Μπορεί να πηδούν από αεροπλάνα, να κοιμούνται σε τρύπες μέσα στη γη και να ανατινάζουν γέφυρες, αλλά κάθε απόγευμα γυρίζουν σπίτι και μαγειρεύουν για την οικογένεια! Στη Σχολή Αλεξιπτωτιστών του Ασπροπύργου, «Το Βήμα» συναντά την Εφη και τη Φωτεινή, δύο από τις 30 ελληνίδες καταδρομείς


«Αν δεν θέλει, μην την πιέσετε. Τι να κάνουμε; Μπορεί και να μην το σηκώνει». Πιάνω τις λέξεις όπως ανεβαίνω τα τελευταία τρία σκαλιά της εξέδρας. Δεν με έχουν αντιληφθεί ακόμη. «Ετοιμη» κάνω. «Α, ήρθες;». Ο ταγματάρχης, ο λοχαγός, ο εκπαιδευτής και εγώ είμαστε τώρα σε ένα ομοίωμα αεροπλάνου, μέσα στην άτρακτο, ένδεκα μέτρα από το έδαφος. «Λοιπόν, αυτός είναι ο «πύργος 34 ποδών»» με ξεναγεί ο εκπαιδευτής. «Εδώ μαθαίνουμε να πηδάμε με το αλεξίπτωτο». Το αλεξίπτωτο… Αυτό το βαρύ πράγμα που εδώ και πέντε λεπτά είναι δεμένο με χοντρά λουριά στα πόδια και στους ώμους μου. Μαζί με το εφεδρικό που πιέζει το στομάχι μου και το κράνος ­ την «κατσαρόλα», όπως λένε οι καταδρομείς χαϊδευτικά ­ έχει κάνει την ανάβαση των 50 τουλάχιστον σκαλοπατιών του πύργου ένα μικρό Γολγοθά. «Λοιπόν, θα πηδήσεις;». «Ναι, βέβαια».


Οπως μου δένουν στο λουρί κάθε ώμου και από έναν ιμάντα, ακούω τις τελευταίες οδηγίες: «Τα χέρια θα τα έχεις συνέχεια σταυρωμένα στο στήθος. Μην τα κουνήσεις από εκεί γιατί, αν πειράξεις κανένα μηχανισμό, κινδυνεύεις να σκάσεις κάτω από τα οκτώ μέτρα! Α, και τους αντίχειρες μην τους βγάλεις πίσω από το λουρί». «Γιατί;». «Γιατί αν σ’ τους πιάσει ο ιμάντας θα μείνεις χωρίς αντίχειρες!». Το ίδιο ισχύει και για τα… αφτιά μου, όπως μαθαίνω αμέσως μετά. Πρέπει, λέει, να έχω το κεφάλι χωμένο στο στέρνο. Αν το σηκώσω, ο ιμάντας θα βρει στ’ αφτιά μου και θα τα κόψει. Και έτσι σε στάση καρατέκα που χαιρετά τον αντίπαλο πλησιάζω την «πόρτα αρχηγού», τη δεξιά έξοδο του πύργου.


«Το αριστερό πόδι να προεξέχει λίγο από τη λαμαρίνα. Θα δώσεις φόρα στο δεξί για να μην πέσεις πάνω στην άτρακτο και θα πεταχθείς έξω». Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που ακούω. Μετά το παπούτσι μου ξεμυτίζει από τη λαμαρίνα του πύργου… και για πρώτη φορά κοιτάζω το χάος από κάτω. Ενδεκα μέτρα. Δηλαδή, τρίτος όροφος πολυκατοικίας. «Είναι το όριο του ιλίγγου. Αν πηδήσεις από εδώ, μπορείς να πηδήσεις από οπουδήποτε» μου είπαν νωρίτερα. Αλλά πώς να πηδήσεις; Βλέπω κάτω το τσιμέντο γκρίζο. Φλας: να με μαζεύουν οι καταδρομείς από εκεί κάτω και το τσιμέντο κόκκινο. Ο εκπαιδευτής έχει κολλήσει πίσω μου, σαν στήριγμα, όπως κάνει σε όλους τους καταδρομείς. Σαν να είμαι σε μια τεράστια ένεση και το έμβολο να πιέζει προς την έξοδο όλο και πιο πολύ. «Μην κοιτάς κάτω, παιδί μου! Τη σημαία στο βάθος κοίτα!». Τι λέει αυτός; Σαν να είσαι στο γήπεδο και αντί για το γκολ να κοιτάς την απέναντι εξέδρα. «Καλά, αν δεν μπορείς…». «Μπορώ!».


