Μιλώντας πάντοτε για το πλέγμα εξουσίας, λέγαμε ότι το κράτος δεν κατέχει αναγκαστικά την πρωτοκαθεδρία ή την ηγεμονία του. Αυτό μπορεί να συμβαίνει, μπορεί και όχι. Κάθε φορά που λήγει μια κοινωνικοπολιτική διαμάχη και αναδύεται ένα νέο πλέγμα, μεταβάλλεται στην εσωτερική ιεραρχία του και η θέση του κράτους. Αλλο αν παραμένει μόνιμος μέτοχος του πλέγματος και, ως μηχανισμός διοίκησης και βίαιης καταστολής, το μόνιμο επίκεντρό του.


Σε ορισμένες περιστάσεις η θέση του κράτους μέσα στο πλέγμα υποβιβάζεται, η ισχύς του συρρικνώνεται. Αυτό μπορεί να συμβεί σε εποχές ανόδου και ακμής μιας από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Αξιοποιώντας την οικονομική ευρωστία της, την κοινωνική κυριαρχία της και την πολιτική υπεροχή της, η τάξη αυτή καταλαμβάνει την ηγεμονία του πλέγματος. Είναι η περίπτωση, π.χ., των μεγάλων αστών στις ανεξάρτητες χανσεατικές πόλεις, από τον 13ο ως τον 15ο αιώνα· ή στις πόλεις των Κάτω Χωρών τον 16ο αιώνα, με κορυφαία περίπτωση την Αμβέρσας.


Αντιθέτως, σε εποχή και σε τόπο όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων είναι σχετικά ισόρροπος, το πλέγμα εξουσίας μπορεί να μην κυριαρχείται από έναν ηγεμονικό εταίρο. Τότε η ισχύς του κράτους βρίσκεται σε αντιστοιχία με την ισχύ των άλλων συμμετόχων. Και την πρωτοκαθεδρία μπορεί να κατέχει είτε οποιοσδήποτε άλλος εταίρος του πλέγματος είτε το ίδιο το κράτος.


Μια τέτοια κατάσταση ασταθούς ισορροπίας παρατηρείται, π.χ., στην περίπτωση της Δ’ Γαλλικής Δημοκρατίας. Αλλά η Τετάρτη Δημοκρατία ανατράπηκε μετά τον πόλεμο της Αλγερίας και την επάνοδο του Ντε Γκωλ στην εξουσία, το 1956. Από εκεί και ύστερα οι συσχετισμοί αλλάζουν· και μαζί τους αλλάζει η ιεραρχία του πλέγματος.


Πράγματι, το νέο Σύνταγμα του 1958, παρέχοντας υπεραυξημένες εξουσίες στον κορυφαίο θεσμό του κράτους, στον πρόεδρο της Δημοκρατίας, καθιερώνει την κρατική πρωτοκαθεδρία στο πλέγμα εξουσίας. Επιπλέον όμως το νέο Σύνταγμα δίνει στον πρόεδρο την πρόσθετη δυνατότητα να καταλάβει και την ηγεμονία του πλέγματος· αρκεί να θελήσει να ασκήσει τις αυξημένες εξουσίες του· και όποτε το θελήσει. Αυτό επεδίωκε άλλωστε ο Ντε Γκωλ επιβάλλοντας το νέο προεδρικό καθεστώς, αναλαμβάνοντας την προεδρία και ταυτίζοντας τον εαυτό του ιδεολογικώς με τη Γαλλία, ουσιαστικώς με το κράτος: τη μεν πρωτοκαθεδρία να έχει εξασφαλισμένη ευθύς εξ αρχής, τη δε ηγεμονία να μπορεί να αποκτήσει οποιανδήποτε στιγμή θα τη θεωρούσε αναγκαία. Δεν είναι τυχαίο το ότι τη θεώρησε αναγκαία όταν ακριβώς άλλαξε πάλι ο συσχετισμός των δυνάμεων, αυτή τη φορά εις βάρος του: τον Μάιο του 1968. Και την επέβαλε με δύο τρόπους. Ο ένας ήταν η αστραπιαία επίσκεψή του στο στρατόπεδο των τεθωρακισμένων της Αλσατίας ­ και η επακόλουθη κινητοποίηση του στρατού. Ο άλλος, το τεράστιο συλλαλητήριο των Ηλυσίων Πεδίων, με το οποίο οι σύμμαχές του κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις αφενός διαδήλωσαν την πίστη τους στην ηγεμονία του γκωλικού κράτους και αφετέρου ανανέωσαν τη δημοκρατική νομιμοποίησή του και την αντιπαρέταξαν στην επανάσταση των φοιτητών και στις παλινωδίες του Κομμουνιστικού Κόμματος και των συνδικάτων.


