Η πρόσφατη δημοσίευση («Το Βήμα» 12-7-98) των απόψεων της καθηγήτριας Ο. Παλαγγιά για την τοιχογραφία της προσόψεως του λεγόμενου τάφου του Φιλίππου Β’, και τα σχετικά δημοσιεύματα που ακολούθησαν («Το Βήμα», 26-7-98), σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη, για τον τάφο αυτόν, βαρύτητα της δημοσίευσης των τάφων του Δερβενίου, έχουν προκαλέσει ερωτήματα στο ευρύ κοινό, πεπεισμένο καθώς ήταν για την ορθότητα της απόδοσης του τάφου αυτού στον Φίλιππο Β’. Ως συνεργάτης του καθηγητή Ανδρόνικου από το 1978 και μέλος της πανεπιστημιακής ανασκαφής της Βεργίνας, από τότε, θεωρώ απαραίτητο να διατυπώσω τις δικές μου παρατηρήσεις σχετικά με το ζήτημα αυτό, το οποίο δεν είναι νέο.


Ευνόητο είναι ότι το πρόβλημα δεν εστιάζεται μόνο στην τοιχογραφία, καθώς οι εκάστοτε ταυτίσεις των ανδρών, που μετέχουν στην απεικονιζόμενη σκηνή κυνηγίου, με πορτρέτα συγκεκριμένων ιστορικών προσώπων, είναι καθοριστικές για την ταύτιση του νεκρού του τάφου. Επίσης, είναι σαφές ότι οι προεκτάσεις του θέματος δεν περιορίζονται στο αν ο αείμνηστος ανασκαφέας του τάφου εκτίμησε ορθώς, ή όχι, τα δεδομένα του, αλλά αγγίζουν το ευαίσθητο εθνικό συναίσθημα των Ελλήνων, οι οποίοι, όπως γράφηκε, κινδυνεύουν να στερηθούν το όνειρο της εύρεσης του τάφου ενός τόσο σπουδαίου βασιλιά, όσο υπήρξε ο Φίλιππος Β’.


Οι πρώτες αντιρρήσεις


Τα συναισθήματα που προκάλεσε η ανακάλυψη αυτή ήταν δικαιολογημένα. Ο τάφος περιείχε πολύτιμα εντυπωσιακά κτερίσματα και ο Φίλιππος Β’ ήταν ο βασιλιάς που εδραίωσε και επέκτεινε την μακεδονική κυριαρχία. Η είδηση της εύρεσης του τάφου του πατέρα του Αλεξάνδρου κυκλοφόρησε σύντομα μέσω των ΜΜΕ και συγκίνησε το πανελλήνιο. Η συνέχεια όμως έδειξε ότι το συμπέρασμα αυτό δεν ήταν ούτε πειστικό ούτε αναμφισβήτητο για σημαντική μερίδα επιστημόνων. Το ευρύ κοινό, μέσα στη χρυσή λάμψη αυτού του ονείρου, δεν θα πληροφορήθηκε ότι, μετά την ανακοίνωση της αποκάλυψης του τάφου και της απόδοσής του στον Φίλιππο Β’ από τον Ανδρόνικο, δημοσιεύθηκαν σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά οι πρώτες αντιρρήσεις. Οι δημοσιεύσεις τέτοιων επιστημονικών απόψεων δεν έχουν πάψει ως σήμερα. Διαπρεπείς ειδικοί, όπως η Ρ. Lehmann, η Α.Μ. Prestianni Giallobardo, o Β. Tripodi, o Ε.Ν. Borza, o W.L. Adams, o Μ. Pfrommer, αμφισβήτησαν την ερμηνεία αυτή. Η άποψη που κυριαρχεί σε αυτές τις μελέτες είναι ότι η χρονολόγηση του τάφου και των κτερισμάτων του, στο 336 π.Χ., έτος δολοφονίας του Φιλίππου Β’, δεν ευσταθεί και συνεπώς δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι πρόκειται για τον τάφο του Φιλίππου Β’ και της Κλεοπάτρας, ή μιας άλλης βάρβαρης συζύγου του, αλλά του Φιλίππου Γ’ Αρριδαίου και της συζύγου του Ευρυδίκης.


Στους ξένους αυτούς μελετητές, προστίθενται σταδιακά και ορισμένοι από τον ελληνικό χώρο: ο υπογράφων (1994), ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας Π. Θέμελης και ο διευθυντής του Νομισματικού Μουσείου Ι. Τουράτσογλου (1997), ο καθηγητής Αρχαίας Ιστορίας Ι. Τουλουμάκος (1998) και προσφάτως η καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας Ο. Παλαγγιά, οι οποίοι εξετάζοντας ο καθένας στοιχεία του δικού του πεδίου κατέληξαν σε διάφορες απόψεις, οι οποίες συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι βάσιμα επιστημονικά επιχειρήματα υποχρεώνουν σε αναθεώρηση της απόδοσης του τάφου αυτού στον Φίλιππο Β’.


