Η Βάνα Πεφάνη σκηνοθετεί μια διαφορετική εκδοχή της αρχαίας τραγωδίας του Σοφοκλή, μέσα από ένα έργο που αναρωτιέται τι θα είχε γίνει «εάν…» η Αντιγόνη είχε ζήσει. Το κείμενο της Χρύσας Ξουραφά προϋπήρχε, αλλά όταν οι δύο γυναίκες συναντήθηκαν, στο Εργαστήρι Θεατρικής Γραφής του Εθνικού Θεάτρου, τα πράγματα πήραν άλλη τροπή.
«Διαβάζοντας το κείμενο», λέει η Βάνα Πεφάνη, που κλήθηκε να το σκηνοθετήσει, «ήμουν σίγουρη ότι υπήρχε μια πολύ καλή ιδέα, μια σωστή βάση. Μέσα στον χρόνο που μεσολάβησε, διαμορφώθηκε, μίκρυνε, αναπτύχθηκαν διάφορα θέματα, όχι μόνο με βάση την παράσταση αλλά και τα ενδιαφέροντά μας. Προσωπικά ένιωσα ότι με αυτό το έργο είχε φτάσει πλέον η συγκυρία να μιλήσω για τον έρωτα» λέει, θυμίζοντας πως οι σκηνοθεσίες της συνήθως αφορούσαν πιο κοινωνικά θέματα.
Εδώ, μαζί με την Αντιγόνη, επιστρέφουμε στην αθωότητα. Δύο νέα παιδιά, κάτω των είκοσι ετών, ζουν έναν έρωτα μεγεθυμένο: «Αντιγόνη και Αίμων, εάν δεν… είναι στην ουσία αυτό που μας οδηγεί. Ολα στην περίπτωσή τους είναι μεγάλα, τεράστια. Ζουν τον έρωτα σαν να τελειώνει η ζωή τους. Και μαζί φέρνει σε όλους μας την ελπίδα, μας κρατά όρθιους στα δύσκολα» και εξηγεί ότι στην παράσταση του ΙΜΚ η Αντιγόνη και ο Αίμων ζουν την ιστορία τους παράλληλα με δυο νέα παιδιά στην εποχή μας. «Είναι μια συνδιαλλαγή με το παρελθόν, μια συνομιλία του παρελθόντος και του παρόντος μέσα από τον έρωτα. Και ομολογώ ότι διαβάζοντας το έργο το πρώτο που σκέφτηκα ήταν το «Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ. Γιατί και εδώ όλα συμβαίνουν μέσα σε μια νύχτα. Είναι η μάχη των παιδιών να βρουν το άλλο τους μισό, το άλλο μισό πορτοκάλι, να διεκδικήσουν και να υπερασπιστούν τον έρωτά τους».
Σαν παραμύθι, που συνδυάζει εξπρεσιονιστικά στοιχεία στην παράσταση και ποιητικό ρεαλισμό, η Βάνα Πεφάνη έχει να διαχειριστεί ένα κείμενο με ρεαλιστικούς διαλόγους ανάμεσα στο ζευγάρι και δεκαπεντασύλλαβο για τους υπόλοιπους. «Στα υπόλοιπα πρόσωπα, τον Οιδίποδα, την Ισμήνη, μπλέκεται και η Μήδεια, από άλλη τραγωδία», συμπληρώνει, τονίζοντας ότι «όλο το έργο βασίζεται στο εάν. Εάν δεν είχε πεθάνει η Αντιγόνη…». Η παράσταση διατηρεί κάποια μικρά, εμβόλιμα, κομμάτια του Σοφοκλή και φυσικά το Στάσιμο του Ερωτα, που είναι και η κινητήριος δύναμη. «Η ηρωίδα ουσιαστικά πιστεύει ότι μπορεί να συνυπάρξουν ο ηρωισμός με την πραγματικότητα. Είναι τελικά ένα γλυκόπικρο έργο» καταλήγει η σκηνοθέτρια, που παραμένει πρωτίστως ηθοποιός.

«Βρίσκω όμως μεγάλο ενδιαφέρον στη σκηνοθεσία, γιατί νιώθω μια άλλη σιγουριά. Εννοείται ότι είμαι εμπειρικός σκηνοθέτης. Αλλά ομολογώ ότι μετά από κάθε σκηνοθεσία βελτιώνομαι υποκριτικά. Γιατί βλέποντας τα πράγματα απ’ έξω και ψάχνοντας λύσεις για τους άλλους, τελικά βρίσκω και για εμένα. Επιπλέον, γίνομαι πιο υπάκουη, και δεν ταλαιπωρώ τον σκηνοθέτη, πάω μαζί του».





ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