Από τον Μάιο του 2010 ο κλάδος της υγείας έχει βρεθεί στο επίκεντρο των δράσεων και των πολιτικών εκσυγχρονισμού και εξορθολογισμού, αποτελώντας έναν από τους κυριότερους τομείς παρέμβασης. Σύμφωνα με το μνημόνιο, το 2012 η δημόσια δαπάνη Υγείας στην Ελλάδα πρέπει να είναι ίση ή μικρότερη του 6% του ΑΕΠ, ενώ η δημόσια δαπάνη φαρμάκου θα πρέπει να είναι ίση με το 1% του ΑΕΠ, προσεγγίζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σε ό,τι αφορά τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, το μνημόνιο στην αρχική του έκθεση έθεσε ως στόχο για τη διετία 2011 – 2012 την εξοικονόμηση 2 δισ. ευρώ. Σε επόμενη έκδοσή του (τον Φεβρουάριο του 2012), το μνημόνιο προβλέπει ότι ο στόχος για τη φαρμακευτική δαπάνη του 2012 (μη συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ) είναι τα 2,88 δισ. ευρώ (240 εκατ. ευρώ μηνιαίως).
Οπως συμπεραίνει η κυρία Ειρήνη Πάλακα, υπεύθυνη έρευνας για το Παρατηρητήριο Οικονομικών της Υγείας του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), η φαρμακευτική δαπάνη έχει αποτελέσει έναν από τους βασικούς τομείς παρέμβασης κατά τα τελευταία δύο χρόνια, παρ’ όλο που αποτελεί μόλις το ένα πέμπτο της συνολικής δαπάνης Υγείας. «Εχουν σημειωθεί σημαντικές καθυστερήσεις στην εφαρμογή διαρθρωτικών αλλαγών και μέτρων στον τομέα της Υγείας και του φαρμάκου, ενώ η πλειοψηφία των μέτρων που εφαρμόστηκαν πλήρως το 2010 και το 2011 είχαν κυρίως λογιστικό χαρακτήρα» επισημαίνει.
Μια σημαντική μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης, όπως τονίζει η κυρία Πάλακα, μπορεί να οδηγήσει στην υποκατάσταση φαρμακευτικής περίθαλψης με παρεμβατική (και ακριβότερη) φροντίδα, αλλά και στη μετακύλιση μεγάλου οικονομικού βάρους στους ασθενείς. Οπως τονίζει, «κρίνεται απαραίτητη η υιοθέτηση διαρθρωτικών μέτρων που να αγγίζουν όλο το φάσμα των υπηρεσιών υγειονομικού τομέα, όπως η πλήρης μηχανογράφηση του συστήματος Υγείας και ασφάλισης».
Στην έκθεση του ΙΟΒΕ για τις «Δαπάνες Υγείας και Πολιτικές Υγείας στην Ελλάδα την Περίοδο του Μνημονίου», η οποία εξεδόθη τον Σεπτέμβριο του 2011, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι η συνολική μείωση της δαπάνης Υγείας θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να προβληματίσει, δεδομένου ότι σε περιόδους κρίσεων μειώνονται και οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας. «Με βάση τη διεθνή εμπειρία, η μείωση των δαπανών Υγείας σε σημαντικό βαθμό έχει αρνητική επίπτωση στο προσδόκιμο και στην ποιότητα ζωής» τονίζεται.
Στοιχεία που παρουσιάζονται στην έκθεση δείχνουν ότι η δαπάνη Υγείας και φαρμάκου παρουσιάζει διαχρονική αύξηση διεθνώς λόγω της αύξησης του προσδόκιμου ζωής αλλά και της χρήσης εξελιγμένης, ακριβότερης ιατρικής τεχνολογίας.
Αντίστοιχα με την ανοδική πορεία της συνολικής δαπάνης Υγείας, σύμφωνα με τα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών της ΕΛΣΤΑΤ, παρατηρείται αυξητική τάση στη φαρμακευτική δαπάνη η οποία στη διάρκεια της περιόδου 2000-2007 υπερδιπλασιάστηκε, αποτελώντας το 21,6% της συνολικής δαπάνης για την Υγεία το 2007. Ειδικότερα, την περίοδο 2004-2007 η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 500 εκατ. ευρώ ετησίως, ενώ κατά την τελευταία τριετία (2007 – 2009), ο ρυθμός αύξησης της δαπάνης ήταν χαμηλότερος σε σχέση με τα προηγούμενα έτη.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων για το 2010, η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη των φορέων κοινωνικής ασφάλισης ανήλθε σε 4,15 δισ. ευρώ (Ενδιάμεση Εκθεση της Ανεξάρτητης Ομάδας Εργασίας Ειδικών Εμπειρογνωμόνων στον Τομέα της Υγείας, 2011) μειωμένη κατά 18,4% σε σχέση με το 2009. Η μείωση αυτή είναι αποτέλεσμα κυρίως των αλλαγών στο σύστημα τιμολόγησης και σε μικρότερο βαθμό της έναρξης εφαρμογής της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης φαρμάκων, μέτρων που εφαρμόστηκαν με στόχο την περιστολή της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, στο πλαίσιο εφαρμογής του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