«Με την προϋπόθεση ότι ένας από τους στόχους της τέχνης είναι να υποκινήσει την αλλαγή, αν είμαστε πραγματικά έτοιμοι να κοιτάξουμε κατάματα το ζήτημα της φυλετικής αδικίας σε αυτή τη χώρα, τότε θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε». Η Κάθριν Μπίγκελοου είναι κάθετη. Η αμερικανίδα σκηνοθέτρια, η μοναδική γυναίκα στην Ιστορία των Οσκαρ που έχει βραβευτεί για τη σκηνοθεσία της («The hurt locker»), ελπίζει ότι η τελευταία ταινία της, το «Detroit. Μια οργισμένη πόλη», που προβάλλεται από την περασμένη Πέμπτη στις αίθουσες, θα παίξει έστω και έναν μικρό ρόλο σε αυτόν τον διάλογο «για να βρούμε, επιτέλους, έναν τρόπο ώστε να κλείσουμε τα τραύματα που έχουν παραμείνει ανοιχτά για εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα σε αυτή τη χώρα». Το αν η ταινία θα καταφέρει να παίξει τον ρόλο που η δημιουργός της θέλει, δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Το σίγουρο πάντως είναι ότι όπως ακριβώς έχει συμβεί με όλες τις τελευταίες ταινίες της Μπίγκελοου, το «Detroit» θα προκαλέσει ατέλειωτες συζητήσεις, θα διχάσει, θα προβληματίσει, πολύ πιθανόν και να εξοργίσει.

Μια χώρα στις φλόγες
Η Κάθριν Μπίγκελοου είναι μια καλλιτέχνιδα που ούτε τα λόγια της μασά ούτε χειρίζεται με φειδώ τις προκλητικές εικόνες στις ταινίες της. Με το «Detroit» βούτηξε για μία ακόμη φορά με όρεξη στο θέμα που αποφάσισε να αφηγηθεί, αφετηρία του οποίου είναι τα τραγικά γεγονότα του 1967 στο Ντιτρόιτ της Πολιτείας Μίσιγκαν των Ηνωμένων Πολιτειών, όταν η πόλη κυριολεκτικά ρημάχτηκε από τις εξεγέρσεις διαμαρτυρόμενων πολιτών –μαύρων στην πλειονότητά τους. Δεν ήταν η μόνη αμερικανική πόλη που σε εκείνους τους δύσκολους καιρούς στιγματίστηκε από την καταστροφή. Σε κάθε μεγαλούπολη των Ηνωμένων Πολιτειών επικρατούσε αναβρασμός, σπίθα του οποίου υπήρξε μια πολυεπίπεδη κοινωνική ανησυχία. Πολλά θέματα είχαν παίξει ρόλο. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ κλιμακωνόταν την ώρα που στο εσωτερικό της χώρας η φυλετική αδικία και η καταπίεση είχαν φτάσει στο απροχώρητο. Συνεπώς, το επίκεντρο της δυσαρέσκειας που είχε ως επακόλουθο τη μανιασμένη οργή των καταπιεσμένων πολιτών ήταν οι μεγάλες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών. Εκεί όπου «ανθούσε» η προκατάληψη, τροφοδοτούμενη από ένα διαβρωμένο σύστημα, από τον ρατσισμό στις συνθήκες ζωής και κυρίως στην εκπαίδευση και από τη διαρκώς αυξανόμενη ανεργία, που ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής στις κοινότητες των μαύρων.

«Παιχνίδια» θανάτου
Ειδικά στο Ντιτρόιτ μια αιματηρή τραγωδία ήταν τελικά πολύ δύσκολο να αποφευχθεί. Και ακριβώς μια τέτοια τραγωδία συνέβη την τρίτη νύχτα από τη στιγμή που ξέσπασε η οργή στους δρόμους της πόλης. Ακόμη πιο εφιαλτική όμως ήταν η τεράστια αδικία που ακολούθησε την τραγωδία. Ολα ξεκίνησαν όταν τρεις λευκοί αστυνομικοί, καταστρατηγώντας κάθε κανόνα της τυπικής διαδικασίας, αιχμαλώτισαν μέσα σε ένα μικρό ξενοδοχείο ονόματι Algiers αρκετούς υπόπτους για πυροβολισμούς που είχαν ακουστεί στην περιοχή. Οι αστυνομικοί τούς ανέκριναν με φρικτά βασανιστήρια, έπαιξαν μαζί τους ένα σαδιστικό παιχνίδι θανάτου και έφτασαν στο σημείο να δολοφονήσουν εν ψυχρώ τρεις. Ολα αυτά για να αποκτήσουν την απάντηση που ήθελαν («πού είναι το όπλο;») και που κανείς δεν μπορούσε να δώσει. Ολοι οι άρρενες ύποπτοι και φυσικά οι τρεις νεκροί ήταν μαύροι, και το γεγονός ότι μαζί τους βρίσκονταν δύο λευκές γυναίκες έκανε την κατάσταση ακόμη χειρότερη. Το όπλο που υποτίθεται ότι είχε χρησιμοποιηθεί από τους υπόπτους δεν βρέθηκε ποτέ, ενώ το αποτέλεσμα των δικών που έμελλε να ακολουθήσουν (και να διαρκέσουν χρόνια) ήταν η ατιμωρησία των δραστών!

