Οι θέσεις κυβερνήσεως και κοινωνικών εταίρων αναφορικώς προς τις ενδεικνυόμενες αλλαγές του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της αγοράς εργασίας εκφράζουν αναμφιβόλως πρόοδο αλλά ταυτοχρόνως αποκαλύπτουν δύο τινά: α) εμφανή αδυναμία αποκολλήσεως από νοοτροπίες και προσεγγίσεις που ίσως να είχαν λόγω υπάρξεως σε προγενέστερες εποχές ή εν πάση περιπτώσει να υπήρχε πραγματιστική βάση για κοινωνική ανοχή γι’ αυτές· β) απουσία μακροπροθέσμου θεωρήσεως των προβλημάτων που συνδέονται με την αγορά εργασίας.


Εν πρώτοις, πρέπει να διατυπωθούν σε γενικούς όρους ορισμένες παρατηρήσεις για τις θέσεις κυβερνήσεως και κοινωνικών εταίρων:


Πρώτον, έχει δίκιο η κυβέρνηση όταν αναφέρεται σε σειρά εξελίξεων και παρεμβάσεων που λειτουργούν εξυγιαντικά για τις επιχειρήσεις (μείωση φόρου επί των κερδών, μείωση των επιτοκίων, μείωση εργοδοτικών εισφορών για αμοιβές ως 200.000 δρχ. και υποδομές). Θα μπορούσε να αναφέρει και την πρωτοφανή μεταφορά αποταμιεύσεων από τα νοικοκυριά στις επιχειρήσεις μέσω της χρηματιστηριακής φούσκας, για τη δημιουργία της οποίας η ίδια και η εκ του πονηρού συνεργασία των τραπεζών έχουν μεγάλη ευθύνη. Αυτό που δεν αναφέρεται εν προκειμένω είναι ότι για την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ υπέβαλε σε μεγάλη δοκιμασία και εξασθένηση την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής με την έμφαση που έδωσε στην υπερτιμημένη δραχμή.


Δεύτερον, είναι παρωχημένης και εκτός πραγματικότητας η αντίληψη της ηγεσίας της ΓΣΕΕ ότι στη σύγχρονη εποχή και στο οικονομικοπολιτικό περιβάλλον, το οποίο ορθώς επέλεξε η χώρα για τη λειτουργία της οικονομίας της, είναι εφικτό τα συμφέροντα εργαζομένων και επιχειρήσεων να βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους. Σε ένα εντόνως ανταγωνιστικό περιβάλλον η επιβίωση και ανάπτυξη των επιχειρήσεων δεν είναι δυνατή χωρίς ποιότητα και κόστος παραγωγής που μπορούν να κοιτάξουν κατάματα τα προϊόντα των ανταγωνιστών. Θέσεις εργασίας και αμοιβές περνούν μέσα από τη δημιουργία και την επέκταση των επιχειρήσεων. Είναι δε οι επιχειρήσεις που μπορούν να κρίνουν καλύτερα τις επιπτώσεις διαφόρου βαθμού ευελιξιών στην αγορά εργασίας πάνω στην ανταγωνιστικότητα και βιωσιμότητα της επιχειρήσεως, η οποία και εξασφαλίζει θέσεις εργασίας και εισοδήματα.


Τρίτον, ο ΣΕΒ διατυπώνοντας την επαναλαμβανόμενη θέση του θεωρεί ότι ο όρος ανταγωνιστικότητα αφορά μόνο τη βιομηχανική παραγωγή και τις βιομηχανικές εξαγωγές. Θέση που βρίσκεται σε οξεία αντίθεση με την πραγματικότητα τόσο από στατική όσο και κυρίως από δυναμική θεώρηση.


Καθ’ όσον αφορά τα επί μέρους ζητήματα παρατηρούμε τα ακόλουθα:


α) Είναι ορθή (επειδή είναι επαρκής) η θέση του υπουργείου Εργασίας για τα όρια των απολύσεων. Μια επιχείρηση με 200 απασχολουμένους έχει την ευχέρεια απολύσεως 48 ατόμων τον χρόνο, δηλαδή 24% του απασχολούμενου εργατικού δυναμικού. Θα ήταν κακόπιστο να αντιπροτείνει κανείς ότι το ποσοστό αυτό δεν είναι αρκετό, με εξαίρεση ακραίες καταστάσεις που ούτως ή άλλως επιβάλλονται αφ’ εαυτών.


β) Εντύπωση προκαλεί η αγνόηση από όλους τους μετέχοντες στον διάλογο του πολύ σοβαρού ζητήματος της αποζημιώσεως των απολυομένων, το οποίο δεν θίγεται ως πρόβλημα ούτε καν με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Σημειωτέον ότι το κόστος των απολύσεων καταλαμβάνει καίρια θέση διεθνώς στις συζητήσεις περί απελευθερώσεως της αγοράς εργασίας και εφαρμογής πολιτικών μειώσεως της ανεργίας κατά βιώσιμο τρόπο. Η εμπειρία από τις ανεπτυγμένες χώρες δείχνει ότι το χαμηλό κόστος απολύσεων (όπως και η χαμηλή φορολογία) συμβάλλει στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.


γ) Η μείωση των εργοδοτικών εισφορών είναι σημαντικό μέτρο, αν και ποσοτικώς ανεπαρκές ως κίνητρο προσλήψεως προσωπικού σε θέσεις που δεν απαιτούν ιδιαίτερα προσόντα. Κακώς ο ΣΕΒ το συνδέει με τους ήδη απασχολουμένους και κάκιστα το θεωρεί επουσιώδους σημασίας. Το μέτρο αυτό αφορά δεκάδες χιλιάδες, ίσως και εκατοντάδες χιλιάδες, μη προσοντούχο εργατικό δυναμικό, και μάλιστα σε κλάδους με έντονο διεθνή προσανατολισμό και γνωστά συγκριτικά πλεονεκτήματα.


δ) Καθ’ όσον αφορά το ευέλικτο ωράριο, τη μερική απασχόληση και την υπερεργασία η κυβέρνηση διολισθαίνει σε κρατικιστική προσέγγιση, από την οποία τίποτε δεν έχει να ζηλέψει η προ ΟΝΕ εποχή! Οι μόνες ορθές θέσεις εν προκειμένω είναι οι διατυπούμενες από τον ΣΕΒ. Οι νέες βιώσιμες θέσεις εργασίας δεν δημιουργούνται δι’ επιταγής αλλά μέσα από την ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας, προς τις επιταγές της οποίας οφείλει το θεσμικό πλαίσιο να προσαρμοσθεί.


ε) Αποτελεί λανθασμένη προσέγγιση η χωρίς όρους ασφαλιστική κάλυψη των μακροπροθέσμως ανέργων. Ο άνεργος οφείλει να προσαρμόσει τις προσδοκίες του και τις φιλοδοξίες του στις συνθήκες της αγοράς. Αν η προσαρμογή αυτή αποβεί άκαρπη, τότε μόνο είναι θεμιτό η κοινωνία να εκφράσει την εν προκειμένω αλληλεγγύη της.


Συμπερασματικώς, θεωρούμε ότι η προσέγγιση που επιχειρείται για την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας είναι αποσπασματική, διστάζει να αποκολληθεί από το κρατικιστικό πνεύμα και στερείται μακροπροθέσμου θεωρήσεως των πραγμάτων. Ερωτάται σχετικώς: Γνωρίζουν οι αρμόδιοι τις επίσημες εκτιμήσεις για το εργατικό δυναμικό, βάσει των οποίων τούτο θα σημειώσει μηδενική αύξηση ως το 2010, εκτίμηση που στηρίζεται στην καθαρή εισροή 300.000 περίπου μεταναστών; Εχουν σκεφθεί ότι είναι πολύ πιθανό ως το 2010 να έχουμε περιέλθει σε κατάσταση που το εργατικό δυναμικό να είναι κύριο εμπόδιο για την οικονομική ανάπτυξη; Και έχουν συνδέσει τις σκοπούμενες πολιτικές με τις ανάγκες της παραγωγικής διαδικασίας, όπως αυτές θα έχουν τότε διαμορφωθεί; Τα ερωτήματα αυτά είναι κρίσιμα και δεν επιτρέπεται να αγνοούνται όταν σχεδιάζονται μέτρα μακράς πνοής, όπως είναι τα διαρθρωτικά. Φυσικά το κρισιμότερο των ερωτημάτων είναι κατά πόσο πιστεύουμε στην ελεύθερη οικονομία «εν όλη τη καρδία…» ημών.


Η καταπολέμηση της ανεργίας στη στρατηγική της διάσταση πρέπει να στοχεύει στην αύξηση της βιώσιμης απασχολήσεως. Οι παρεμβάσεις που εστιάζονται στην πάση θυσία μείωση της ανεργίας αντιστρατεύονται τελικώς την ανάπτυξη και τη μακροπροθέσμως βιώσιμη μείωση της ανεργίας.


Ο κ. Παναγιώτης Γ. Παυλόπουλος είναι καθηγητής, τ. υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.