Βερολίνο, Ανταπόκριση

Η πρώτη μεγάλη έκπληξη του φετινού φθινοπώρου: Το Βερολίνο δήλωσε την Τρίτη ικανοποιημένο με την Αθήνα. Η αφορμή γι αυτό ήταν η ανακοίνωση του ελληνικού υπουργείου οικονομικών για αύξηση της ΦΠΑ σε πέντε νησιά. Η ικανοποίηση αφορά όμως και στη γενικότερη στάση της ελληνικής κυβέρνησης. «Βλέπουμε, ότι η Αθήνα προχωρά με συνέπεια στην υλοποίηση του τρίτου προγράμματος» είπε κυβερνητική πηγή. «Περιμένουμε ότι αυτό θα συνεχιστεί και στο μέλλον».

Τέτοια «ξαφνική αγάπη» εκφράζεται για πρώτη φορά για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-Ανελ. Μέχρι τώρα, οι σχετικές δηλώσεις είχαν σαφώς επικριτικό χαρακτήρα – ένας «καλός λόγος» για την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα από γερμανό υπουργό θεωρούταν αδιανόητος.

Παρόλα αυτά: Η εμπιστοσύνη στην Αθήνα δεν είναι ακόμα πλήρης. Απόδειξη, ότι ούτε και σήμερα έλειψε μια προειδοποιητική αιχμή. «Οι Έλληνες γνωρίζουν ότι με το πρώτο φάουλ που θα κάνουν, δεν θα πάρουν λεφτά» πρόσθεσε η πηγή. «Αυτό όμως αρκεί για να τους κρατά συνεπείς».

Όχι απαρατήρητο έχει περάσει στο Βερολίνο το απόρρητο τηλεγράφημα που έστειλε τον περασμένο Ιούλιο στους προϊσταμένους του στην Αθήνα ο έλληνας πρέσβης στην Ουάσιγκτον Χρήστος Παναγόπουλος, που δημοσίευσε την περασμένη Κυριακή η «Καθημερινή». Σε αυτό αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η αμερικανική πλευρά θεωρεί ότι Βόλφγκαγκ Σόιμπλε έχει μια «θεολογική – φιλοσοφική» προσέγγιση στο θέμα της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη, και ότι η Ουάσιγκτον και η Αθήνα είχε συγκροτήσει μέτωπο για να αποτρέψουν το grexit (την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη) – κάτι που το γερμανικό λαϊκίστικο ταμπλόιντ «Bild Zeitung» έσπευσε να χαρακτηρίσει «συνωμοσία».

Όχι περίεργο έτσι, ότι ο εκπρόσωπος του υπουργείου οικονομικών Μάρτιν Γιέγκερ εμφανίστηκε στο κυβερνητικό μπρίφινγκ της Τρίτης με ένα χοντρό ντοσιέ για να απαντήσει στις αναμενόμενες ερωτήσεις των δημοσιογράφων.

Στο ερώτημα της «συνωμοσίας» ωστόσο η απάντηση του ήταν λακωνική: «Κανένα σχόλιο».

Σχετικά με τη «θεολογική-φιλοσοφικής προσέγγιση» του γερμανού υπουργού οικονομικών στο θέμα του grexit», αντίθετα, η απάντηση ήταν μακροσκελέστατη. Ο κ.Γιέγκερ παρουσίασε καταρχάς τις αρχές της γερμανικής πολιτικής, που αποβλέπουν στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, και συνέχισε με την περιγραφή του τρίτου προγράμματος βοήθειας και τη συνεργασία των θεσμών με την ελληνική κυβέρνηση για την υλοποίησή του. Η κατάληξή του: Οι αναλύσεις του Βερολίνου και ειδικά του κ.Σόιμπλε δεν στηρίζονται σε κάποια «νεφελώδη» μεταφυσική, αλλά αποκλειστικά στον οικονομικό ορθολογισμό.

Ένα τμήμα των δηλώσεών του:

«Ξέρετε, ότι ο υπουργός οικονομικών έχει πολύ σταθεροποιημένες πεποιθήσεις. Και δεν έχει μόνο πεποιθήσεις, αλλά και πολύ ξεκάθαρες ιδέες και στόχους.

Σε ότι αφορά στην Ελλάδα, ο πυρήνας των απόψεών του είναι ότι η χώρα πρέπει να γίνει ανταγωνιστική για να μπορεί να επιπλέει στην ευρωζώνη. Προς τούτο η Ελλάδα συνομολόγησε ένα τρίτο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα με τους δανειστές, με στόχο τη λύση πολλών προβλημάτων.

Πρόκειται για συγκεκριμένα πράγματα. Το πρόγραμμα έχει έναν επακριβή σκοπό, που βρήκε τη συναίνεση όχι μόνο του Eurogroup, αλλά και της Ελλάδας που είναι μέλος του Eurogroup. Τώρα αρχίζουμε να το εφαρμόζουμε. Η ελληνική πλευρά πρέπει να δείξει ιδιαίτερες επιδόσεις σε αυτό. Αυτό είναι που συμφωνήσαμε και αυτό είναι που εφαρμόζεται τώρα.

Αυτό τον σκοπό ακολουθήσαμε από την πρώτη στιγμή. Αν δείτε τα πρωτόκολλα των κυβερνητικών μπρίφινγκ από τον Ιανουάριο θα διαπιστώσετε, ότι δεν ακολουθούμε κάποιες νεφελώδεις θρησκευτικές, ή φιλοσοφικές δοξασίες, αλλά ότι ενεργούμε στη βάσης μια συνεπούς ανάλυσης, από την οποία βγάζουμε καθαρούς στόχους, οι οποίοι μπορούν να επιτευχθούν, μόνο αν προχωρήσουν τα μεταρρυθμιστικά βήματα. Το γεγονός, ότι παρόλο που εμείς είχαμε κάνει αυτή τη διαπίστωση τον Ιανουάριο, χρειάστηκαν έξη μήνες μέχρις ότου πραγματοποιηθούν όλα αυτά, δεν έχει να κάνει με τη χώρα μας και την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, αλλά με ορισμένα αναγκαία μαθήματα που πήρε η Αθήνα. Αυτά έχουν ενδιάμεσα συγκεκριμενοποιηθεί. Εν ολίγοις: Πρόκειται για πολύ συγκεκριμένη πολιτική, που είναι προσανατολισμένη σε στόχους, και όχι σε άλλα πράγματα».

Άδηλο, αν αυτό έπεισε τους παρευρισκόμενος δημοσιογράφους.