Ο τρόμος του κενού


Μπορώ; «Ελα!» ακούω από κάτω. Μια κουκίδα στο βάθος: η Φωτεινή μού κάνει με τα χέρια σήμα. «Ελα!». Και γελάει. Εκείνη είναι καταδρομέας, τον έχει εύκολο τον πύργο. «Αφού μπορεί αυτή, μπορώ και εγώ» κάνω στον εκπαιδευτή. Θα νομίζει ότι παραληρώ… Ντρέπομαι που φοβάμαι, κυρίως ντρέπομαι που τους το δείχνω. «Λοιπόν, πηδάω!». Ο εκπαιδευτής με σπρώχνει ακόμη πιο πολύ, σαν τη σκηνή με το αυτοκίνητο στον γκρεμό στις «Υποψίες» του Χίτσκοκ ­ αλλά εκεί τον Κάρι Γκραντ τον έσωσε το σενάριο. Εμένα; «Ελα, είναι ασφαλές. Θα σε κρατήσει ο ιμάντας». Ο εκπαιδευτής διαβάζει τη σκέψη μου. «Πηδάω!». Ή τώρα ή ποτέ. «Με το δεξί!» φωνάζει αυτός. Σαν ποδαρικό… Και τινάζω το δεξί στο κενό, φεύγει και το αριστερό. Το έδαφος ανεβαίνει. Το στομάχι μου πηδάει στο στόμα μου. Πέφτω! Και αν… Οχι! Με ένα χρααααπ με τραβάει ο ιμάντας από το πουθενά. Οι ώμοι σαν να φεύγουν από το υπόλοιπο σώμα. Χάνω τον κόσμο. Το κράνος χτυπάει στον ιμάντα και κατεβαίνει στα μάτια μου ­ δεν βλέπω τίποτε. Να αιωρούμαι πάνω από το κενό και να μην μπορώ καν να το δω.


Ατελείωτα δευτερόλεπτα σέρνομαι στον αέρα. «Ανοιξε τα χέρια σου! Ανοιξε χέρια και πόδια!» ουρλιάζει κάποιος που δεν βλέπω. Το κάνω και ας σκέφτομαι κομμένους αντίχειρες με το που αφήνω τον ιμάντα. Το δίχτυ απέναντι θα πλησιάζει, μαντεύω. «Πιάσου! Πιάσου!». Με φόρα ο ιμάντας τρέχει προς τα εκεί. Ετοιμάζομαι να γραπωθώ. Νταν! ­ νιώθω το κράνος μου να σκάει πάνω σε κάτι. Ναι! Είναι το δίχτυ που μ’ αγκαλιάζει και εγώ που το αρπάζω. Κρέμομαι σαν τσαμπί σταφύλι πάνω του και νιώθω τόση ασφάλεια, νιώθω κάτι σαν στοργή για ένα δίχτυ. Και για τους δόκιμους που με μαζεύουν και για το έδαφος που πατάω… Και κατεβαίνω. «Πώς σου φάνηκε;». Η Χριστίνα η Αντωνιτσή, η φωτογράφος, με ρωτάει. Μετά θα πηδήξει αυτή. «Δεν ήταν και τίποτε…» λέω. Πού να ήξερε;


Η Φωτεινή, η καταδρομέας, μου χαμογελά συνωμοτικά. Αυτή ξέρει. Οπως η Χριστίνα πάει να ετοιμαστεί, η Φωτεινή με τα άπειρα άλματα από τον πύργο κουνάει το κεφάλι. «Ξέρεις, εγώ την πρώτη φορά δεν πήδησα από την πόρτα του αρχηγού. Πήγα από την άλλη, γιατί από εκεί έβλεπα κάτω τα δένδρα, το γρασίδι και ενδόμυχα ένιωθα μεγαλύτερη ασφάλεια («Μπορεί και να σωθώ αν πέσω εκεί ενώ στο τσιμέντο;»). Και μη νομίζεις… Δέκα λεπτά έκανα να το πάρω απόφαση. Στεκόμουν στην πόρτα και όλο γύριζε στο μυαλό μου το χάος και έλεγα: «Θα γίνω σκόνη!»… Και περνούσαν τα λεπτά. «Πήδα!» φώναζε ο εκπαιδευτής. «Πήδα!». «Δεν μπορώ…» του ψέλλιζα. «Δεν μπορείς; Αν δεν πηδήξεις τώρα, θα φωνάξω τον διοικητή σου!». Θα τέλειωνε εκεί η καριέρα μου, θα έχανα το όνειρό μου… Εσφιξα τα δόντια και, όπως κι εσύ, πήδησα».


Κίνδυνοι και αντοχές


Η Φωτεινή Σημιατάκη έχει τρία χρόνια στις Ειδικές Δυνάμεις. Εχει πηδήξει από τον πύργο άπειρες φορές ­ πολύ περισσότερες από όσες χρειάζονται για να φθάσεις να πηδάς από αεροπλάνο, και εκείνη το έχει κάνει και αυτό προ πολλού. «Πώς είναι;» τη ρωτάω. «Ο πύργος; Δεν τον είδες;». «Οχι, το αεροπλάνο». Η Φωτεινή γελάει. «Είναι… αλλιώς. Εκεί ψηλά… Πώς να σου πω; Νομίζεις ότι θα φοβηθείς αλλά τελικά δεν φοβάσαι πραγματικά. Μόνο έχεις ένα άγχος προτού φθάσει εκείνη η ώρα. Και πλησιάζει η στιγμή και χτυπάει η καρδιά σου, την ακούς σχεδόν. Ωσπου φθάνεις μπρος στην πόρτα. Και τότε βλέπεις ένα κενό εκεί έξω και είναι σαν να σε ρουφάει ή να το ρουφάς. Και έτσι παράδοξα το κενό μπαίνει μέσα σου και φεύγει το άγχος και ξαφνικά, χωρίς καλά καλά να το καταλάβεις, είσαι στον αέρα, βγαίνεις και έχεις πηδήξει. Κενό, μόνο αυτό νιώθεις, ώσπου έρχεται η ώρα να ανοίξεις το αλεξίπτωτο και σε ξαναβρίσκει το άγχος γιατί πάντα αυτό το «λες να μην…» σε τριγυρίζει. Αλλά πάντα ανοίγει ­ ως τώρα τουλάχιστον!».


Και αν το αλεξίπτωτο ανοίγει δεν σημαίνει ότι ο κίνδυνος εξέλιπε. Κάθε στιγμή στον αέρα έχει τη λογική της και όποιος την παραβιάσει τιμωρείται. «Μια φορά, από τις πρώτες μου στο αλεξίπτωτο, έκανα να γυρίσω το κεφάλι προς τα πάνω» λέει η Φωτεινή. «Ηθελα να δω το αεροπλάνο να μου φεύγει όπως εγώ απομακρύνομαι. Με είχε προειδοποιήσει ο εκπαιδευτής: «Κράτα κολλημένο το κεφάλι στο στήθος». Αλλά έλα που ήθελα να δω. Γύρισα λοιπόν το κεφάλι και ξαφνικά… μπαααπ! Σαν να έφαγα χαστούκι ξεγυρισμένο ­ μου… έφυγε το μάγουλο. Ηταν ο αέρας που με βρήκε εκτεθειμένη. Οταν πια προσγειώθηκα, είχα στο μάγουλό μου ένα στρογγυλό κάψιμο, σαν κατοστάρικο μεγάλο. Ο αέρας με τιμώρησε για το λάθος μου και το έκανε πιο σκληρά από κάθε εκπαιδευτή».


Οπως γράφει και ο πίνακας έξω από το διοικητήριο της Σχολής Αλεξιπτωτιστών, «εδώ έρχονται όσοι θέλουν, μένουν όσοι μπορούν και αντέχουν». Και όπως λένε οι διοικούντες, οι γυναίκες των Ειδικών Δυνάμεων σε πολλές περιπτώσεις «μπορούν και αντέχουν» ακόμη περισσότερο από τους άνδρες συναδέλφους τους. Πολλές φορές τυχαίνει γυναίκες καταδρομείς να εγκαταλείπουν λόγω τραυματισμού την εκπαίδευση. Αλλά λόγω καταπόνησης ή έλλειψης αντοχής καμία δεν έφυγε ποτέ ως τώρα. Ως σήμερα είναι μόλις 30 οι «πρασινοσκούφισσες» στην Ελλάδα. Η πρώτη μπήκε στις Ειδικές Δυνάμεις το 1978 και έκτοτε όλο και αυξάνονται. Δύο από αυτές είναι και η Φωτεινή Σημιατάκη και η Εφη Σταμάτη.


