Με «κομμένη την ανάσα» παρακολουθούν οι τραπεζικές διοικήσεις της διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα, καθώς από τα αποτελέσματά της θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό η επιτυχής εφαρμογή των επιχειρησιακών πλάνων που έχουν καταρτίσει.
Οπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη, δεν είναι μόνο η επιβάρυνση του οικονομικού κλίματος και της εμπιστοσύνης που μπορεί να εκτροχιάσει τα σχέδια των ελληνικών τραπεζών.
«Ο διοικητής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι το έχει ξεκαθαρίσει. Δεν μπορεί να στηρίξει τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα αν η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε κάποιου είδους πρόγραμμα, το οποίο να προβλέπει συγκεκριμένες δεσμεύσεις» σημειώνουν σχετικά οι ίδιοι κύκλοι.
Και προσθέτουν ότι στην περίπτωση που η χώρα βρεθεί για κάποιο διάστημα χωρίς… μνημόνιο, οι τράπεζες κινδυνεύουν να χάσουν ρευστότητα τουλάχιστον 18 δισ. ευρώ περίπου, η οποία θα πρέπει να αντικατασταθεί με δανεισμό από τον έκτακτο μηχανισμό στήριξης της Τράπεζας της Ελλάδος (ELA), ο οποίος είναι ακριβότερος κατά 200 ποσοστιαίες μονάδες περίπου.
Μια τέτοια εξέλιξη θα σήμανε ένα επιπλέον ετήσιο κόστος άντλησης ρευστότητας της τάξης των 350 εκατ. ευρώ περίπου, το οποίο θα επιβαρύνει τα καθαρά έσοδα από τόκους και θα περιορίσει το όφελος από τις αναπροσαρμογές των επιτοκίων στις καταθέσεις.
Με αυτά τα δεδομένα, δυσκολεύουν οι σχεδιασμοί των τραπεζών για χορήγηση ρευστότητας στην οικονομία, δεδομένου ότι δεν γνωρίζουν πώς θα διαμορφωθεί τους επόμενους μήνες το κόστος χρήματος για τον εγχώριο κλάδο.
Σε ανάλυσή της η Εθνική Τράπεζα τονίζει ότι η διατήρηση του δανεισμού από την ΕΚΤ τουλάχιστον στα τρέχοντα επίπεδα των 43-44 δισ. ευρώ περίπου αποτελεί βασική προϋπόθεση για να επιταχυνθεί η διάχυση της ρευστότητας στην οικονομία και να τεθεί εγκαίρως σε κίνηση ο εσωτερικός μηχανισμός δημιουργίας ρευστότητας της οικονομίας τα επόμενα χρόνια, με ταυτόχρονο περιορισμό του κόστους δανεισμού.
Οι αναλυτές της εκτιμούν ότι αν διατηρηθεί η δυναμική εισροών κεφαλαίων από το εξωτερικό της τελευταίας διετίας, περίπου 50 δισ. ευρώ, χωρίς την αρνητική επίδραση από την απομόχλευση και τη μειούμενη πρόσβαση στην ΕΚΤ, οι εισροές αυτές θα υπερεπαρκούσαν για να καλυφθούν οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες του ιδιωτικού τομέα κατά την περίοδο 2015-2016.
«Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να θέσει τις βάσεις για πλήρη εξομάλυνση των εγχώριων μηχανισμών μετάδοσης της ρευστότητας στην οικονομία» υποστηρίζει η Εθνική Τράπεζα, προσθέτοντας ότι «η δημιουργούμενη ρευστότητα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα εκτιμάται ότι θα ήταν κατάλληλη για να εξυπηρετήσει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της οικονομίας σε μια πορεία ισχυρής και βιώσιμης ανάπτυξης, με τον ετήσιο ρυθμό αύξησης του αποπληθωρισμένου ΑΕΠ να διαμορφώνεται στο 3% ετησίως την περίοδο 2015-18».
Σημειώνεται πάντως ότι οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να περάσουν και τον κάβο του ερχόμενου Μαρτίου, οπότε είναι προγραμματισμένη η παύση αποδοχής του μεγαλύτερου τμήματος των κρατικών εγγυήσεων ως ενέχυρο στις πράξεις αναχρηματοδότησης των τραπεζών από το Ευρωσύστημα.
Σε όρους ρευστότητας, οι εγγυήσεις αυτές αποτελούν βασικό συστατικό του υφιστάμενου αποθέματος ενεχύρων των τραπεζών παρέχοντας περιθώρια άντλησης από την ΕΚΤ δυνητικής ρευστότητας 26 δισ. ευρώ περίπου, εκ των οποίων γινόταν χρήση περίπου 18 δισ. ευρώ στα μέσα του 2014.

HeliosPlus