Ηταν στραβό το κλίμα, το ‘φαγε κι ο γάιδαρος. Το γνωρίζαμε, έστω και αν δεν το ανεγνώριζε δημοσίως το ΥΠΕΘΟ. Οι στόχοι της χρονιάς στα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη της οικονομίας ήταν εξ αρχής εξωπραγματικοί. Και τα αποτελέσματα το απέδειξαν. Αν εξαιρέσουμε την εκτέλεση του προϋπολογισμού, που μόνο το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους γνωρίζει την πραγματικότητα, όλοι οι υπόλοιποι, όπως ανάπτυξη, πληθωρισμός, απασχόληση, παραγωγικότητα, είτε ως προοπτικές είτε ως στόχοι, ήταν υπερβολικά αισιόδοξοι. Φτάσαμε λοιπόν στο τέλος της χρονιάς και μαζί με αυτή φτάσαμε και στην αρχή μιας νέας περιόδου.


Το κατά πόσο μπορούμε να στηρίξουμε τις προσδοκίες μας σε έναν ανασχεδιασμό της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής σε νέες ειλικρινείς βάσεις, ο χρόνος θα δείξει. Ο νέος προϋπολογισμός έρχεται και η ρεαλιστική αποτύπωση των προοπτικών της οικονομίας μπορεί να αποτελέσει τη βάση ενός αντικειμενικού διαλόγου. Οι πρώτες εντυπώσεις, με τη ριζική αναθεώρηση του ρυθμού ανάπτυξης, που προσγειώθηκε αισίως στο 3,8% από το προηγούμενο 4,6%, είναι μια καλή αρχή. Ας δεχτούμε λοιπόν το αισιόδοξο σενάριο και ας πιστέψουμε ότι η περίοδος του χαμόγελου, όχι της Τζοκόντας, αλλά του ανθρώπου που γελά, πέρασε ανεπιστρεπτί.


Δεν έφταναν όμως όλες μας οι ανασφάλειες, το έβαλαν και για να το βλέπουμε. Ενα «ημερόμετρο» στην Πανεπιστημίου έξω από την Τράπεζα της Ελλάδος και ένα δεύτερο στο Ολυμπιακό Στάδιο λες και έχουν αναρτηθεί για να μας υπενθυμίζουν την πραγματικότητα. Σε τόσες ημέρες λέει το ένα έρχεται το ευρώ. Σε τόσες ημέρες λέει το άλλο αρχίζουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Δεν ξέρω γιατί, αλλά και τα δύο με τρομάζουν. Μου θυμίζουν την εποχή που έγραφα διαγωνίσματα και έβαζα πάνω από το γραφείο μου τις ημέρες που μου είχαν απομείνει. Εχουμε τη δυνατότητα να συντονίσουμε τις διαδικασίες για να φτιάξουμε έναν μη παραχαραγμένο προϋπολογισμό, όπως αυτόν που είδαμε στο πρόσφατο προσχέδιο ή σε κάποιους του παρελθόντος; Οι εντυπώσεις είναι θετικές και είναι λογικό να περιμένουμε τα πρώτα κείμενα. Εχουμε τη δυνατότητα να ανακοινώσουμε τις πραγματικές αδυναμίες της οικονομίας μας μέσα στα νέα θεσμικά και διοικητικά δεδομένα της ΟΝΕ ή θα συνεχίσουμε να κλαψουρίζουμε στους διαδρόμους της ΕΕ για απαλλαγές και συγχωροχάρτια για τις εταιρείες του Δημοσίου; Δεν αισιοδοξώ όταν βλέπω να θριαμβολογούμε για ασήμαντες και πιθανά ως και εφήμερες για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας οριζόντιες συγχωνεύσεις. Το ότι το τραπεζικό σύστημα και η οργάνωσή του οδηγούσαν νομοτελειακά σε συρρίκνωση του αριθμού των τραπεζών και διαφορετική διασπορά των μεριδίων μετά την είσοδο στο ευρώ ήταν απλό επακόλουθο του ανοίγματος της τραπεζικής αγοράς. Θα συνεχίσουμε αμέτοχοι να παρακολουθούμε την παραγωγικότητα να συρρικνώνεται και μαζί μ’ αυτή την αποτελεσματικότητα του συστήματος; Γνωρίζουμε, και πολλοί από αυτούς που έχουν αναλάβει σημαντικές ευθύνες τα έγραφαν κάποτε, ότι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της εθνικής παραγωγής οφείλεται στο υπέρβαρο κόστος συναλλαγών που δημιουργεί το ελληνικό Δημόσιο με την αναποτελεσματικότητά του. Είναι προφανές ότι η λύση δεν είναι τα Πακέτα. Αλλωστε αυτά είναι παλαιά και άλλα καινούργια. Αλλα είναι, κατά τη γνώμη μου, τα θέματα που δεν μας απασχολούν και όμως μας αφορούν άμεσα. Είναι η επερχόμενη παγκόσμια οικονομική ύφεση, οι μετακινήσεις εργατικού δυναμικού και οι επιπτώσεις τους στην ανεργία, η επιβάρυνση της εθνικής ανταγωνιστικότητας από την αναποτελεσματική δημόσια διοίκηση, η χαμηλή απόδοση της επιβολής των νόμων και η διάχυση της ανασφάλειας σε ένα ήδη επιβαρημένο, από τα διεθνή, εθνικό περιβάλλον. Στην αρχή του σχολίου μιλήσαμε για την ευκαιρία μιας νέας αρχής. Αν συμφωνούμε ότι έχουμε μείνει δραματικά πίσω, τότε ας αναλογιστούμε πώς θα επιταχύνουμε τις διαδικασίες σε ένα φοβισμένο περιβάλλον. Απαιτείται αναμφίβολα τέχνη. Απαιτείται όμως και συγκέντρωση σε λίγους και σημαντικούς στόχους.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.