ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Πώς είναι να ζει μια γυναίκα στο «έμφυλο απαρτχάιντ» του Αφγανιστάν;

Πώς είναι να ζει μια γυναίκα στο «έμφυλο απαρτχάιντ» του Αφγανιστάν; 1
Getty

Για πάνω από 1000 ημέρες, τα κορίτσια και οι γυναίκες του Αφγανιστάν ζουν υπό μια σκοτεινή σιωπή. Μια βίαιη απογύμνωση της γυναικείας ύπαρξης, όπου η ελευθερία γίνεται προνόμιο που στερούνται εκατομμύρια αδερφές μας. Πίσω απ’ αυτή τη σιωπή, βρίσκονται τα λερωμένα χέρια της Δύσης, τα οποία στήριξαν γεωπολιτικές σκακιέρες με πιόνια τα σώματα των γυναικών.

ΑΠΟ ΣΙΝΤΥ ΧΑΤΖΗ

Από το Σεπτέμβριο του 2021, δηλαδή εδώ και περίπου 1.347 μέρες, οι γυναίκες και τα κορίτσια στο Αφγανιστάν έχουν στερηθεί το δικαίωμα στην εκπαίδευση πέραν της πρωτοβάθμιας βαθμίδας. Η απαγόρευση της πρόσβασης στη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, που επιβλήθηκε σχεδόν αμέσως μετά την επάνοδο των Ταλιμπάν στην εξουσία, αποτελεί μια σαφή και πρωτοφανή επίθεση στα θεμελιώδη δικαιώματα των γυναικών, διαγράφοντας μια ολόκληρη γενιά γυναικών από το εκπαιδευτικό σύστημα. Η εκπαίδευση, εξάλλου, δεν αφορά απλώς τη συγκέντρωση γνώσεων και τη συλλογή πτυχίων. Είναι το κλειδί για την κοινωνική και οικονομική χειραφέτηση, για την αυτοδιάθεση και την ενεργό συμμετοχή στη δημόσια ζωή. Η απαγόρευση αυτή επιστρέφει την κοινωνία δεκαετίες πίσω, καταδικάζοντας εκατομμύρια κορίτσια σε απομόνωση και αδυναμία να διεκδικήσουν ίσα δικαιώματα.

Περαιτέρω, από τον Μάιο του 2022, δηλαδή περίπου 1.129 μέρες πριν, η κατάσταση έγινε ακόμα πιο σκληρή με την επιβολή απαγόρευσης στις γυναίκες να κυκλοφορούν μόνες τους δημοσίως. Η επίσημη εντολή των Ταλιμπάν απαιτεί την παρουσία ανδρικού κηδεμόνα (μαχρούμ) κάθε φορά που μια γυναίκα θέλει να βγει από το σπίτι. Ταυτόχρονα, καθιερώθηκε και η υποχρεωτική χρήση πλήρους νικάμπ ή αμπαγιά σε δημόσιο χώρο, επιβάλλοντας έναν αυστηρό και καταπιεστικό κώδικα ένδυσης που απομονώνει τις γυναίκες τόσο σωματικά όσο και κοινωνικά. Αυτές οι διατάξεις διαλύουν την ελευθερία της κίνησης και επιβάλλουν έναν φαύλο κύκλο κοινωνικού αποκλεισμού και φόβου.

Ακόμα πιο πρόσφατα, περίπου 188 μέρες πριν, οι Ταλιμπάν επέκτειναν τις απαγορεύσεις και στον κρίσιμο τομέα της υγείας. Σε αρκετές επαρχίες απαγορεύτηκε στις γυναίκες να λαμβάνουν ιατρική φροντίδα από άνδρες γιατρούς. Παράλληλα, απαγορεύτηκε επίσημα στις γυναίκες να εκπαιδεύονται σε επαγγέλματα υγείας όπως η νοσηλευτική και η μαία, οδηγώντας σε δραματική μείωση των γυναικών επαγγελματιών που μπορούν να προσφέρουν φροντίδα σε άλλες γυναίκες, κάτι ζωτικής σημασίας σε μια χώρα όπου η πρόσβαση στην υγεία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την παρουσία γυναικών γιατρών και νοσηλευτών. Αυτές οι πολιτικές, όχι μόνο θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, αλλά εντείνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό των γυναικών σε ένα από τα πιο ευάλωτα πεδία της ανθρώπινης ζωής.

Τι είναι το «έμφυλο απαρτχάιντ»;

Η έννοια του «εμφύλου απαρτχάιντ» χρησιμοποιείται από τον ΟΗΕ και διεθνείς οργανισμούς για να περιγράψει συστηματικά, θεσμικά και επίμονα μέτρα που αποκλείουν ή καταπιέζουν τις γυναίκες ως ξεχωριστή κοινωνική ομάδα, αποστερώντας τις από βασικά δικαιώματα και ελευθερίες. Η αναλογία με το απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική δεν είναι τυχαία: όπως εκεί, όπου υπήρχε θεσμοθετημένος φυλετικός διαχωρισμός και καταπίεση, έτσι και εδώ έχουμε θεσμοθετημένο «διαχωρισμό» και περιθωριοποίηση με βάση το φύλο.

Στην περίπτωση του Αφγανιστάν, το καθεστώς των Ταλιμπάν εφαρμόζει επίσημες πολιτικές που ακυρώνουν την παρουσία και το δικαίωμα των γυναικών στην εκπαίδευση, την εργασία, την υγεία και την ελεύθερη κοινωνική συμμετοχή, εν συντομία: στην ίδια τους τη ζωή.

Η καταπίεση αυτή δεν είναι ένα απλό εσωτερικό ζήτημα, αλλά παραβιάζει διεθνείς συνθήκες και δικαιώματα που έχει υπογράψει και το ίδιο το Αφγανιστάν, όπως η Σύμβαση για την Εξάλειψη Κάθε Μορφής Διάκρισης κατά των Γυναικών (CEDAW) και τα θεμελιώδη δικαιώματα της Διεθνούς Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η αναγνώριση από τον ΟΗΕ του φαινομένου ως «έμφυλου απαρτχάιντ» θέτει θεμέλια για νομικές πρωτοβουλίες σε διεθνές επίπεδο, όπως η πιθανή παραπομπή των υπευθύνων στα διεθνή δικαστήρια και η ενίσχυση του καθεστώτος κυρώσεων και περιορισμών.

Η ευθύνη της Δύσης και η σχέση της με τους Ταλιμπάν: Μια ιστορία προδοσίας και υποκρισίας

Η σχέση της Δύσης με τους Ταλιμπάν δεν είναι ούτε αθώα, ούτε καινούρια. Αντίθετα, διαμορφώθηκε μέσα από δεκαετίες πολιτικής κυνικότητας, λάθος στρατηγικών και επιλεκτικής ηθικής. Κάθε φρικαλεότητα που διαπράττουν οι Ταλιμπάν σήμερα φέρει πάνω της ένα αποτύπωμα: την υπογραφή κάποιου δυτικού πολιτικού που προτίμησε τη realpolitik από την ευθύνη.

Το ξεκίνημα αυτής της βρόμικης σχέσης ανάγεται στο 1979, όταν η κυβέρνηση Carter, μέσω της CIA, άρχισε να χρηματοδοτεί τους μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν ως απάντηση στη σοβιετική εισβολή. Ο Brzezinski, τότε σύμβουλος εθνικής ασφαλείας, δήλωσε ανοιχτά ότι η δημιουργία «του μουσουλμανικού τόξου» θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Οι μουτζαχεντίν εξελίχθηκαν στους Ταλιμπάν της δεκαετίας του '90.

Στη δεκαετία του ’80, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, υπό τους Ronald Reagan και Margaret Thatcher, στήριξαν μαζικά τους Μουτζαχεντίν στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, διοχετεύοντας δισεκατομμύρια δολάρια και όπλα για να αποδυναμώσουν τη σοβιετική επιρροή. Οι Ταλιμπάν ξεπήδησαν μέσα απ’ αυτό το δίκτυο, θρέφοντας τη ριζοσπαστικοποίηση με δυτική χρηματοδότηση.

Καθώς οι Ταλιμπάν κατέλαβαν την εξουσία στην Καμπούλ, η κυβέρνηση Clinton επέλεξε να μην εμπλακεί ουσιαστικά, παρά τις μαζικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Και όταν το 2021 ήρθε η αποφράδα μέρα της αποχώρησης, η Δύση γύρισε την πλάτη σε όσους υποστήριξαν το εγχείρημά της: δεκάδες χιλιάδες Αφγανοί που συνεργάστηκαν μαζί της, αλλά και μια ολόκληρη χώρα που έμεινε ξεκρέμαστη, θύμα μιας βιαστικής, άνευ σχεδίου εκκένωσης. Το στρατηγικό φιάσκο δεν ήταν μόνο πολιτικό λάθος, ήταν ηθική κατάπτωση.

Παράλληλα, η διακοπή ή η μείωση της χρηματοδότησης προς ανθρωπιστικές οργανώσεις, ειδικά εκείνες που παλεύουν για τα δικαιώματα των γυναικών και την εκπαίδευση, άνοιξε την πόρτα σε μια ανθρωπιστική καταστροφή. Η σιωπή των δυτικών κυβερνήσεων απέναντι στην αυστηρή καταπίεση που επιβάλουν οι Ταλιμπάν στις γυναίκες, θυμίζει περισσότερο άγνοια ή αδιαφορία παρά πολιτική στρατηγική.

Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Αφγανιστάν με την υπόσχεση της «απελευθέρωσης». Δύο δεκαετίες, τρισεκατομμύρια δολάρια και χιλιάδες νεκρούς αργότερα, οι Ταλιμπάν είναι ξανά στην εξουσία. Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο η εισβολή — ήταν και το τι δεν έγινε: αποτυχημένη οικοδόμηση θεσμών, στήριξη διεφθαρμένων ντόπιων ελίτ, και σταθερή αγνόηση του γυναικείου πληθυσμού. Ο Tony Blair συμμετείχε ενεργά στην εκστρατεία, προβάλλοντας τον πόλεμο ως «ηθικό χρέος».

