Πισωγύρισμα σημειώθηκε στη διαχείριση των κόκκινων δανείων στο α΄ τρίμηνο του 2017, σύμφωνα με την σχετική έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος.
Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της αβεβαιότητας που επικράτησε στις αρχές της νέας χρονιάς λόγω της καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, αλλά και του ελλιπούς νομοθετικού πλαισίου για την αναδιάρθρωση των ιδιωτικού χρέους (εξωδικαστικός συμβιβασμός, ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, νομική κάλυψη τραπεζικών στελεχών).
Ειδικότερα, καταγράφηκε ένα κλίμα γενικευμένης απροθυμίας κυρίως από την πλευρά των επιχειρήσεων να τακτοποιήσουν τις υποθέσεις τους, ενώ την ίδια στιγμή λόγω της ασθενούς οικονομικής δραστηριότητας δάνεια που στο παρελθόν είχαν ρυθμιστεί, ξανακοκκίνισαν.
Επιδείνωση της εικόνας παρατηρείται τόσο στη στεγαστική πίστη όσο και στις χορηγήσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η οποία συνδέεται άμεσα με τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος λόγω της ύφεσης και των φόρων.
Παρά ταύτα, οι τράπεζες πέτυχαν τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, επιστρατεύοντας το όπλο των διαγραφών, οι οποίες διαμορφώθηκαν σε υψηλά επίπεδα, αγγίζοντας μέσα σε ένα τρίμηνο περίπου το 35% του ύψους τους σε ολόκληρο το 2016, ανερχόμενες σε 1,3 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για μία κρίσιμη παράμετρο ενόψει των stress tests της ερχόμενης χρονιάς, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στη συγκεκριμένη δοκιμασία δεν θα αξιολογήσει μόνον την επίτευξη των ποσοτικών στόχων, αλλά και την ποιότητα των παρεμβάσεων.
Οι τράπεζες θα έχουν καλύτερη αντιμετώπιση στις συγκεκριμένες ασκήσεις προσομοίωσης εφόσον καταφέρουν να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα μέσω επιτυχών ρυθμίσεων.
Η πορεία των μεγεθών
Αναλυτικότερα, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2017, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), που περιλαμβάνουν τα δάνεια με καθυστέρηση άνω των 3 μηνών, τα ρυθμισμένα και όσα έχουν αυξημένες πιθανότητες να κοκκινίσουν, μειώθηκε κατά 1,1% συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου του 2016, αγγίζοντας τα 105,1 δισ. ευρώ ή το 45,2% των συνολικών ανοιγμάτων.
Σε σχέση με το Μάρτιο του 2016, όπου τα ΜΕΑ έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο, παρατηρείται μείωση κατά 3,3% ή 3,5 δισ. ευρώ.
Συνολικά, το πρώτο τρίμηνο του 2017, οι τράπεζες κατάφεραν να επιτύχουν τους στόχους που είχαν θέσει για τη μείωση των ΜΕΑ, τα οποία διαμορφώθηκαν σε 1,4 δισ. ευρώ χαμηλότερα από το ποσό – στόχο.
Ωστόσο, έχασαν το στόχο για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ), τα οποία έφτασαν τα 75,2 δισ.
ευρώ ή περίπου 0,5 δισ. ευρώ υψηλότερα από το στόχο.
Ο δείκτης ΜΕΑ βρίσκεται στο 50,6%, ακριβώς όσο και ο στόχος για το εν λόγω τρίμηνο, και ο δείκτης ΜΕΔ στο 36,7% συγκριτικά με το στόχο του 36,0%.
Αποκλίσεις στα στεγαστικά
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η απόδοση σε σχέση με τους στόχους που είχαν τεθεί για τα τρία κυριότερα χαρτοφυλάκια (στεγαστικό, καταναλωτικό, επιχειρηματικό) διαφέρει.
Μεγαλύτερες αποκλίσεις παρατηρούνται στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο, ενώ σχετικά καλύτερη εικόνα εμφανίζει το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο.
Ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης (default rate) παρουσίασε περαιτέρω επιβράδυνση, παραμένοντας
όμως σε επίπεδα άνω του 2% και υψηλότερος από το ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate).
Η διαφορά ανάμεσα στο ρυθμό αθέτησης και στο ρυθμό αποκατάστασης είναι υψηλότερη στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο.
Εντούτοις, σε αντίθεση με την τάση που παρατηρήθηκε στα προηγούμενα τρίμηνα, οι τράπεζες ανέφεραν σημαντικές εισροές νέων ΜΕΑ στο στεγαστικό τους
χαρτοφυλάκιο.
Στο συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο παρατηρείται ότι το 1/3 των υπολοίπων των ΜΕΑ αφορά σε πιστούχους που έχουν κάνει αίτηση για υπαγωγή σε καθεστώς
νομικής προστασίας.
Η μείωση των ΜΕΑ που προήλθε από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις ήταν περιορισμένη, καθώς οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας παραμένουν επί της ουσίας ανενεργοί, ενώ ακόμη δεν έχουν προχωρήσει σημαντικές μεταβιβάσεις χαρτοφυλακίων.
Όπως προαναφέρθηκε, τον κυριότερο παράγοντα μείωσης των ΜΕΑ αποτέλεσαν οι διαγραφές, ιδιαίτερα στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο.
Ο δείκτης ΜΕΑ παραμένει υψηλός στα περισσότερα χαρτοφυλάκια. Στο τέλος του Μαρτίου του 2017, ο δείκτης ΜΕΑ άγγιζε το 42,2% για το στεγαστικό, το 54,2% για το καταναλωτικό και το 45,0% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο.
Συγκεκριμένα, στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο παρατηρείται ιδιαίτερα χαμηλή ποιότητα στο
χαρτοφυλάκιο των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 68,3%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ – δείκτης ΜΕΑ: 60,7%).
Σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, καλύτερες επιδόσεις
παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (δείκτης ΜΕΑ: 25,9%) και
στα ναυτιλιακά δάνεια (δείκτης ΜΕΑ: 35,4%).
Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί οριακά, αγγίζοντας το 49,1% το Μάρτιο του 2017, από 49,7% το Δεκέμβριο του 2016.
Εφόσον συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του
δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των ΜΕΑ που επιτυγχάνεται είναι πλήρης.
Το πρώτο τρίμηνο του 2017, οι εισπράξεις από ΜΕΑ προς το υπόλοιπο των ΜΕΑ ξεπέρασαν το στόχο που είχε τεθεί (0,7% συγκριτικά με 0,6%).
Οι υψηλότερες επιδόσεις σχετίζονται κυρίως με τις αυξημένες εισπράξεις στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο.

Που έμειναν πίσω
Τέλος, παρατηρήθηκαν αρνητικές αποκλίσεις στους ακόλουθους στόχους:
– Στα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 720 ημερών, τα οποία δεν έχουν καταγγελθεί. Όλες οι τράπεζες στοχεύουν στην ενίσχυση των προσπαθειών τους για καταγγελία των δανείων αυτών και στην προσφυγή σε ένδικα μέσα, έτσι ώστε το ποσοστό των μη καταγγελμένων δανείων με καθυστέρηση άνω των 720 ημερών να μειωθεί δραστικά κατά την περίοδο από τον Ιούνιο του 2016 ως το τέλος του 2019 (από 6%-26% σε 1%-7% για τις ΜΜΕ και από 12%-34% σε 2%-24% για τις μεγάλες επιχειρήσεις).
– Στο χαρτοφυλάκιο των ΜΜΕ. Οι τράπεζες στοχεύουν στη βελτίωσή τους στο συγκεκριμένο πεδίο, μέσω της αύξησης του ποσοστού των επιχειρήσεων για τις οποίες διενεργείται ανάλυση βιωσιμότητας στο 80%-97% το 2019, έτσι ώστε να βελτιωθούν αντίστοιχα και οι προσφερόμενες λύσεις ρύθμισης.
– Στις προσπάθειες των τραπεζών να προσφέρουν από κοινού λύσεις ρύθμισης σε κοινούς πελάτες μικρομεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων.
Όσο αφορά στις ΜΜΕ, τα δάνεια με κοινές λύσεις ρύθμισης φθάνουν στο υψηλότερο επίπεδο στο τέλος
του 2017, αυξημένα σε ποσοστό 45% σε σχέση με τα επίπεδα του Ιουνίου του 2016.
Πιο φιλόδοξος είναι ο στόχος που έχει τεθεί από τις τράπεζες για τις μεγάλες επιχειρήσεις, για τις οποίες οι κοινές λύσεις ρύθμισης διπλασιάζονται το 2017 και παραμένουν σε σημαντικά υψηλό επίπεδο ως το 2019 (αυξημένες κατά 55% σε σχέση με τον Ιούνιο του
2016).
– Στην παρακολούθηση των ΜΕΑ μεγάλων επιχειρήσεων, για τα οποία η τράπεζα έχει ορίσει ειδικό για την εφαρμογή σχεδίου αναδιάρθρωσης της επιχείρησης.
Και εδώ οι τράπεζες έχουν θέσει φιλόδοξους στόχους για το διπλασιασμό αυτών των δανείων το 2019 σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2016.