Στην υπό ναζιστική κατοχή Γαλλία του 1944, η μετέπειτα διάσημη συγγραφέας Μαργκερίτ Ντιράς (1914-1996) υπήρξε, μαζί με τον άνδρα της, ήδη καταξιωμένο συγγραφέα Ρομπέρ Αντέλ, ενεργό μέλος της Αντίστασης. Ωστόσο, όταν η Γκεστάπο συνέλαβε τον Ρομπέρ, η Ντιράς αφοσιώθηκε με πάθος στο να ανακαλύψει τα ίχνη του, ακόμη και συνάπτοντας σχέση με έναν γάλλο φασίστα. Οταν ακολούθησε η απελευθέρωση της Γαλλίας, η κατοπινή συγγραφέας του «Εραστή», του «Χιροσίμα, αγάπη μου» και του «Μοντεράτο Καντάμπιλε», τον περίμενε ακόμη. Είχε γίνει δέσμια του βασανιστηρίου της απουσίας του και ζούσε καθημερινά πέρα από κάθε ελπίδα.

Από την ελπίδα στην απελπισία

Οι εμπειρίες της Ντιράς από την κατοχή στο Παρίσι συμπυκνώθηκαν σε μια συλλογή έξι διηγημάτων που κυκλοφόρησαν αρκετά καθυστερημένα, το 1985, με τον γενικό τίτλο «Η οδύνη». Υποτίθεται ότι τα διηγήματα είναι βασισμένα στα ημερολόγια που η Ντιράς κρατούσε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ωστόσο, η Ντιράς αργότερα ισχυρίστηκε ότι δεν θυμόταν τη συγγραφή του ημερολογίου, αν και οι περισσότεροι κριτικοί θεώρησαν ότι ήταν μια επιτηδευμένη απόπειρά της για να προκαλέσει σύγχυση ανάμεσα στην αυτοβιογραφία και τη μυθοπλασία.
Ενώ όμως η «Οδύνη» έχει ανεβεί διασκευασμένη στο θέατρο, ποτέ μέχρι πέρυσι δεν υπήρξε βάση κινηματογραφικής ταινίας. Γι’ αυτό και η ταινία «Η οδύνη» («La Douleur»), που πριν από λίγο καιρό έκανε την πανελλήνια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου και από την περασμένη Πέμπτη προβάλλεται κανονικά στις αίθουσες, έγινε μεγάλο θέμα πέρυσι στη Γαλλία. Ο Εμανουέλ Φινκιέλ, ο σκηνοθέτης της, επικεντρώθηκε σε δύο διηγήματα της συλλογής: στο ομότιτλο, που εκτυλίσσεται μετά την απελευθέρωση του Παρισιού τον Αύγουστο του 1944, και στο διήγημα «Rabier», που διαδραματίζεται τις τελευταίες εβδομάδες της γερμανικής κατοχής. Η κεντρική ηρωίδα, που υποδύεται σε μια άκρως εσωτερική ερμηνεία η πολύ καλή Μελανί Τιερί, μεταμορφώνεται από αντάρτισσα σε μια πόλη υπό την κατοχή των ναζί, σε προσωποποίηση της απελπισίας καθ’ όλη τη διάρκεια των εορτασμών που ακολούθησαν την Απελευθέρωση. Εν τέλει, ο βασικός αντίπαλός της δεν είναι άλλος από τον ίδιο της τον εαυτό.

Στο σύμπαν της συγγραφέως

Η πρώτη ανάγνωση μυθιστορήματος της Μαργκερίτ Ντιράς από τον σκηνοθέτη Εμανουέλ Φινκιέλ έγινε όταν ο ίδιος ήταν ακόμη έφηβος. Και δεν ήταν τα διηγήματα της «Οδύνης». Ο Φινκιέλ, όπως μας είπε στη συνάντησή μας στην Αθήνα, διάβασε την «Αρρώστια του θανάτου» («La Maladie de la mort») όπου ο αναγνώστης, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, νιώθει πολύ πιο έντονα το ιδιαίτερο στυλ γραφής της συγγραφέως. «Κοφτό, ελλειπτικό, χωρίς ψυχολογικές αναλύσεις, επαναλαμβανόμενο, εμμονικό. Οταν είναι κανείς νέος και διαβάζει κείμενα γραμμένα με αυτό το ύφος, γοητεύεται. Γιατί όταν είμαστε νέοι, πιστεύουμε ότι είμαστε έξυπνοι. Οταν διαβάζουμε Προυστ δεν αισθανόμαστε και τόσο έξυπνοι…».
Διαβάζοντας την «Οδύνη» ο Φινκιέλ γοητεύτηκε ακόμη περισσότερο από ένα ακόμη πιο απότομο, σκληρό ύφος, αλλά και από το γνήσιο ενδιαφέρον της συγγραφέως για τον άνθρωπο. «Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, δηλαδή η ίδια η Ντιράς, δεν είναι κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο από τους άλλους ανθρώπους γύρω της» είπε. «Το ίδιο το άτομο είναι ένα αίνιγμα, αλλά συγχρόνως μια προέκταση όλων μας». Ο σκηνοθέτης επισημαίνει ότι σε μια άλλη συγγραφική περίοδο θα μπορούσαμε να μπούμε στο μυαλό του χαρακτήρα, να δούμε πώς σκέφτεται, να νιώσουμε τα συναισθήματά του, αλλά χωρίς μυστήριο. «Με τη γραφή της Ντιράς εδώ, στην «Οδύνη», ο βασικός χαρακτήρας γίνεται θέμα. Ενα θέμα που μας επιτρέπει να σκεφτούμε».

Η κινηματογραφική προσαρμογή

Πριν από την ταινία του Εμανουέλ Φινκιέλ, η Ντομινίκ Μπλαν είχε παίξει σε μια θεατρική διασκευή της «Οδύνης» που είχε σημειώσει αρκετή επιτυχία στη Γαλλία. Το γεγονός δεν προβλημάτισε τον σκηνοθέτη διότι ήξερε ότι η προσέγγισή του θα είναι πολύ διαφορετική. «Στη θεατρική παράσταση, η κεντρική ηρωίδα βρίσκει κάποια ημερολόγια, τα διαβάζει και εισχωρεί στο σύμπαν τους. Στην ταινία γίνεται ακριβώς το ανάποδο. Η προσαρμογή της ίδιας της ηρωίδας είναι εδώ η κινηματογραφική μεταφορά και συγχρόνως είναι μια μεταφορά βασισμένη στην προσωπική μου συναισθηματική εμπειρία της ανάγνωσης της «Οδύνης»».
Το πρόβλημα φυσικά που ο σκηνοθέτης αντιμετώπισε στη χώρα του –και αυτό είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται παντού –ήταν η αναπόφευκτη σύγκριση που έγινε ανάμεσα στα διηγήματα της Ντιράς και στην κινηματογραφική διασκευή τους που ξεφεύγει αρκετά από αυτά, ή, αν θέλετε, τους δίνει μια άλλη διάσταση, κινηματογραφική. «Οταν διαβάζουμε μια παράγραφο τεσσάρων γραμμών μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, το μυαλό μας ταυτόχρονα επεξεργάζεται αυτό που διαβάζει» λέει ο σκηνοθέτης. «Υπάρχουν σιωπές που διαρκούν περισσότερο από αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα της ανάγνωσης και αυτό μπορεί να ευνοήσει μια κινηματογραφική διασκευή. Το ίδιο συμβαίνει και στην ποίηση. Στην ποίηση ο αναγνώστης έρχεται περισσότερο σε επαφή με αυτόν που έγραψε το ποίημα παρά με το ίδιο το ποίημα».

Η κατάρα του Βισί

Από τις αρκετές έως πολλές ταινίες που έχουν γυριστεί τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία με θέμα τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι εμφανές ότι ο σύγχρονος γαλλικός κινηματογράφος διακρίνεται για μια, αν όχι εμμονή, σίγουρα ανάγκη επιστροφής στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. «Είναι αλήθεια» λέει ο Φινκιέλ, «το πρόβλημα αυτό δεν έχει ακόμη λυθεί στη Γαλλία. Γάλλοι κατέδωσαν Γάλλους. Δεν είναι και λίγο. Πίσω από την κυβέρνηση Βισί βρισκόταν κρυμμένη μια μεγάλη μερίδα του γαλλικού λαού. Και μιλάμε για την ίδια μερίδα λαού που πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βρισκόταν στα μαχαίρια με την άλλη και βεβαίως συνέχισε να υπάρχει μετά τον πόλεμο. Και εξελίχθηκε μαζί με τη Γαλλία. Πάντα πίστευα ότι στη Γαλλία θα είχε γίνει εμφύλιος πόλεμος αν δεν είχε προκύψει η Γερμανία. Το ότι το 1945 με 1946 ο Ντε Γκωλ γύρισε τη σελίδα της γαλλικής Ιστορίας, δεν σημαίνει βεβαίως ότι η σελίδα γύρισε για όλους. Και αυτό στοίχειωσε τελικά τους Γάλλους».

Πού και πότε

Η «Οδύνη» προβάλλεται στις αίθουσες από την περασμένη Πέμπτη σε διανομή Weird Wave την οποία ευχαριστούμε για τη συνέντευξη

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