Στην «εποχή Γιούνκερ» εισέρχεται σε λίγες ημέρες η Ευρώπη: μία εποχή έντονης κινητικότητας, αν όχι ευθέως συγκρουσιακή ως προς τις απόψεις το μέλλον της Ενωσης μετά την κρίση των τελευταίων ετών, αλλά και στην εποχή του πρώτου προέδρου της Επιτροπής που η ανάληψη των καθηκόντων του συσχετίστηκε ευθέως με ένα εκλογικό αποτέλεσμα, αυτό των ευρωεκλογών. Σήμερα ουδείς μπορεί να πει με βεβαιότητα τι θα κάνει ο Γιούνκερ στα επόμενα πέντε χρόνια από αυτή την κρίσιμη θέση. Υπάρχουν όμως, την ώρα της ανάληψης των καθηκόντων του, πέντε νέες κεντρικές παράμετροι στην πολύπλοκη -και πολύπαθη- ευρωπαϊκή εξίσωση:

Πρώτον, ότι η νέα Επιτροπή, που έχει μπροστά της τα πέντε κρισιμότερα χρόνια της ΕΕ, αναλαμβάνει σε εποχή έκρηξης του ευρωσκεπτικισμού – είναι χαρακτηριστικότερο όλων ότι στη Γαλλία, στην καρδιά του ευρωπαϊκού ενωσιακού εγχειρήματος, οι μετρήσεις της κοινής γνώμης δίνουν πλέον πρωτοφανή ποσοστά για το Εθνικό Μέτωπο και τη Μαρί Λεπέν η οποία αφήνει κατά πολύ πίσω της ολόκληρο το πολιτικό σύστημα της χώρας υποσχόμενη έξοδο και από το ευρώ και από την Ε.Ε. Εδώ ειδικά αναμένεται κεντρικής σημασίας ο ρόλος του Ελληνα Επιτρόπου Δημήτρη Αβραμόπουλου, ο οποίος κρίθηκε ομόφωνα επιτυχής από την αρμόδια επιτροπή του κοινοβουλίου και θα κληθεί, ως «υπερυπουργός Εσωτερικών» της Ε.Ε. να διαχειριστεί τα ζητήματα μετανάστευσης που, σε συνδυασμό με τη σκληρή δημοσιονομική πολιτική, διαμορφώνουν πλέον έναν κεντρικό πόλο εκτίναξης του ευρωσκεπτικισμού.

Δεύτερον, ότι την ίδια στιγμή όμως, ακριβώς για να ανακόψει αυτό το κλίμα που γενικεύεται, είναι βέβαιο ότι ο νέος πρόεδρος της Κομισιόν δεν «φιλοδοξεί» σε καμία περίπτωση να αφήσει πίσω του μια θητεία που να θυμίζει τον θλιβερό προκάτοχό του Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο. Από πολλούς στις Βρυξέλλες, και όχι μόνον, θεωρείται πλέον δεδομένο ότι ο Γιούνκερ έχει σκοπό να αλλάξει κατεύθυνση στην Ευρώπη κι όχι να αποτελεί για πέντε χρόνια απλό εκτελεστή των αποφάσεων του Βερολίνου, κάτι που φάνηκε ήδη, πριν καν αναλάβει επισήμως τα καθήκοντά του με την πρώτη κόντρα να έρχεται για την ανάπτυξη – όλα αυτά, φυσικά δεν σημαίνουν ότι σκοπεύει να βρεθεί στο άλλο άκρο, αλλά, αντίθετα, στο να επαναφέρει μια ισορροπία. Φυσικά, το αν θα το καταφέρει, θα το δείξει η ιστορία.