Η ισχύς του κράτους ενίοτε συρρικνώνεται, αλλά ουδέποτε εξαφανίζεται. Στις εποχές κόπωσης και κάμψης των ανώτερων κοινωνικών τάξεων και των πολιτικών δυνάμεων, ή στις περιόδους των μεταξύ τους συγκρούσεων και πολέμων, αυτός ο εξουσιαστικός και γραφειοκρατικός μηχανισμός που είναι το κράτος αυξάνει και πάλι την ισχύ και την αυτονομία του, παραμερίζει κάθε ταξική ή πολιτική ηγεμονία, επισκιάζει κάθε άλλη δύναμη. Τώρα έρχεται η στιγμή της δικής του ηγεμονίας: άτομα, ομάδες και κοινωνικές τάξεις, κόμματα και πολιτικές παρατάξεις, υποτάσσονται στη βούλησή του. Η βούληση αυτή όχι μόνο δεν εξαρτάται, αλλά ελάχιστα επηρεάζεται από τους άλλους συμμετόχους στο πλέγμα· και εκφράζεται με τη φωνή του ισχυρότερου ή του θεσμικώς ανώτερου κρατικού οργάνου: του τυράννου, μετά τους πελοποννησιακούς πολέμους· του πρώτου υπάτου, μετά τη διάλυση του Διευθυντηρίου από τον Ναπολέοντα· του δικτάτορα, μετά τη «18η Μπρυμαίρ» του Λουδοβίκου Βοναπάρτη· του στρατηγού, μετά την επικράτηση του Φράνκο στην Ισπανία.


Από εκεί και ύστερα, την ιστορική περίοδο που ακολουθεί, το κράτος ρυθμίζει σχεδόν αυτόνομα τις σχέσεις μεταξύ των ατόμων, των κοινωνικών στρωμάτων, των πολιτικών δυνάμεων: αυτό συμβαίνει, π.χ., στην κεμαλική Τουρκία μετά το 1922. Οπως σε αυτήν, έτσι και σε παρόμοιες περιπτώσεις το κράτος, με τη νομοκανονιστική εξουσία του ή με τη βία, υιοθετεί και στηρίζει τάξεις ολόκληρες, ενίοτε μάλιστα γαλουχεί νέες τάξεις, νέα κοινωνικά στρώματα· από τα οποία αντλεί πρόσθετη δύναμη, παραμερίζει τις ανώτερες τάξεις του παρελθόντος και τις οδηγεί σε συμβιβασμό· προετοιμάζει έτσι ένα νέο συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων· ίσως και μια νέα ιστορική εποχή.


Οι εναλλαγές των συμμετόχων στο πλέγμα εξουσίας δεν είναι πάντοτε ειρηνικές και αναίμακτες. Είναι συχνά συνέπειες διαμάχης ή πολέμου. Σε όλες τις περιπτώσεις πάντως αυτό που πρωτίστως επιδιώκουν οι εμπόλεμοι είναι να κατακτήσουν μια θέση ισχύος στο πλέγμα εξουσίας· από την οποία να ελέγχουν το επίκεντρό του, τον κρατικό μηχανισμό. Ετσι από τη μία μορφή του κράτους αναδύεται μια άλλη: μήλον της έριδος.


Οι διαμάχες αυτές, υπόγειες ή φανερές, δεν λήγουν ποτέ. Η ισορροπία είναι πάντοτε ασταθής και προσωρινή, η ειρήνη είναι πάντοτε μια ανάπαυλα, η άπνοια αποπνέει την κουφόβραση ενός πολέμου που επέρχεται. Και ανάλογα με τη διάρθρωση του πλέγματος εξουσίας και του κοινωνικού περίγυρου ο πόλεμος μπορεί να είναι ψυχρός ή θερμός, ολοκληρωτικός ή περιορισμένος.


Ωστόσο, όπως είπαμε, η άλωση του κράτους ουδέποτε είναι μόνιμη και ολοκληρωτική. Γι’ αυτό οι ανταγωνισμοί και οι πόλεμοι δεν τελειώνουν ποτέ. Οδηγούν σε μια αέναη άλωση τμημάτων της κρατικής εξουσίας, από τον έναν ή τον άλλο αντίπαλο και από μεταξύ τους συμμαχίες, συνεχώς εναλλασσόμενες, που μοιράζονται ένα διάστημα την εξουσία μεταξύ τους και με τα κρατικά όργανα· για να τη χάσουν στην επόμενη φάση της διαμάχης ή στον επόμενο πόλεμο.


Αφού λήξει ο πόλεμος και οι νέοι εταίροι εισβάλουν στο πλέγμα, οι διαμάχες συνεχίζονται στο εσωτερικό του. Μόνιμη επιδίωξη του κάθε κατόχου εξουσίας είναι να επικρατήσει ολοκληρωτικά ­ μέγιστος σκοπός που δεν επιτυγχάνεται ποτέ ­ να εκτοπίσει κάθε άλλον διεκδικητή της εξουσίας, να καταλάβει ολόκληρο τον χώρο της, να την ενισχύσει στο έπακρο και να την κρυσταλλώσει. Το ιδανικό της εξουσίας είναι η απολίθωσή της.


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.