Ιδιαίτερη βαρύτητα μεταξύ αυτών έχει η πρόσφατη δημοσίευση των τάφων του Δερβενίου, που περιείχαν ορισμένα αντικείμενα ανάλογα με της Βεργίνας, τα οποία ανάγονται χρονολογικά, όπως προέκυψε από τη μελέτη τους, στα τέλη του 4ου με αρχές 3ου αι. π.Χ., επιβεβαιώνοντας τις ήδη διατυπωμένες από ξένους ειδικούς απόψεις, ότι ο τάφος της Βεργίνας δεν μπορεί να χρονολογηθεί από τα χρόνια του Φιλίππου. Εκτός από το ζήτημα της χρονολόγησης, η αμφισβήτηση της τοποθέτησης της πρώτης πρωτεύουσας των Μακεδόνων, των Αιγών, στη Βεργίνα, διατυπώθηκε σε έγκυρο αρχαιολογικό περιοδικό από τον υπογράφοντα, και αν τα σχετικά επιχειρήματα είναι βάσιμα, όπως πιστεύω, το αρχαίο νεκροταφείο, στο οποίο ανήκει αυτός ο τάφος, δεν είναι το βασιλικό νεκροταφείο της Μακεδονίας, που, σύμφωνα με τις πηγές, βρίσκεται στις Αιγές. Το θέμα βρίσκεται υπό εξέταση και η ολοκλήρωση της μελέτης των ευρημάτων του τάφου, μέρος της οποίας έχει ήδη ολοκληρωθεί, θα συνεισφέρει αποφασιστικά στη διαμόρφωση ενός ευρέως αποδεκτού επιστημονικού συμπεράσματος.


Η λάμψη όμως του χρυσού και η γλαφυρότητα του λόγου προκάλεσαν τόση συγκίνηση, ώστε απομάκρυναν πρόωρα το ζήτημα από τη δικαιοδοσία των ειδικών, και δεν άφησαν επιφυλάξεις στο ευρύ κοινό, το οποίο, βεβαίως, δεν μελετά επιστημονικά περιοδικά αρχαιολογίας, ώστε να γνωρίζει το αβέβαιον του συμπεράσματος. Επιπλέον, τα σχολικά βιβλία έχουν περάσει στη συνείδηση 18 σειρών μαθητών, ότι ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Β’, παρά τις διατυπωμένες επιστημονικές αντιρρήσεις. Το πρόβλημα περιέπλεξαν περισσότερο ορισμένες αστήρικτες αρχαιολογικές ερμηνείες, που πήραν απρόβλεπτες διαστάσεις. Το δεκαεξάκτινο άστρο, που ερμηνεύθηκε ως έμβλημα της μακεδονικής δυναστείας, άποψη που οι αρχιαολόγοι σχεδόν ομόφωνα θεωρούν εσφαλμένη, αποτέλεσε αίτιο επικίνδυνων προβλημάτων στις σχέσεις μας με νεοσύστατο γειτονικό κράτος και είναι τραγικό ότι υπήρχαν άνθρωποι πρόθυμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους γι’ αυτό το υποτιθέμενο σύμβολο των βασιλέων της Μακεδονίας, που δεν είναι παρά ένα κοινότατο διακοσμητικό θέμα σε όλο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και πέρα από αυτόν, διαχρονικά. Στο ευρύ κοινό όμως δεν φθάνουν οι απόψεις του συνόλου σχεδόν των αρχαιολόγων, οι οποίοι εργάζονται μακριά από τη δημοσιότητα και η ενημέρωση του κοινού για τα σοβαρά αρχαιολογικά θέματα γίνεται από ολιγάριθμους συγκεκριμένους αρχαιολόγους, που δεν είναι ειδικοί σε όλα, όπως είναι φυσικό.


Οι πρόωρες ερμηνείες


Το ζεύγος των ανισοϋψών κνημίδων του τάφου είναι για το κοινό αδιάψευστη απόδειξη ότι ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Β’, και η εσφαλμένη αυτή εκτίμηση πρέπει να εγκαταλειφθεί. Στον θάλαμο, όπου τάφηκε ο νεκρός που θεωρήθηκε ότι ήταν ο Φίλιππος Β’, βρέθηκαν όχι ένα αλλά τρία ζεύγη κνημίδων, ισοϋψή και ισομεγέθη. Το ζεύγος των άνισων κνημίδων ανήκει στο σύνολο όπλων του προθαλάμου, όπου υπήρχε άλλη ταφή. Εξάλλου, ο Φίλιππος Β’ ήταν χωλός στο δεξί πόδι, όπως μαρτυρείται από τις πηγές, ενώ η κοντή κνημίδα είναι η αριστερή.


Το επιχείρημα ότι στον τάφο βρέθηκε σκήπτρο, ήταν άλλη πειστικότατη απόδειξη για τη βασιλική ιδιότητα του νεκρού. Κατά την εξέταση του αντικειμένου διαπιστώθηκε ότι δεν πρόκειται για σκήπτρο. Αυτό όμως δεν έγινε γνωστό ούτε στους ειδικούς ούτε στο ευρύ κοινό, αφού η πρώτη ερμηνεία δεν αναιρέθηκε δημοσίως ποτέ.