Τρίτον, ότι η σχέση του Γιούνκερ με το Βερολίνο που κυριαρχεί πλήρως στις ευρωπαϊκές αποφάσεις από το 2009 και μετά, δεν είναι ούτε απλή ούτε ευθύγραμμη. Πολλοί αγνοούν ότι η θητεία του ξεκινά έχοντας πίσω της μια άσχημη κρίση με τη Γερμανία. Είναι βέβαιο ότι ο βετεράνος πολιτικός από το Λουξεμβούργο δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσει τις πρώτες κρίσιμες ημέρες μετά τις ευρωεκλογές, όταν το Βερολίνο επιχείρησε ουσιαστικά να παραβιάσει τη συμφωνία των υποψηφίων προέδρων της Επιτροπής σύμφωνα με την οποία θα αναλάμβανε εκείνος που το κόμμα του θα ερχόταν πρώτο στις κάλπες. Ο Γιούνκερ έδωσε εκείνες τις ημέρες πολύ μεγάλη μάχη για να μην επιτρέψει την παραβίαση της συμφωνίας και πολλές χώρες τον στήριξαν ανοιχτά σε αυτό, γεγονός που ανάγκασε τελικά την κυβέρνηση Μέρκελ να αναδιπλωθεί για να αποφύγει τελικά τη σύγκρουση. Τα παιγνίδια του Βερολίνου δεν πέρασαν, αν και οι Γερμανοί θα προτιμούσαν κατά πολύ στη θέση αυτή έναν άνθρωπο που να μπορούν να τον κάνουν ότι θέλουν, όπως ακριβώς έκαναν με τον Μπαρόζο ο οποίος αδυνατούσε να εγείρει λόγο έναντι των αποφάσεων της Γερμανίας: χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγμα των ευρωομολόγων τα οποία υπεραμύνθηκε έντονα μέχρι που η Γερμανία απέρριψε την έκδοσή τους.

Υπήρξαν όμως κι άλλα δύσκολα, όπως όλα όσα συνέβησαν την εποχή της κρίσης στην Κύπρο, η οποία, ίσως δεν το θυμούνται πια πολλοί, αρχικά επιχειρήθηκε να επεκταθεί και σε άλλες χώρες, όπως το Λουξεμβούργο. Ο Γιούνκερ υπήρξε καθοριστικός στο να γλιτώσει τη χώρα του, που σε μεγάλο βαθμό ζει από τον τραπεζικό τομέα, από εκείνη την επίθεση η οποία δεν είχε καμία άλλη λογική και κανένα άλλο λόγο παρά το να πάρει τις δουλειές των κυπριακών τραπεζών και να τις μεταφέρει αλλού– είναι μία τακτική την οποία το Βερολίνο άσκησε για πρώτη φορά στα χρόνια 1992-1993 προκειμένου, με τον ξαφνικό πόλεμο των επιτοκίων, να χρηματοδοτήσει τότε την επανοικοδόμηση της πρώην Ανατολίκης Γερμανίας, προκαλώντας καταστροφή στην οικονομία της Αγγλίας και τις Ιταλίας με τις συστηματικές επιθέσεις στη στερλίνα και τη λιρέτα και με όχημα τον Τζορτζ Σόρος, όπως ο ίδιος έχει γράψει στο βιβλίο του για τα γεγονότα της εποχής, η οποία έχει πλέον αναλυθεί σε σειρά από διατριβές σε διάφορα ευρωπαϊκά και αμερικανικά πανεπιστήμια.

Τέταρτον, και το κυριότερο ίσως όλων, είναι ότι ο Γιούνκερ είναι ευρωπαίος με την παλιά έννοια της εποχής που η Ευρώπη πορευόταν με πολύ μεγαλύτερη ομοθυμία και συμμετοχή όλων των μερών στις μεγάλες αποφάσεις απ’ ότι σήμερα συμβαίνει. Αυτή είναι η οντολογία του και αυτό δεν αλλάζει. Είναι ένας πολιτικός που δείχνει ότι αντιλαμβάνεται ότι η οδός που ακολουθείται οδηγεί πλέον στον γκρεμό και όλα δείχνουν ότι σκοπός του είναι αυτή η πορεία να σταματήσει. Εξ ου και η ήδη αναφερθείσα πρώτη σύγκρουσή του με το Βερολίνο το οποίο μόλις απέρριψε πρότασή του να χρησιμοποιηθούν 100 δις από τα 450 του Ταμείου Σταθερότητας για εγγυήσεις δανείων ώστε να ενισχυθεί η ανάπτυξη στην Ευρώπη.