Αργότερα, το 2020, ο Donald Trump υπέγραψε τη Συμφωνία της Ντόχα, παρακάμπτοντας την αφγανική κυβέρνηση και δίνοντας στους Ταλιμπάν διεθνή αναγνώριση χωρίς καμία σοβαρή απαίτηση για σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η συμφωνία αυτή άνοιξε τον δρόμο για την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων.

Το 2021, ο Joe Biden, συνεχίζοντας την ίδια γραμμή, ολοκλήρωσε την αποχώρηση των ΗΠΑ χωρίς σχέδιο ασφαλείας για τους πολίτες και τους συμμάχους τους. Η Καμπούλ κατέρρευσε σε λίγες μέρες. Χιλιάδες Αφγανές γυναίκες – δικαστίνες, δημοσιογράφοι, δασκάλες – αφέθηκαν στη μοίρα τους.

Η Angela Merkel, από την πλευρά της Γερμανίας, διατήρησε σκληρή μεταναστευτική πολιτική, παρά τις αρχικές εξαγγελίες του 2015, περιορίζοντας τη δυνατότητα διαφυγής για γυναίκες που κινδύνευαν. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Boris Johnson δήλωνε “σοκαρισμένος” από την κατάρρευση της Καμπούλ, αλλά η κυβέρνησή του είχε ήδη μειώσει σημαντικά την ανθρωπιστική βοήθεια προς το Αφγανιστάν.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών των επιλογών ήταν η εγκατάλειψη εκατομμυρίων γυναικών σε ένα θεσμοθετημένο καθεστώς καταπίεσης. Οι διπλωματικές κινήσεις που αναγνωρίζουν το καθεστώς των Ταλιμπάν χωρίς σαφείς όρους προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποτυπώνουν την υποκρισία ενός κόσμου που προτιμά τη realpolitik από την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Η προώθηση συμβολικών πρωτοβουλιών, χωρίς ριζική στήριξη στην κοινωνία του Αφγανιστάν, μοιάζει με θέατρο και οι γυναίκες που υφίστανται την καταπίεση είναι οι αληθινές ηρωίδες και οι μάρτυρες αυτής της τραγωδίας.

Η Δύση οφείλει να σταματήσει να παίζει το παιχνίδι της αμέλειας και να αναλάβει τις ευθύνες της με συνέπεια και θάρρος. Γιατί η πραγματική απελευθέρωση δεν έρχεται με πυραύλους ή διπλωματικά χαμόγελα, αλλά με σταθερή στήριξη, σεβασμό και δικαιοσύνη.

Τι μπορούμε να κάνουμε;

Παρά την ακραία καταπίεση, οι Αφγανές γυναίκες και οι οργανώσεις τους συνεχίζουν να αγωνίζονται. Μη κυβερνητικές οργανώσεις, ακτιβίστριες, εκπαιδεύτριες και επαγγελματίες προσπαθούν να διατηρήσουν ζωντανή τη φλόγα της ελευθερίας, εκπαιδεύοντας κρυφά, παρέχοντας υποστήριξη σε θύματα βίας και προβάλλοντας την κατάσταση διεθνώς.

Η διεθνής κοινότητα πρέπει να στηρίξει αυτούς τους αγώνες με πολιτική πίεση, οικονομική βοήθεια και νομική στήριξη, ώστε η αδικία να μην γίνει μόνιμο καθεστώς.

Κάθε πολίτης που ενδιαφέρεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα οφείλει να αναλάβει δράση. Η πίεση προς τις κυβερνήσεις να υποστηρίξουν τις αποφάσεις του ΟΗΕ για την κωδικοποίηση του εμφύλου απαρτχάιντ, η ενίσχυση και προβολή αφγανικών οργανώσεων για γυναίκες και κορίτσια, η υποστήριξη νομικών πρωτοβουλιών σε διεθνές επίπεδο για τη λογοδοσία των Ταλιμπάν και η οικονομική στήριξη σε φορείς που βοηθούν τις Αφγανές γυναίκες, είναι μερικά από τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας.

Μόνο με συντονισμένη και συνεπή δράση μπορεί να υπάρξει αντίσταση σε αυτό το σκοτάδι της καταπίεσης και να δοθεί φωνή σε όσες έχουν στερηθεί τη δυνατότητα να ορίζουν τη ζωή τους.


Γυναικεία ζήλια: Όταν γίνεται τοξική + πώς να ζηλέψεις σωστά

Παρασκευή σημαίνει νέο επεισόδιο "Έχεις Δυο Λεπτά;" και αυτή τη φορά, η συζήτηση ξεκινά από τη ζήλια - όχι ως κατινιά, αλλά ως σύνθετο ανθρώπινο συναίσθημα.


ΑΠΟΡΡΗΤΟ