O θεατής μέσα στα γεγονότα
Συνηθισμένη σε θέματα που προκαλούν έντονες συζητήσεις, η Κάθριν Μπίγκελοου δούλεψε το σενάριο του «Detroit» μαζί με τον Μαρκ Μπόαλ, τον συνεργάτη της στο «Hurt Locker» και στο «Zero Dark Thirty» (Οσκαρ σεναρίου για το πρώτο και υποψηφιότητα για το δεύτερο). Η μέθοδος αυτού του ντουέτου να βάζει τον θεατή μέσα στα γεγονότα είναι ίσως μοναδική στον σύγχρονο αμερικανικό κινηματογράφο και πηγάζει από την ισορροπία στη συνεργασία τους. Με το «Zero Dark Thirty» κατάφεραν να μας κάνουν να νιώσουμε ότι πατάμε στα εδάφη του Ιράκ, μέσα στην «έδρα» του Οσάμα μπιν Λάντεν. Στόχος τους με το «Detroit» ήταν ο θεατής να «ζήσει σε κανονικό χρόνο τα γεγονότα στο ξενοδοχείο Algiers», όπως η Μπίγκελοου το τοποθετεί. Ηταν ο Μπόαλ όμως που με την εταιρεία παραγωγής του Page 1 Productions έδωσε στη σκηνοθέτρια και φίλη του την ιδέα μιας μεταφοράς στον κινηματογράφο των γεγονότων του Ντιτρόιτ. Από τον σεναριογράφο και το πολυμελές επιτελείο του είχε προηγηθεί ενδελεχής έρευνα με συνεντεύξεις όλων όσοι με κάποιον τρόπο είχαν αναμειχθεί στα γεγονότα του ξενοδοχείου Algiers και εξακολουθούσαν να είναι ζωντανοί.
Ο Μπόαλ δίνει πάντα σημασία στον ανθρώπινο παράγοντα. «Σε μια ταινία η ιστορία μπορεί να γίνει κάπως «αντισηπτική», ιδίως όταν έχουν περάσει 50 χρόνια από το γεγονός που καταγράφεις» λέει. «Μπορείς πραγματικά να την εκτιμήσεις μόνον όταν συναντήσεις τους ανθρώπους που συμμετείχαν. Μόνον τότε αντιλαμβάνεσαι και εκτιμάς ότι η Ιστορία στην πραγματικότητα είναι η αληθινή ιστορία των ατόμων. Η ραχοκοκαλιά της». Σε τεχνολογικό επίπεδο το πραγματικό επίτευγμα της ταινίας είναι ο τρόπος με τον οποίον το αυθεντικό υλικό ενσωματώνεται με το καινούργιο: η γνησιότητα του συνόλου είναι απτή και εδώ πρέπει να γίνει μνεία τόσο στη δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας Μπάρι Ακροϊντ, του σκηνογράφου Τζέρεμι Χιντλ και των μοντέρ Γουίλιαμ Γκόλντενμπεργκ, Χάρι Γουν.

Το παρόν μέσα από το παρελθόν
Συνήθως, σε περιπτώσεις ταινιών όπως το «Detroit» οι κινηματογραφιστές αρνούνται την όποια σύνδεση του ιστορικού γεγονότος με το παρόν. Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο με τους δημιουργούς του «Detroit». Αντιθέτως. «Κάθε ομοιότητα με την τωρινή εικόνα του αμερικανικού έθνους σε ό,τι αφορά τον ρατσισμό έγινε εντελώς εκ προθέσεως» είπε η Μπιγκελόου. Για τον Μπόαλ «μία από τις αρετές που έχει η επιστροφή στο παρελθόν είναι ότι σου δίνει τη δυνατότητα να κοιτάξεις το παρόν από διαφορετική προοπτική. Και να σε οδηγήσει σε ερωτήματα όπως «πόσα πράγματα έχουν αλλάξει;». ‘Η «πόσα πράγματα δεν έχουν αλλάξει;»».
Αυτή η λογική επηρέασε και τους ηθοποιούς της ταινίας που είναι όλοι τους εξαιρετικοί, με τον Γουίλ Πάουλτερ να ξεχωρίζει στον ρόλο του ψυχωτικού αστυνομικού. Ο Αλγκι Σμιθ, που υποδύεται τον τραγουδιστή Λάρι Ριντ ο οποίος βρέθηκε κατά τύχη στο ξενοδοχείο Aligiers και έκτοτε η ζωή του άλλαξε δραματικά (κατά τραγική ειρωνεία το όνομα του συγκροτήματος στο οποίο τραγουδούσε ήταν The Dramatics), είπε ότι όταν η ταινία είχε ολοκληρωθεί δεν ήξερε πώς ένιωθε. «Από τη μια πλευρά ένιωθα χαρούμενος που ήμουν μέρος αυτής της σημαντικής ιστορίας. Από την άλλη, ένιωσα θλίψη για όσα κάποιοι άνθρωποι πέρασαν και θυμό επειδή η αδικία συνεχίστηκε».
Πού και πότε
Η ταινία «Detroit. Μια οργισμένη πόλη» προβάλλεται στις αίθουσες σε διανομή ODEON.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