Στροφή των μεγάλων θεσμικών επενδυτών σε ρευστά διαθέσιμα παρατηρείται το τελευταίο διάστημα, καθώς αρκετοί διαχειριστές εκτίμησαν πως οι μετοχές σε αρκετές περιπτώσεις βρέθηκαν σε υπερτιμημένα επίπεδα, κάτι που αποτυπώθηκε και στη μερική διόρθωση των αγορών τις τελευταίες ημέρες.
Σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της Bank of America Merrill Lynch, μεταξύ 239 θεσμικών επενδυτών από όλο τον κόσμο με συνολικά υπό διαχείριση κεφάλαια 674 δισ. δολαρίων, το ποσοστό των χαρτοφυλακίων που αύξησαν τις θέσεις τους σε μετρητά βρέθηκε κοντά στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δύο ετών. Αυτό βέβαια σημαίνει σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές πως η ρευστότητα αυτή θα μπορούσε να επανατοποθετηθεί αν η πρόσφατη μικρή διόρθωση θεωρείται ευκαιρία αγορών.
Σύμφωνα με την έρευνα της Bank of America Merrill Lynch, ποσοστό 62% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι η παγκόσμια οικονομία θα βελτιωθεί τους επόμενους 12 μήνες, ενώ το 44% βλέπει αύξηση και των εταιρικών κερδών. Επίσης, το 66% περιμένει την άνοδο των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων στους επόμενους 12 μήνες, ενώ το 40% των διαχειριστών εκτιμά ότι οι μετοχές αξίας θα υπεραποδώσουν έναντι των μετοχών ανάπτυξης.
Τοποθετήσεις


Το ποσοστό των διαχειριστών επενδυτικών χαρτοφυλακίων που θεωρεί πάντως τις μετοχές υπερτιμημένες, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, βρέθηκε στα υψηλότερα επίπεδα από τον Ιούλιο του 2000, με τους επαγγελματίες των επενδύσεων να ευνοούν το τελευταίο διάστημα μεταξύ άλλων τοποθετήσεις σε ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Για τους αναλυτές η άνοδος των ριψοκίνδυνων αξιών ήταν απόρροια της πολιτικής των κεντρικών τραπεζών που «μαγείρεψαν» τις αγορές με θεαματικό τρόπο. Ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι κατάφερε μάλιστα να το κάνει φτηνά, χωρίς να τοποθετήσει χρήματα στο πρόγραμμα ΟΜΤ για να στηρίξει τη δέσμευσή του πως θα κάνει «ό,τι χρειάζεται» για να σώσει το ευρώ. Παράλληλα προώθησε το carry trade με τις τράπεζες να δανείζονται φτηνά από την ΕΚΤ για να αγοράσουν κρατικά ομόλογα ευρωζώνης –και έτσι προέκυψαν οι εντυπωσιακές αποδόσεις για την Ισπανία, την Ιρλανδία και άλλους.
Στις ΗΠΑ, τη Βρετανία και την Ιαπωνία η προσφυγή στην ποσοτική χαλάρωση πέτυχε πυροδοτώντας το ενδιαφέρον των επενδυτών για ανάληψη κινδύνου –ακόμη και αν ο αντίκτυπός της στην πραγματική οικονομία δεν εντυπωσιάζει. Και οι αποτιμήσεις των χρηματιστηριακών αγορών αντικατοπτρίζουν αυτά τα ταχυδακτυλουργικά, σχολίαζε η «FT». Παράλληλα, η συνύπαρξη της ισχυρής ζήτησης τόσο για ασφαλείς όσο και για ριψοκίνδυνους τίτλους δεν είναι σύμπτωση. Οπως έγινε και πριν από το 2008, τα χαμηλά ονομαστικά και πραγματικά επιτόκια οδήγησαν τους επενδυτές σε αναζήτηση απόδοσης.
Χαλάρωση


Για την Deutsche Bank η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τελικά θα ακολουθήσει περαιτέρω χαλάρωση στους μήνες που έρχονται, ξεκινώντας πιθανότατα από την αγορά ιδιωτικών assets (private QE) κατά το β’ εξάμηνο του έτους. Από την άλλη πλευρά, το bull market (ανοδική αγορά) της Wall Street αναμένεται να ξεμένει από οξυγόνο, καθώς η Federal Reserve θα δώσει τέλος στο πρόγραμμα τυπώματος χρήματος.
Για τη Saxo Bank η κατάσταση στην παγκόσμια οικονομία παραμένει ιδιαίτερα ρευστή. Οι πέντε πιο ευάλωτες χώρες (Νότια Αφρική, Βραζιλία, Ινδία, Ινδονησία και Τουρκία), οι οποίες έγιναν πλέον οκτώ με την προσθήκη της Αργεντινής, της Ρωσίας και της Χιλής, επιδιώκουν να ανακτήσουν την ισορροπία τους, καθώς ο περιορισμός του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) άσκησε πτωτικές πιέσεις στα νομίσματά τους. Αυτό τις οδήγησε στην εφαρμογή αυστηρότερων δημοσιονομικών πολιτικών και κατ’ επέκταση στην ανάσχεση της ανάπτυξης.
Ανισορροπίες


Ωστόσο, πολλές χώρες προσπαθούν να ακολουθήσουν την ίδια πολιτική ταυτόχρονα –δηλαδή, να υποτιμήσουν το νόμισμά τους και να αυξήσουν τις εξαγωγές τους -, με αποτέλεσμα να αναμένεται συρρίκνωση της ανάπτυξης, σε συνδυασμό με την πιστωτική επέκταση των προηγούμενων ετών. Οπως τονίζει ο Steen Jakobsen, επικεφαλής οικονομολόγος και επικεφαλής Επενδύσεων της Saxo Bank, «ήμασταν τόσο προσηλωμένοι στο να σώσουμε τον κόσμο, τις τράπεζες και το πολιτικό σύστημα, που αγνοήσαμε εντελώς τους ανθρώπους, την εκπαίδευση, τις υποδομές, την καινοτομία και την τεχνολογία.

Δεν είναι οι ευρωεκλογές που θα καθορίσουν την τύχη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αλλά το πώς αντιδρούν οι πολιτικοί στην ύφεση και στις ανισορροπίες που αυτή προκαλεί στην παγκόσμια οικονομία».
Επιπλέον, όπως εκτιμά, η Ευρώπη αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη εκλογική πρόκληση από τη δεκαετία του 1970, καθώς η απόκλιση των απόψεων ανάμεσα στους ψηφοφόρους και τους πολιτικούς είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Στις επερχόμενες εκλογές του Μαΐου αναμένει από τους ευρωσκεπτικιστές να καταλάβουν ένα μεγάλο μέρος των εδράνων του Ευρωκοινοβουλίου. Αν οι Βρυξέλλες αφουγκραστούν τον παλμό του κόσμου, ίσως υπάρχει μια ελπίδα. Παράλληλα, ενώ φαίνεται ότι οι οικονομίες της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας βελτιώνονται, στην πραγματικότητα αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μεταφορά των προβλημάτων από αυτές τις χώρες του Νότου προς τη Γαλλία και σύντομα τη Γερμανία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