Τα προβλήματα που θέτει ο τάφος είναι πολλά, σύνθετα και όχι μόνον αρχαιολογικά. Οι πρόωρες ερμηνείες, υπό το κράτος του αρχικού ενθουσιασμού, πήραν διαστάσεις και έγιναν θέσεις και επιχειρήματα. Οι προεκτάσεις τους προκάλεσαν εθνικά προβλήματα και οι έλληνες επιστήμονες δεν είχαν τη δυνατότητα να μελετήσουν με νηφαλιότητα και να διατυπώσουν τις απόψεις τους. Οι αντίθετες απόψεις που είναι δυσάρεστες υπάρχει η τάση να απορρίπτονται αυτομάτως. Το παραμύθι είναι πιο μαγευτικό από την πραγματικότητα, και γι’ αυτό και πιο ευπρόσδεκτο και διεισδυτικό στις συνειδήσεις. Η πραγματικότητα, όσο γλαφυρά κι αν διατυπωθεί, δεν μπορεί δυστυχώς να συνεπάρει εξίσου, και αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Η διατύπωση επιστημονικά τεκμηριωμένων αντίθετων απόψεων στην Ελλάδα κινδυνεύει να θεωρηθεί αντιδραστική γραφικότητα, ή αντεθνική πράξη. Η επιστημονική εξέταση και η ανοιχτή συζήτηση του θέματος αντιμετωπίζεται με δυσαρέσκεια και κρίνεται ενδεχομένως επικίνδυνη, ενώ η αποσιώπησή του φαίνεται προτιμητέα. Αυτή η τάση συσκότισης του θέματος δεν ερμηνεύεται ως αγώνας του κοινού να διατηρήσει το όνειρό του, αλλά ως προσπάθειά του να καλύψει το θέμα με την απογοήτευση του εξαπατηθέντος.


Η επιστημονική πραγματεία


Η διατύπωση επιστημονικών αντιρρήσεων στην Ελλάδα αποτελούσε, ως πρόσφατα, θέλω να ελπίζω όχι πλέον, πράξη σχεδόν αυτοκαταστροφική. Δεν θα αναφερθώ σε συγκεκριμένα γεγονότα, τα οποία οι αρχαιολόγοι γνωρίζουν και που ενδιαφέρουν το κοινό μόνο στον βαθμό στον οποίον καταδεικνύουν ότι η ελευθερία έκφρασης του επιστημονικού λόγου στην Ελλάδα δεν είναι τόσο αυτονόητη όσο νομίζουμε. Οι ειδικοί που καταλήγουν μετά είκοσι χρόια σε ένα συμπέρασμα αντίθετο προς την κατεστημένη αντίληψη, και πάντως λιγότερο παραμυθένιο, ανεξάρτητα από το αν τελικά θα αποδειχθεί σωστό, δεν πείθουν ότι παρακινήθηκαν από την αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας. Κίνητρό τους δεν μπορεί παρά να αποτελεί η ματαιόδοξη διεκδίκηση της δόξας ενός αποθανόντος συναδέλφου. Δηλαδή, οι σημαντικοί αυτοί ερευνητές δεν πιστεύουν στα γραφόμενά τους, αλλά τα γράφουν μόνο για να προβληθούν εις βάρος ενός μεγάλου απόντος! Η δέουσα ευρύτητα πνεύματος και ψυχραιμία δυστυχώς δεν είναι αυτονόητη ούτε στις επιστημονικές αντιδράσεις ούτε στις αντιδράσεις του κοινού. Η κ. Παλαγγιά, ως καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, όχι μόνο δικαιούται να έχει άποψη για το ζήτημα, αλλά οι θέσεις της έχουν βαρύτητα και πρέπει να εξετασθούν με τη δέουσα προσοχή.


Είναι σαφές, τουλάχιστον σε όσους δεν επιδιώκουν τη συγκάλυψη του προβλήματος, ότι το θέμα δεν είναι λήξαν, όπως υποστηρίχθηκε πρόσφατα σε επιστημονικό συνέδριο στη Βέροια. Η ταυτότητα του νεκρού του τάφου παραμένει αδιευκρίνιστη. Το όνομα της αρχαίας πόλης, στην οποία ανήκει, παραμένει άγνωστο. Οι απόψεις αυτές είναι δημοσιευμένες σε επιστημονικά έντυπα, και η δημοσιοποίησή τους στο ευρύ κοινό, μέσω των ΜΜΕ, είναι επιβεβλημένη. Αλλωστε, έτσι έγινε και με την άποψη περί Φιλίππου Β’, η οποία τότε ήταν ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη και διατυπώθηκε αβίαστα και χωρίς τον φόβο ενδεχομένων συνεπειών, τις οποίες δυστυχώς βιώσαμε. Το ευρύ κοινό καλείται να παρακολουθήσει με ψυχραιμία και ευρύτητα πνεύματος την επιστημονική πραγμάτευση του θέματος και να μην παρατείνει αυτόν τον εικοσαετή ύπνο με όνειρα για βασιλιάδες και πρίγκιπες.


Ο Παναγιώτης Β. Φάκλαρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, μέλος της πανεπιστημιακής ανασκαφής της Βεργίνας.