«Ημουν δεν ήμουν οκτώ χρόνων», θυμάται η Εφη, «και περνούσα έξω από το στρατόπεδο στη Ρεντίνα. Εβλεπα τον στίβο και έλεγα: «Αχ, να ‘μουν άντρας, να τα κάνω κι εγώ αυτά»». Τώρα η Εφη είναι 25 χρόνων και έχει ήδη ενάμιση χρόνο που «τα κάνει κι εκείνη αυτά». Μετράει τα χρόνια της σε «σχολεία» ­ σε νέες περιόδους εκπαίδευσης και σε διαφορετικές δοκιμασίες. «Ρουφάει» τις ιστορίες των συναδέλφων που ο χρόνος που πέρασε τις κάνει να μοιάζουν αστείες, κι ας ήταν όταν τις έζησαν ως και τραγικές.


Οσο για τα δικά της κατορθώματα… νοσταλγεί τα προηγούμενα και αδημονεί για τα επόμενα. Της ζητώ την πιο καλή εμπειρία της ως τώρα. Δεν διστάζει: «Α, ο ανταρτοπόλεμος! Μία εβδομάδα στο βουνό»! Αυτό που η μέση νοικοκυρά θα περιέγραφε ως κόλαση, η Εφη το βρήκε παράδεισο: έξω να βρέχει καταρρακτωδώς και εκείνη μαζί με μια συνάδελφο σε ένα γιατάκι φτιαγμένο από ξύλα και ύφασμα, ένα μέτρο ύψος από το έδαφος. Να φεύγουν και να γυρίζουν στη μονάδα με τα πόδια, οκτάωρες πορείες με 20 κιλά στην πλάτη. Σκοπιές τη νύχτα στο βουνό, ποτάμια με το νερό να τους φθάνει ως τη μέση, βράχοι τεράστιοι να κάνεις ώρες να τους σκαρφαλώσεις, γέφυρες να τινάζονται στον αέρα από τα εκρηκτικά που ως πριν από μισή ώρα κρατούσε εκείνη στα χέρια της… Μου τα λέει ένα ένα, μέσα στο ΚΨΜ της Σχολής, και όπως κοιτάζω τη λεπτεπίλεπτη φιγούρα της, σαν να δυσκολεύομαι να πειστώ. Μια καλοβαλμένη κοπελίτσα, ένα κι εξήντα κάτι στο ύψος, βαμμένα χείλη, σκουλαρίκια στ’ αφτιά… Είναι δυνατόν;


Η δύσκολη ζωή τους


Εκείνη μαντεύει την αμφιβολία μου. «Θες να σου πω κάτι; Στα δύσκολα οι άνδρες παίρνουν κουράγιο από εμάς. Στον ανταρτοπόλεμο εκείνοι ήταν που έλεγαν: «Αφού αντέχει μια γυναίκα, θα τα παρατήσουμε εμείς;». Και ας λέγαμε εμείς οι δύο και μόνες γυναίκες της μονάδας μεταξύ μας: «Τι τα θέλουμε τώρα αυτά; Δεν καθόμασταν στο σπιτάκι μας να πλένουμε πιάτα και να μαγειρεύουμε;». Εννοείται ότι αυτό στους άνδρες συναδέλφους ούτε γι’ αστείο δεν το ξεστομίζαμε».


Είναι δύσκολη η ζωή τους αλλά, όπως λέει και η Εφη, «ο στρατός δεν είναι ευκολία, δυσκολία είναι». Και επιλογή. Οι ίδιες γυναίκες που κάνουν 40 κάμψεις στην καθησιά τους, που σκαρφαλώνουν τοίχους με σχοινιά και πηδούν από αεροπλάνα, τα μεσημέρια γυρίζουν σπίτι να φτιάξουν στον άνδρα τους φαγητό. Χωρίς τη στολή παραλλαγής και το κράνος μοιάζουν με απλές κοπέλες, από αυτές που τριγυρνούν στα καφενεία γύρω από τη Νομική Αθηνών περιμένοντας το απογευματινό μάθημα κάποιου καθηγητή. Και αν τις πιο πολλές ημέρες αναλώνονται σε γραφική δουλειά στη μονάδα, ξημερώνουν κάποια πρωινά που έχουν άσκηση και τότε κάνουν ό,τι ο Σβαρτσενέγκερ στον «Κυνηγό» και ο Ράμπο στο «Πρώτο αίμα».


Αυτό που πολλοί άνδρες χρόνια προσπαθούν να αποφύγουν με τρελόχαρτα και προφάσεις εκείνες το διάλεξαν στην πιο σκληρή του μορφή σαν όνειρο ζωής. Η Φωτεινή από μικρή το οσμιζόταν το μέλλον της, όταν παιδί στη Χίο πήγαινε με τους δικούς της στη θάλασσα. Ψηλά πάνω τους πετούσαν τα τουρκικά αεροπλάνα, τα μαχητικά. Και εκείνη ένιωθε τότε εκτεθειμένη. Σαν να μπορούσαν εκείνοι να κάνουν οτιδήποτε, χωρίς αυτή να μπορεί να αντιδράσει. «Τώρα κάτι μπορώ να κάνω» λέει. «Ή ίσως να μπορέσω στο μέλλον». Αλλά αξίζει να στερείσαι το παρόν σου γι’ αυτό; Να ζεις όλη σου τη ζωή έτσι; «Μα υπάρχει πάντα η ανταμοιβή». Η Εφη με κοιτάζει με ύφος «να-ήξερες-τι-χάνεις». Σηκώνει τους ώμους. «Κανένας εκτός από εμάς δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό. Αλλά… να. Είναι αυτή η απόλυτη ικανοποίηση μετά. Οταν ξεπεράσεις όλα σου τα όρια. Οταν κοιτάξεις πίσω και δεις όλα σου τα «δεν μπορώ» να τα έχεις καταφέρει. Και ξέρεις πια ότι το όριο υπάρχει μονάχα στο μυαλό σου και το να το ξεπεράσεις μια απόφαση στο χέρι σου είναι, ό,τι κι αν ζητάς, όσο απίθανο κι αν σου φάνηκε όταν το πρωτοσκέφτηκες».


Ζητώ από την Εφη να μου πει για κάποιο δικό της, σπασμένο όριο. Χαμογελά. «Μια φορά είχαμε άσκηση όλη τη νύχτα. Δέκα ώρες πορεία με πλήρη εξάρτυση. Περνούσαμε ρέματα και βουνά, συνεχίζαμε και εγώ… κοιμόμουν όρθια. Κοιμόμουν αληθινά και όχι μόνον αυτό αλλά… ονειρευόμουν κιόλας. Και όμως συνέχιζα. Περπάτησα μίλια ατελείωτα, άλλοτε ξύπνια, άλλοτε κοιμισμένη. Και την έβγαλα την άσκηση. Ξημέρωσε η επομένη και το είπα στον διοικητή μου. «Ξέρετε, χθες περπατούσα και κοιμόμουν. Με πήρε ο ύπνος στην πορεία…». «Ε, και;» μου κάνει αυτός. «Πρωτότυπο νομίζεις πως είναι; Οι πιο πολλοί καταδρομείς αυτό που μου λες το έχουν ζήσει!»».


Αυτό όμως που δεν έχουν ζήσει οι πιο πολλοί καταδρομείς είναι η εμπειρία που πέρασε η Φωτεινή τις πρώτες ημέρες. Ηταν την πρώτη εβδομάδα της εκπαίδευσης. Σε όλη τη μονάδα δύο γυναίκες όλες κι όλες και μετά από κάποια άσκηση ο εκπαιδευτής έδωσε το κλασικό πρόσταγμα: «Γδυθείτε από τη μέση και πάνω και αποθέστε!». Ολοι οι άνδρες έβγαλαν τις μπλούζες. Οι δύο γυναίκες άπρακτες. «Ρε, Βαΐτσα, τι να αποθέσουμε;». «Ξέρω κι εγώ, βρε Φωτεινή;». Και αν τελικώς σε εκείνο το πρόσταγμα δεν υπάκουσαν, ανταποκρίθηκαν σε όλα τα υπόλοιπα έκτοτε ­ εξ ου και στη συνείδηση ανδρών τε και γυναικών συναδέλφων κατεγράφησαν ως ισάξιες. Γιατί, όπως λέει και η Εφη, «στην εκπαίδευση ο βαθμός και το φύλο δεν μετράνε. Ολοι έχουμε ένα νούμερο στο κράνος, από τον στρατιώτη ως τον λοχαγό, και από αυτό αναγνωριζόμαστε. Αν κάποιος δεν αξίζει, θα φύγει. Και όχι γιατί θα τον διώξει ο ανώτερός του. Γιατί απλά θα τον έχουν ήδη απορρίψει οι ισόβαθμοί του».


