Η προσέλκυση επενδύσεων και η αύξηση του κύκλου εργασιών ώστε να αντισταθμιστούν οι απώλειες των τελευταίων χρόνων από τη συρρίκνωση της φαρμακευτικής αγοράς λόγω του μνημονίου αποτελούν μονόδρομο για τις ελληνικές εταιρείες του κλάδου.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΦΑΜΑΡ του ομίλου Μαρινόπουλου εξασφάλισε ένα ακόμη συμβόλαιο με την GlaxoSmithKline για τη συσκευασία τεσσάρων επιπλέον μη συνταγογραφούμενων προϊόντων στις εγκαταστάσεις της ελληνικής εταιρείας σε Ανθούσα και Αυλώνα. Πρόκειται για τετραετή συμφωνία, αξίας 2,2 εκατ. ευρώ, που θα δημιουργήσει 30 νέες θέσεις εργασίας,
Ειδικότερα, η ΦΑΜΑΡ θα αναλάβει τη διαδικασία συσκευασίας (secondary packaging), εκτός του Panadol που ήδη συσκευάζεται στη χώρα, ακόμη τεσσάρων προϊόντων και συγκεκριμένα των NiQuitin Lozenge, NiQuitin Patch, Breathe Right και Alvedon.
Η παραγωγική δραστηριότητα


Πλέον, η ετήσια παραγωγή μη συνταγογραφούμενων προϊόντων της GSK Consumer Healthcare στην Ελλάδα προβλέπεται να φτάσει τα 12.500.000 εκατ. τεμάχια, 98% των οποίων θα εξάγονται σε 32 χώρες παγκοσμίως.
Η συνεργασία αυτή ενισχύει το εμπορικό ισοζύγιο των ελληνικών εξαγωγών και καθιστά την Ελλάδα Κέντρο Παραγωγής (production Hub) για τις διεθνείς αγορές. Η έναρξη της παραγωγής αναμένεται περίπου στα τέλη του 2013 μετά την ολοκλήρωση της δοκιμαστικής περιόδου και της εύρυθμης λειτουργίας των γραμμών παραγωγής στα εργοστάσια της ΦΑΜΑΡ στον Αυλώνα και στην Ανθούσα.
Η ΦΑΜΑΡ ιδρύθηκε το 1949 και σήμερα αποτελεί τον βιομηχανικό βραχίονα του ομίλου Μαρινόπουλου, αφού όλες οι άλλες δραστηριότητες του γκρουπ έχουν εμπορικό χαρακτήρα.
Η εταιρεία παράγει για λογαριασμό τρίτων φάρμακα και καλλυντικά, τα αποθηκεύει και τα διανέμει. Μπορεί να ιδρύθηκε το 1949 αλλά η αναπτυξιακή της πορεία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990. Με την είσοδο της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την άρση του προστατευτισμού οι πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες έκριναν ότι η διατήρηση παραγωγικής βάσης στην Ελλάδα δεν τους προσδίδει σημαντικά οφέλη και έψαχναν να συνεργαστούν με τοπικούς επιχειρηματίες, οι οποίοι θα αναλάμβαναν για λογαριασμό των πολυεθνικών τη συνέχιση της παραγωγικής δραστηριότητας.
Η ΦΑΜΑΡ δεν έχασε την ευκαιρία και στηριζόμενη στην οικονομική ευρωστία της οικογένειας Μαρινόπουλου εξαγόρασε τα εργοστάσια της Ciba – Geigy, της Pfizer, της Roche, της Squiz και της Santoz.
Ουσιαστικά η ελληνική εταιρεία αγόραζε κτίρια, εξοπλισμό, αναλάμβανε το προσωπικό με όλες τις υποχρεώσεις προς αυτό και εξασφάλιζε ένα μακροχρόνιο συμβόλαιο συνεργασίας με την πολυεθνική στην οποία ανήκε το εργοστάσιο. Η οικογένεια Μαρινόπουλου στις αρχές της δεκαετίας του 2000 πήρε την απόφαση να επεκταθεί και στον ευρωπαϊκό χώρο με σειρά εξαγορών με αποτέλεσμα σήμερα να διαθέτει 11 εργοστάσια. Τέσσερα στην Ελλάδα (Ανθούσα, Αλιμος και δύο στον Αυλώνα) και επτά στο εξωτερικό (τέσσερα στη Γαλλία και από ένα σε Ισπανία, Ιταλία και Ολλανδία). Απασχολεί 3.200 άτομα, εκ των οποίων 1.200 στην Ελλάδα.
Στόχος πωλήσεις 430 εκατ. ευρώ


Ο διευθυντής ανάπτυξης του ομίλου ΦΑΜΑΡ κ. Κυριάκος Κανσός αναφέρει: «Η παραγωγική δυναμικότητα της ΦΑΜΑΡ φθάνει τα 700 – 770 εκατ. τεμάχια τον χρόνο. Παράγουμε για 150 πελάτες και το 2013 στόχος μας είναι οι πωλήσεις να διαμορφωθούν στα 430 εκατ. ευρώ».
Χαρακτηριστικό της ραγδαίας ανάπτυξης της ΦΑΜΑΡ που διοικείται από τον κ. Πάνο Μαρινόπουλο είναι ότι το 1990 είχε παραγωγική δυναμικότητα 48 εκατ. κουτιά και 240 άτομα προσωπικό.

H ΦΑΜΑΡ δεν κάνει μόνο φασόν, αλλά λειτουργεί και ως Contract Manufacturer. Αγοράζει δηλαδή αυτή τις πρώτες ύλες και τα υλικά, παράγει το τελικό προϊόν και το πωλεί στην πολυεθνική εξασφαλίζοντας καλύτερα περιθώρια κέρδους. Ο φασονατζής τροφοδοτείται από την πολυεθνική και με τις πρώτες ύλες, οπότε τα περιθώρια κέρδους είναι μικρότερα.

Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 4 Οκτωβρίου 2013

HeliosPlus