Υστερα από οκτώ χρόνια μνημονίων και προγραμμάτων προσαρμογής η «Ελληνική Μεγάλη Υφεση» οδήγησε τη χώρα στη «δεκαετία της μεγάλης απόκλισης» σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, τόσο σε επίπεδο αγορών και κινητών και ακίνητων αξιών, όσο και της ίδιας της οικονομίας.
Ενώ μετά την παγκόσμια κρίση του 2008 οι ισχυρές κεντρικές τράπεζες «τύπωσαν» πάνω από 12 τρισ. δολ. και οι 50 κορυφαίες μείωσαν τα επιτόκιά τους περισσότερες από 700 φορές για να ενισχύσουν την παγκόσμια οικονομία, η Ελλάδα αφού έχασε την πρόσβασή της στις αγορές βρέθηκε έξω και από το «πάρτι» του «δωρεάν χρήματος» παλεύοντας με τις δικές της ανισορροπίες, που την οδήγησαν τελικά σε συνθήκες φτώχειας. Η κρίση που βίωσε εξάλλου η Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από τους οικονομολόγους περισσότερο ή λιγότερο ως terra incognita (άγνωστη γη).
Οι κρίσεις
Οι συγκρίσεις με την περίοδο του Μεσοπολέμου δείχνουν μάλιστα ότι η ελληνική ύφεση ήταν ταχύτερη, ισχυρότερη και βαθύτερη σε σχέση με αυτήν του ’30.
Η «Ελληνική Μεγάλη Υφεση» εμφανίζεται πιο μακροχρόνια και πιο βαθιά από την περίφημη «Great Depression» των ΗΠΑ τη 10ετία του ’30. Χαρακτηριστικά, μία 10ετία μετά το ξεκίνημα των κρίσεων (1929 για τις ΗΠΑ, 2007 για την Ελλάδα) οι ΗΠΑ ανέκτησαν το 110% του ΑΕΠ του ’29, ενώ η Ελλάδα μόλις το 74,6% του ΑΕΠ του 2007. Παράλληλα, καθώς η χώρα έχασε το 26,4% του ΑΕΠ της, την ώρα που η ζώνη του ευρώ ανέκαμπτε, γίναμε φτωχότεροι κατά 34% σε σχέση με τους εταίρους μας. Η διαφορά ήταν σημαντική και στη γειτονιά μας καθώς ενώ στις αρχές του 21ου αιώνα το ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν σχεδόν ίσο με το ΑΕΠ όλων των βαλκανικών χωρών και λίγο μικρότερο της Τουρκίας, σήμερα η Ρουμανία βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής και η τουρκική οικονομία είναι 4 φορές μεγαλύτερη της ελληνικής.
Η παγίδα
Σήμερα, και ενώ η χώρα ετοιμάζεται να βγει από το Μνημόνιο τον ερχόμενο Αύγουστο, δεδομένων μεταξύ άλλων των φτωχών δημογραφικών, των προβληματικών τραπεζών, των οικονομικών ακαμψιών και της συνεχιζόμενης λιτότητας η Ελλάδα κινδυνεύει να παγιδευτεί σε μία περίοδο χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης, ενώ η οικονομία θα έπρεπε να εκτιναχθεί σαν ελατήριο μετά τις δραματικές απώλειες στην κρίση. Οι οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως μπορεί τα «δίδυμα ελλείμματα» στο δημοσιονομικό και στο εξωτερικό πεδίο να έχουν εξαφανιστεί, όμως οι δημοσιονομικές ανισορροπίες έχουν μεταφερθεί στους ισολογισμούς του ιδιωτικού τομέα. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (92,4 δισ. ευρώ), αν και έχουν μειωθεί την περίοδο 2016-2018, παραμένουν στα ύψη, όπως και οι επιχειρήσεις-ζόμπι. Η υπερφορολόγηση, που φθάνει για τους ελεύθερους επαγγελματίες το 70%, πιέζει το επιχειρηματικό κλίμα με αποτέλεσμα την αδυναμία προσέλκυσης επενδύσεων, την ώρα που οι ιδιωτικές επενδύσεις κατά τη διάρκεια της κρίσης κατέρρευσαν από 21,1% του ΑΕΠ το 2007 σε 8,5% ή στο 1/3 σε απόλυτους αριθμούς.

Αποταμιευτικό κενό
Οι υποχρεώσεις για μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% ως το 2022 και 2,2% ως το 2060) δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στην οικονομία, ενώ χωρίς τη μαζική προσέλκυση ξένων παραγωγικών κεφαλαίων και επενδύσεων, που παρά τη βελτίωση παραμένουν στο 2% του ΑΕΠ το 2017, δεν καλύπτεται το τεράστιο αποταμιευτικό κενό που αντιμετωπίζει η χώρα. Παράλληλα, ο πληθυσμός μειώνεται, καθώς 500.000 νέοι Ελληνες με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και εξειδίκευση έφυγαν από τη χώρα.
Ετσι, μπορεί η συμφωνία για το χρέος να δίνει μία ανάσα ζωής για την ελληνική οικονομία για την επόμενη 10ετία, εν τούτοις κοινός τόπος είναι πως χωρίς μια επενδυτική έκρηξη δεν μπορεί να καλυφθεί το επενδυτικό κενό που έχει συσσωρευτεί, ώστε η χώρα να επιστρέψει σε διατηρήσιμους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ικανούς να επουλώσουν σταδιακά τις πληγές της κρίσης.
Για ορισμένους οικονομολόγους, αν στα επόμενα χρόνια η Ελλάδα φτιάξει την οικονομία της βελτιώνοντας το επιχειρηματικό κλίμα και γίνει πόλος έλξης επενδύσεων, τότε μπορεί να κοιτάξει πιο αισιόδοξα το μέλλον, την ώρα εξάλλου που μεταξύ της Ελλάδας και της ΕΕ έχει δημιουργηθεί από το 2017 ένα επενδυτικό κενό το οποίο εκτιμάται σε πάνω από 100 δισ. ευρώ.
Το χρέος και η ανάπτυξη

Η βιωσιμότητα του χρέους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη τόσο με τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας όσο και με το κόστος αναχρηματοδότησής του, το οποίο σήμερα στις αγορές παραμένει σε απαγορευτικά επίπεδα με αποτέλεσμα αν μακροπρόθεσμα αναχρηματοδοτήσουμε «φθηνό χρέος» με «ακριβό χρέος» η πορεία του να καταστεί και πάλι εκρηκτική. Παράλληλα, οι υποχρεώσεις για μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στην οικονομία, ενώ καθώς είναι δύσκολα διατηρήσιμα, όπως εκτιμούσε το Peterson Institute μεσοπρόθεσμα η δυναμική του χρέους θα είναι και πάλι μη βιώσιμη. Για την Goldman Sachs, καθώς de facto τα δάνεια του επίσημου τομέα θεωρούνται υποδεέστερα του ιδιωτικού τομέα, μια περαιτέρω επέκταση της ωρίμασης των δανείων του EFSF στο τέλος της περιόδου χάριτος, το 2032, δεν μπορεί να αποκλειστεί.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