Οι σχέσεις με τους συναδέλφους


Βεβαίως, αν οι συνάδελφοι αποδέχονται τις «πρασινοσκούφισσες», οι «απ’ έξω» πάντα διατηρούν τις επιφυλάξεις τους. «Είναι φορές που οδηγώ το αυτοκίνητο και φοράω τον πράσινο μπερέ» λέει η Φωτεινή. «Τότε από τα διπλανά παράθυρα πολλά κεφάλια στρίβουν και πολλά μάτια απορούν: «Γυναίκα πρασινοσκούφισσα! Είναι δυνατόν;» αναρωτιούνται. Πολλές φορές μου το λένε κιόλας: «Τι σε ανάγκασε να το κάνεις;» ρωτάνε. Αλλά το πιο ωραίο είναι που όσοι δεν με ξέρουν περιμένουν να δουν μπροστά τους ένα… τέρας και όταν εμφανίζομαι εγώ παίρνουν μια έκφραση… απόλυτης απορίας. Δεν χρειάζεται να πουν τίποτε. Αν κοιτάξεις μέσα στα μάτια τους, καταλαβαίνεις ότι περίμεναν να δουν τον… Σταλόνε με μακρύ μαλλί!».


Οι ίδιες πάντως δεν νιώθουν «Ράμπο». «Αυτά είναι στις ταινίες» λένε συγκαταβατικά. «Βέβαια, ωραία είναι να τα βλέπεις. Κάπου κάπου… ταυτίζεσαι κιόλας. Σαν μια φορά που έβλεπα μια ταινία με αλεξιπτωτιστές και όπως πηδούσαν εκείνοι από το αεροπλάνο ένιωθα σαν να πηδάω εγώ και μ’ είχε πιάσει ένα καρδιοχτύπι άλλο πράγμα μέσα στο σινεμά!». Οπως η Εφη γελά, η Φωτεινή σοβαρεύει: «Ξέρεις κάτι τελικά; Καλό είναι το σινεμά, καλός κι ο Ράμπο. Με μια διαφορά: όλα αυτά είναι ψεύτικα. Και αυτό που ξέρω εγώ είναι ότι στην αληθινή ζωή τις πραγματικά μεγάλες πράξεις τις κάνουν οι πιο συνηθισμένοι άνθρωποι».


«Ξέρεις τι θα ήθελα;». Η Εφη με κοιτάζει στα μάτια τραβώντας μια τζούρα τσιγάρο. «Λοιπόν, εγώ θα ήθελα να είμαι στην ομάδα που περιμάζεψε τους επιβάτες του Γιάκοβλεφ. Είχαν πει τότε ότι ίσως να έπαιρναν και γυναίκες καταδρομείς μαζί αλλά τελικά πήγαν μόνο άνδρες». Εκπλήσσομαι. «Καλά, δεν σε τρομάζει η ιδέα των διαμελισμένων πτωμάτων;». «Ακούστε, αυτό που έμαθα εγώ στις ειδικές Δυνάμεις είναι ότι τίποτε τελικά δεν είναι όπως το φαντάζεσαι. Είναι αλλιώς να μιλάς για κάτι και αλλιώς να το ζεις. Και τελικά αυτή είναι η ουσία του να ζεις: να δοκιμάζεις πού φθάνεις και αν αντέχεις. Αν κάτι με τρομάζει να το σκέφτομαι, τότε έχω ένα λόγω για να το ζήσω: πρέπει να το φέρω στις αληθινές του διαστάσεις για να ξέρω αν μπορώ να το αντέξω».


Τη ρωτώ τι την τρομάζει πραγματικά. Κάνει μια παύση… «Ο πόλεμος με τρομάζει. Γιατί ξέρω ότι δεν είναι αυτό που βλέπω στην τηλεόραση. Και γιατί δεν ξέρω πώς θα αντιδράσω αν χτυπήσει μια σφαίρα τον διπλανό μου στο μισό μέτρο από εμένα. Δεν μπορώ από τώρα να ξέρω αν θα ουρλιάξω ή αν θα αρπάξω το όπλο για να εκδικηθώ. Δεν ξέρω αν θα έχω τη δύναμη να πολεμήσω ξανά ή αν θα κουρνιάσω σε μια γωνία να σωθώ… Ας προετοιμάζομαι τόσο καιρό για πόλεμο. Είναι αλήθεια: η εκπαίδευση σου δίνει αυτοπεποίθηση. Αλλά αυτό δεν φθάνει. Για να αντέξεις κάτι τόσο άγριο, τόσο φρικτό όσο ο πόλεμος δεν γίνεται αλλιώς: πρέπει από μόνος σου να έχεις τη δύναμη να το νικήσεις».