Επειδή ο νέος πρόεδρος της Επιτροπής δεν είναι «πατρίκιος» όπως πολλοί δικοί μας πολιτικοί, αλλά είναι άνθρωπος με καταγωγή από εργατική οικογένεια του Μεγάλου Δουκάτου για την οποία είναι άλλωστε και ιδιαίτερα υπερήφανος και ότι πέτυχε στη ζωή του το πέτυχε μόνος του, μπορεί κανείς να περιμένει ότι η επιμονή του και η δυνατότητά του να κατανοεί ακόμα την πραγματικότητα για τα ευρύτερα στρώματα είναι αρκετά πιθανό να βοηθήσουν τελικά πολύ την Ευρώπη.

Το βέβαιο είναι ότι δεν θέλει η εποχή του να είναι εποχή διάλυσης, την οποία βλέπει καθαρά ότι έρχεται, αλλά ανασύνταξης, κάτι για το οποίο μία «ανεξάρτητη» Ευρωπαϊκή Επιτροπή που δεν θα την κάνει ότι θέλει το Βερολίνο, μπορεί πιθανότατα να πετύχει πολλά, ειδικά σήμερα, που έχουν ωριμάσει οι συνθήκες αντίδρασης στην ασκούμενη πολιτική τόσο στη Γαλλία, όπως έδειξε η κατάθεση του προϋπολογισμού της χώρας, όσο και στην Ιταλία και αλλού.

Πέμπτον, δεν είναι πλέον απίθανο, κάθε άλλο μάλιστα, ο νέος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να βρεθεί να είναι και ο πρώτος που θα συνομιλεί σύντομα και με μια αριστερών καταβολών κυβέρνηση, για πρώτη φορά στην ευρωζώνη. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας η προσωπική στάση τόσο του ιδίου όσο και του υποψήφιου αρμοδίου επιτρόπου, εν προκειμένω του σοσιαλιστή πρώην υπουργού Οικονομικών της Γαλλίας Πιερ Μοσκοβισί, τον οποίο, ας σημειωθεί ότι στη σχετική ακρόαση στην επιτροπή του κοινοβουλίου προχθές, αμφισβήτησαν έντονα ορισμένοι γερμανοί ευρωβουλευτές, με το επιχείρημα ότι δήθεν δεν μπόρεσε να «συμμαζέψει» τα οικονομικά της Γαλλίας, άρα πώς θα το κάνει με όλη την Ευρώπη. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να διαφεύγει η ενόχληση του Βερολίνου από τις πρόσφατες αποφάσεις Ντράγκι για τους ελληνικούς και κυπριακούς τίτλους.

Με όλα αυτά τα στοιχεία να αποκτούν κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση της νέας ισορροπίας, πρέπει πλέον να θεωρείται δεδομένο ότι μία νέα εποχή ξεκινά τώρα για την Ευρώπη, στην οποία θα πρέπει, αν θέλει να παραμείνει ενωμένη και να υπερνικήσει τις φυγόκεντρες τάσεις, να αλλάξει πορεία. Κάτι που, φυσικά, κάθε άλλο παρά απλό θα είναι καθώς είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει την αντίδραση της Γερμανίας για την οποία ο Ιταλός πρωθυπουργός είπε προχθές ότι «δεν μπορεί να μας φέρεται σα να είμαστε μαθητές» και η οποία, παρά τα όσα συμβαίνουν, επιμένει να παραμένει αμετακίνητη στην άκαμπτη πολιτική από την οποία και πηγάζει ευθέως όλος αυτός ο πρωτοφανής ευρύτατος, διαλυτικός ευρωσκεπτικισμός τόσο στο νότο, όσο όμως και στο βορρά της Ενωσης.