: ο όρος παρωδία συνήθως έχει χρησιμοποιηθεί και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται εναλλακτικά με τους όρους σάτιρα, ειρωνεία, παστίς κτλ., όρους που σχετίζονται μεταξύ τους, αλλά που αποτελούν τελείως διαφορετικά και ανεξάρτητα εργαλεία της κριτικής. Η πιο συνηθισμένη κατάχρηση είναι ότι η παρωδία υπάγεται στη σάτιρα ή αντιστρόφως, εφόσον οι δύο όροι συχνά εμφανίζονται μαζί. Το να υπάγει όμως κανείς την παρωδία στη σάτιρα σημαίνει ότι υποσκάπτει τη λογοτεχνική αποκλειστικότητα στην οποία η παρωδία οφείλει την ιδιαίτερη δύναμη, λειτουργικότητα και αποτελεσματικότητά της. Το αντίστροφο περιορίζει μιαν έννοια, η εξέλιξη της οποίας έχει αποκαλύψει τεράστια γκάμα ρητορικών τεχνασμάτων. Εξήντα εννιά χρόνια ύστερα από την ένσταση του Κωστή Μπαστιά ότι «η παρωδία έχει και αυτή τα δικαιώματά της» («Αι παρωδίαι», Ελεύθερον Βήμα, 1.12.1930) η μεγαλύτερη παρανόηση αφορά τη στάση του παρωδούντος απέναντι στο παρωδούμενο κείμενο και επομένως την ερμηνεία της λειτουργίας της παρωδίας.


Η πρόσφατη έκδοση παρωδιών καβαφικών ποιημάτων 1917-1997 (συγκέντρωση – παρουσίαση – σχόλια: Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Πατάκης, 1998) δίνει ποικίλες αφορμές να επανατεθεί η λειτουργία της παρωδίας και η αντίληψη για την παρωδία που επικρατεί στον ελληνικό χώρο. Τα ποιήματα που δημοσιεύονται στον τόμο αλλά και άλλες σύγχρονες λογοτεχνικές παρωδίες δείχνουν ότι η παρωδία είναι μια μορφή ανακύκλωσης της τέχνης, με πολύ ιδιαίτερη και ποικίλη κειμενική λειτουργία και εντάσσεται στον ευρύτερο κύκλο της διακειμενικότητας. Χλευαστική ή απλώς παιγνιώδης, πνευματώδης ή ακόμη σοβαρή η παρωδία δεν έχει αναγκαστικά στόχο της το παρωδούμενο κείμενο. Συχνά το χρησιμοποιεί ως όχημα για να κάνει ακόμη πιο δραστικό τον σατιρικό της στόχο ή για να προσαυξήσει την εγκυρότητά του. Τα παραδείγματα που προσφέρει η νεοελληνική λογοτεχνία είναι πολλά και η ποικιλία μεγάλη: από την εμπαθή πρώτη καβαφική παρωδία του Μαλάνου («Το Μεγ-Αθύρ-ιον», ό.π., σ. 15), τις αρνητικές παρωδιακές αναφορές του Γιάννη Δάλλα («Ο κύριος ΡΥΑΡΕΞ», Ο Αποθέτης, Συνέχεια, 1993, σ. 35) ως τις σατιρικές (με εξωκειμενικό στόχο) καβαφικές παρωδίες του Μίμη Σουλιώτη (ό.π., σ.σ. 97-123) ή ­ ακόμη περισσότερο ­ τα δηλωμένα φιλοσεφερικά ποιήματα του Διονύση Σέρρα (Εξι γραφές για τον Σεφέρη, Περίπλους, 1987) ή τις λαγνοσκαριμπικές παρωδίες του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου (η πιο πρόσφατη: Ανύπαρχτο Λιμάνι, Διάμετρος, 1998) ή ακόμη την ευρηματική ελιοτική παρωδία του Ηλία Λάγιου (Ερημη Γη, Ερατώ 1997), η απόσταση είναι τεράστια. Η λειτουργία της κριτικής, εκφρασμένη ή υπονοούμενη, φαίνεται αναπόσπαστο στοιχείο της παρωδίας· ο προσδιορισμός της λειτουργίας αυτής όμως τις περισσότερες φορές κινδυνεύει να μείνει εκκρεμής.


Τα ίδια τα λογοτεχνικά κείμενα μπορούν να φωτίσουν εκ νέου τον χώρο της θεωρίας και της κριτικής, ξεκαθαρίζοντας το συχνά ομιχλώδες τοπίο. Εχω την υπόνοια ότι η μελέτη της πλούσιας παραγωγής κειμένων παρωδίας νεοελληνικής λογοτεχνίας θα ήταν πολλαπλώς ωφέλιμη. Ανάμεσα σε άλλα θα μπορούσε να βοηθήσει και τη θεωρητική απεμπλοκή του δαιδαλώδους αυτού αντικειμένου. Θα έδειχνε λόγου χάρη πόσο αμήχανη είναι η στάση του Gerard Genette (Palimpsestes, Paris, Seuil, 1982) που προσπαθεί να εξορκίσει την αδυναμία του να διαχωρίσει το κωμικό στοιχείο από την παρωδία, καταφεύγοντας σε λεκτικές ακροβασίες ή πόσο περιοριστική ­ τουλάχιστον για τη λειτουργία της μοντέρνας παρωδίας ­ είναι η άποψη της Margaret Rose (Parody: ancient, modern and post-modern, Cambridge University Press, 1993) που μέσα από την οπτική της κοινωνιολογίας της λογοτεχνίας συγχέει την παρωδία με τη σάτιρα. Παράλληλα, στον ελληνικό χώρο, αυτή η μελέτη θα διασφάλιζε μια αντιμετώπιση της σύγχρονης παρωδίας απαλλαγμένη από τις συνήθεις προκαταλήψεις που τη μεταβάλλουν από σύμπτωμα του μοντερνισμού σε παθολογία της κριτικής.


Η κυρία Κατερίνα Κωστίου είναι λέκτωρ της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών.