Αναγνώστες της στήλης μού γράφουν συχνά προκειμένου να μου εκφράσουν την απορία τους για τη διάχυτη απαισιοδοξία που αποπνέουν οι αναλύσεις και γενικά οι εκτιμήσεις που διατυπώνω για την πορεία της οικονομίας μας. Αν και οι μετρήσεις του κλίματος που επικρατεί μεταξύ των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων για τις προοπτικές των οικονομικών τους επιβεβαιώνουν πλήρως τις εκτιμήσεις μου, εν τούτοις οι αναγνώστες δικαιολογείται απόλυτα να βρίσκονται σε σύγχυση γιατί τα μηνύματα που προβάλλουν με τις δηλώσεις τους οι κυβερνητικοί παράγοντες και τα κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν αφήνουν περιθώρια για αμφιβολίες για την εύρωστη πορεία της ελληνικής οικονομίας. Ως εκ τούτου, ξεκινώντας από σήμερα έκρινα σκόπιμο να παρουσιάσω σε μια σειρά άρθρων τους οικονομικούς δείκτες που συμβουλεύομαι προκειμένω να παρακολουθώ την πορεία της οικονομίας μας και την πρόοδο που κάνουμε για να κερδίσουμε το μεγάλο στοίχημα της πραγματικής σύγκλισης μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Οπότε στο τέλος οι αναγνώστες θα μπορούν από μόνοι τους να βγάλουν τα συμπεράσματά τους και να παύσουν να παρασύρονται από τις σκοπιμότητες των κυβερνώντων.


Ενας από τους βασικούς δείκτες της πορείας της οικονομίας ενός κράτους είναι το ποσοστό των εισαγωγών που καλύπτουν οι εξαγωγές του. Ο λόγος είναι ότι ο δείκτης αυτός μετράει πολύ καλά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας περί της οποίας πρόκειται. Στο πινακίδιο λοιπόν πιο κάτω έχω παραθέσει ανά πενταετία από το 1960 την εξέλιξη δύο σχετικών δεικτών για την Ελλάδα. Ο ένας δείκτης είναι το ποσοστό των εισαγωγών που καλύπτουν οι εξαγωγές εμπορευμάτων και ο δεύτερος δείκτης είναι το ποσοστό των εισαγωγών που καλύπτουν οι εξαγωγές εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Τα στατιστικά στοιχεία προέρχονται από τη βάση δεδομένων των Ευρωπαϊκής Ενωσης και έχουν υποβληθεί από τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις.


Από τα στοιχεία αυτά βγαίνουν τα ακόλουθα συμπεράσματα. Πρώτον, το έτος 2000 η διεθνής ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και των υπηρεσιών της χώρας μας βρισκόταν ελαφρά πιο κάτω από το επίπεδο στο οποίο βρισκόταν το 1960. Δεύτερον, η καλύτερη δεκαετία ήταν η δεκαετία του 1970 γιατί μέσα σε διάστημα δέκα ετών οι εξαγωγές εμπορευμάτων και υπηρεσιών έφθασαν να καλύπτουν το 100% των εισαγωγών. Μάλιστα, έχει σημασία να παρατηρήσουμε ότι αυτή η έκρηξη της ανταγωνιστικότητας προήλθε όχι τόσο από τις εξαγωγές υπηρεσιών αλλά από τις εξαγωγές εμπορευμάτων. Τρίτον, από το 1980 και μετά η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων μας συνεχώς μειώνεται και δείχνει να σταθεροποιείται σε επίπεδα ελαφρώς κατώτερα του 1960 μόνο χάρη στις εξαγωγές υπηρεσιών. Τέταρτον, από το 1990 ως το 1995, δηλαδή κατά τη διάρκεια του νεοδημοκρατικού διαλείμματος εξουσίας, η πτωτική πορεία των δεικτών ανακόπηκε, ενώ έκτοτε δεν έγινε καμία πρόοδος ώστε να μη χειροτερέψει η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων μας.


Το συμπέρασμα που βγάζω από τα πιο πάνω δεδομένα είναι ότι αφού μας πήρε 40 χρόνια για να ξαναγυρίσουμε, από την άποψη της διεθνούς μας ανταγωνιστικότητας, στο 1960, σίγουρα κάτι δεν πάει καλά. Για μένα απολύτως υπεύθυνη είναι η οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε την τελευταία 20ετία και βρίσκεται ακόμη σε ισχύ με κάποια φτιασιδώματα. Αν λοιπόν υπάρχει αντίλογος, περιμένω να τον ακούσω.


Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών.