H ένταξη της ελληνικής οικονομίας στην ΟΝΕ και η ταυτόχρονη συμμετοχή της στην κυκλοφορία του ευρώ απετέλεσαν καταλυτικά γεγονότα για την πρόοδο και την ανάπτυξη της χώρας. Χωρίς μείωση των τόκων δεν θα μπορούσαμε να χρηματοδοτήσουμε νέες υποδομές, και να έχουμε τόση ανάπτυξη. Χωρίς ανάπτυξη δεν θα μπορούσε να αυξηθεί η απασχόληση. Χωρίς τα χαμηλά επιτόκια του ευρώ δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν εκτεταμένα στεγαστικά προγράμματα για τα φτωχά νοικοκυριά. H ένταξη της οικονομίας στην ΟΝΕ και η κυκλοφορία του ευρώ όχι μόνο δεν απετέλεσε υποδεέστερη επιλογή απέναντι σε μια άλλη αυτόνομη και δήθεν πιο «φιλοκοινωνική» νομισματική πολιτική, αλλά αντίθετα διαμόρφωσε τη βάση για την οικοδόμηση μιας σύγχρονης και πιο ευημερούσας οικονομίας, χωρίς τους κλυδωνισμούς και την αστάθεια που χαρακτήριζαν το παρελθόν. Το ιστορικό αυτό γεγονός σήμανε το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, στη διάρκεια της οποίας η ελληνική οικονομία χαρακτηριζόταν από υψηλό πληθωρισμό και συνεχή διάβρωση των πραγματικών μισθών και συντάξεων.


Δυστυχώς την ίδια την κυκλοφορία του ευρώ οι καταναλωτές την υποδέχθηκαν με ανάμεικτα αισθήματα όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα στη Νότια Ευρώπη. Από τη μία αισθάνθηκαν αυτοπεποίθηση ότι έχουν ένα νόμισμα που αντέχει στις διεθνείς αναταραχές και εγγυάται την αγοραστική αξία χωρίς τον φόβο της υποτίμησης και του μεγάλου πληθωρισμού. H πιο μεγάλη οικονομική αγωνία των ελληνικών νοικοκυριών τα τελευταία τριάντα χρόνια ήταν ότι η δραχμή αργά ή γρήγορα θα έχανε την αξία της και γι’ αυτό άλλοι κυνηγούσαν το ξένο συνάλλαγμα, άλλοι έτρεχαν να αγοράσουν πράγματα που ίσως δεν χρειάζονταν και άλλοι να βγάλουν τα χρήματά τους έξω, στερώντας έτσι τη χώρα από επενδύσεις και μειώνοντας τις δυνατότητες του τόπου. Τα πλεονεκτήματα του ευρώ φάνηκαν ιδιαιτέρως έντονα κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ το 2003, όταν παρά τη διεθνή κερδοσκοπία στο πετρέλαιο το ευρώ όχι μόνο δεν λύγισε, αλλά ανέβηκε έναντι του δολαρίου.


Από την άλλη όμως διακατέχονται από δυσφορία γιατί πολλοί έμποροι και καταστηματάρχες είδαν το νέο νόμισμα σαν μια ευκαιρία να «σπρώξουν» τις τιμές προς τα πάνω και να κερδοσκοπήσουν σε βάρος τους.


H φυσική κυκλοφορία του ευρώ προκάλεσε δύο αντίθετα φαινόμενα στη διαμόρφωση των τιμών στις περισσότερες χώρες της ευρωζώνης: από τη μία μεριά επέτρεψε την εύκολη σύγκριση των τιμών από καταναλωτές που μπορούσαν να επιλέγουν τι θα πάρουν από διαφορετικές αγορές και αυτό οδήγησε σε έναν διευρωπαϊκό ανταγωνισμό και μείωση των τιμών σε πολλά είδη που υπόκεινται σε αυτή την ανταγωνιστική σύγκριση. Ετσι παρατηρείται μείωση ή παρατεταμένη συγκράτηση των τιμών στις ηλεκτρικές συσκευές, τα αυτοκίνητα, τα ξενόγλωσσα βιβλία, τα ξενοδοχεία διακοπών και αρκετά άλλα αγαθά και υπηρεσίες, ιδιαίτερα μάλιστα αυτά που διαφημίζονται και είναι εμπορεύσιμα στο Internet. Από την άλλη όμως παρατηρήθηκε μια εκτεταμένη κερδοσκοπία σε πολλά μικρά, αλλά καθημερινής χρήσεως, αγαθά στα οποία οι καταστηματάρχες έσπρωξαν τις τιμές προς τα πάνω εκμεταλλευόμενοι και την απειρία του καταναλωτή στον χειρισμό ενός νέου νομίσματος, αλλά και την αμηχανία πολλών να αφήσουν μικρά κέρματα για ορισμένες υπηρεσίες που θεωρούν ότι πρέπει να είναι κάπως «χουβαρντάδες» (από το πάρκινγκ και το φιλοδώρημα ως το κερί στην εκκλησία). Το φαινόμενο της κερδοσκοπικής στρογγυλοποίησης οφείλεται εν μέρει στον ίδιο τον σχεδιασμό του ευρώ και εν μέρει στην ψυχολογική αυταπάτη κάποιου που αντικρίζει υποτιμητικά ένα μικρό κέρμα, αλλά εντυπωσιάζεται από ένα χαρτονόμισμα ίσης αξίας.


Ο σχεδιασμός του ευρώ είχε δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά που συνετέλεσαν στην κερδοσκοπική στρογγυλοποίηση: πρώτον, έχει μικρά κέρματα και αυτό έγινε για να χρησιμοποιούνται με ευχέρεια στους κερματοδέκτες και στους αυτόματους πωλητές που αποτελούν μια μεγάλη και διευρυνόμενη αγορά σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση, με ετήσιο τζίρο δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ. Αυτή όμως η επιλογή επέτεινε την «ψιλικατζίδικη» ψυχολογία για τα κέρματα και ήδη τα μονόλεπτα και δίλεπτα σπανίως χρησιμοποιούνται, ενώ στο Βέλγιο αποσύρθηκαν και επισήμως. Δεύτερον, η αξία του ευρώ επελέγη να είναι υψηλή για να αντιστοιχεί ένα προς ένα με το δολάριο, αλλά κανένα κράτος της ευρωζώνης δεν είχε πριν νόμισμα τόσο μεγάλης αξίας, πλην της ιρλανδέζικης λίρας (ένα πουντ ήταν 1,26 ευρώ). Αυτό έδωσε μεν ισχυρό διεθνές γόητρο στο ευρώ, αλλά δυστυχώς όξυνε το πρόβλημα του ψυχολογικού πληθωρισμού σε 11 από τις 12 χώρες της ευρωζώνης και ιδιαίτερα βέβαια στην Πορτογαλία, στην Ελλάδα και στην Ιταλία, που είχαν και τα νομίσματα με τη μικρότερη αξία. H Ιρλανδία είναι ίσως η μόνη χώρα που όχι μόνο δεν υπέστη τη στρογγυλοποίηση προς τα κάτω, αλλά οι καταναλωτές μάλλον ωφελήθηκαν από την αριθμητική μεγέθυνση των τιμών όταν αυτές μετατράπηκαν σε ευρώ.


Το θέμα βεβαίως είναι τι μπορεί να γίνει σήμερα για να ανατρέψει την κερδοσκοπική στρογγυλοποίηση και να περιορίσει την ακρίβεια. Μια κατεύθυνση είναι οι έλεγχοι και οι δημόσιες ανακοινώσεις, ιδιαίτερα στην τηλεόραση, για το πώς διαμορφώθηκαν οι τιμές τα πέντε τελευταία χρόνια σε μικρά καθημερινά είδη και να ενθαρρύνεται ο καταναλωτής να μην ενδίδει στους εκβιασμούς της στρογγυλοποίησης. Δεύτερον, να σκεφθούμε σοβαρά τη μετονομασία των λεπτών σε σεντς, τα οποία θα αναφέρονται ως ιδιαίτερο νόμισμα και όχι ως δεκαδική υποδιαίρεση του ευρώ. Να μη λέμε για λόγους ταμειακής απλοποίησης 1,56 ευρώ, αλλά ένα ευρώ και 56 σεντς, πράγμα που θα μειώσει κάπως την ψυχολογία της στρογγυλοποίησης και θα θυμίζει ότι η δραχμή είναι πλησιέστερη με τα σεντς και όχι με τα ευρώ. Παράλληλα να κινητοποιηθούμε μαζί με τους πολίτες άλλων χωρών, ιδίως της Νότιας Ευρώπης, για το χάρτινο ευρώ.


Πέρα όμως από τις τεχνικές και ψυχολογικές άμυνες εναντίον της κερδοσκοπικής στρογγυλοποίησης, υπάρχει το πολιτικό θέμα της στασιμότητας του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, της περιορισμένης ρευστότητας στην αγορά και των απειλών συρρίκνωσης και εξαφάνισης των μικρομεσαίων ελληνικών επιχειρήσεων. Αυτό τις κάνει πολλές φορές να ενδίδουν στην κερδοσκοπία ως ένα περιστασιακό σωσίβιο, αγνοώντας ότι έτσι πνίγουν τον φτωχό καταναλωτή και χειροτερεύουν και τη δική τους προοπτική. Για να ξεπεραστεί αυτός ο φαύλος κύκλος κερδοσκοπίας και ύφεσης, χρειάζεται μια άλλη οικονομική πολιτική που προάγει συμμετρικά την ανάπτυξη, τα εισοδήματα των νοικοκυριών και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων χωρίς κερδοσκοπικά κόλπα σε βάρος των πολιτών.


O κ. N. Χριστοδουλάκης είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ.