Το κύκνειο άσμα του μακαρίτη Πιερ Πάολο Παζολίνι «120 μέρες στα Σόδομα», που ύστερα από 22 χρόνια εξήλθε για δεύτερη φορά στην Αθήνα, αυτή την εβδομάδα, προκαλεί ψυχοσωματικές διαταραχές στους θεατές


Η συνάντηση του Παζολίνι με το «Σαλό» του μαρκήσιου Ντε Σαντ έγινε εξαιτίας του αντιφασιστικού μένους του καταραμένου ιταλού ποιητή. Εκπληκτικό; Είναι. Διότι ο Ντε Σαντ εμπνεύστηκε τις ακρότητές του από τις φιλοσοφικές του… ραδιουργίες. Πόσο μεγάλα είναι τα όρια της ελευθερίας; Γιατί όχι; Να… εκκενώνουμε ελευθέρως στους άλλους, ακόμη και διά της βίας, τις πιο νοσηρές μας φαντασιώσεις!


Ο Παζολίνι, λοιπόν, ένα χρόνο προτού αλιεύσει, εντελώς τυχαία, τον εραστή του Πίνο Πελόζι και δολοφονηθεί από αυτόν (όπως τουλάχιστον ισχυρίστηκε η αστυνομία, κλείνοντας βιαστικά τον φάκελο), προτείνει στον δαιμόνιο παραγωγό Ρενάλντο Γκριμάλντι το πιο τολμηρό σχέδιο από συστάσεως έβδομης τέχνης. Η τολμηρότητα του σχεδίου συνίστατο στην καθαρότητα μερικών σκηνών αιμομειξίας, σοδομισμού, σαδομαζοχιστικών σεξουαλικών περιπτύξεων, βασανιστηρίων μεσαιωνικού περιεχομένου και λουκούλλειων γευμάτων με πρώτο, δεύτερο, τρίτο πιάτο από κόπρανα!


Ο Παζολίνι «αντέστρεψε» τον μακαρίτη Ντε Σαντ. Και διά της αντιστροφής προκάλεσε φρίκη, αηδία, εμετούς, ουρλιαχτά, εισαγγελικές επεμβάσεις. Οι επιτροπές λογοκρισίας λειτούργησαν με βάρδιες. Φανταστείτε πως το «Σαλό» μόνο στην Αυστραλία ήταν απαγορευμένο επί 17 συναπτά έτη! Ποιο είναι το περιεχόμενο της αντιστροφής; Ο νωτιαίος μυελός της φασιστικής εξουσίας! Η οργή που προκάλεσε το «Σαλό» ήταν τόσο σφοδρή, που φίλοι του ποιητή, διανοούμενοι και καλλιτέχνες της Ιταλίας, ισχυρίστηκαν πως ο Παζολίνι δεν δολοφονήθηκε από τον Πελόζι αλλά από νεοφασίστες!



Η ιστορία του κινηματογραφικού «Σαλό» είναι απλή: τέσσερις εκπρόσωποι της ιταλικής φασιστικής εξουσίας απάγουν αγόρια και κορίτσια και τα υποβάλλουν σε απίστευτα μαρτύρια σεξουαλικών οργίων, βασανιστηρίων και τελετών κοπρολαγνείας. Σκοτώνουν κάθε ίχνος ζωής, έρωτα, ποίησης, ανθρώπινης ανάγκης (μεταφορικά και κυριολεκτικά). Ο Παζολίνι πίστευε πως η λειτουργία του κινηματογράφου δεν πρέπει να είναι «παθητική», «υπνωτική», αλλά εντελώς επιθετική. Να προκαλεί βίαιες αντιδράσεις, να συγκινεί, να αφυπνίζει, να αγριεύει. Σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, λίγους μήνες πριν από τη δολοφονία του (1975), έλεγε:


«Μα αυτή ήταν η επιδίωξή μου. Να εξοργίσω, να θυμώσω τον θεατή. Στην αρχή θα στραφεί εναντίον της ταινίας, εναντίον μου. Υστερα θα πει πως πρόκειται για ένα πορνό. Αυτό είναι μια βολική εξήγηση. Μερικοί όμως μπορεί να ξανασκεφτούν. Ο φασισμός δεν καίει μόνο σάρκες. Μας «σπρώχνει» στον ολοκληρωτικό αφανισμό».


Το καταπληκτικό είναι πως ο ίδιος άνθρωπος που σερβίρει… κόπρανα (επί σκηνής), είχε υπογράψει μερικές από τις πιο ευαίσθητες, ποιητικές ταινίες σε ολόκληρη την ιστορία του ιταλικού κινηματογράφου. Στο «Μάμα Ρόμα» η Αννα Μανιάνι υποδύεται τη σπαραχτική περίπτωση μιας μάνας – πόρνης και στο «Ακατόνε» περιγράφεται η ομορφιά των «σκουπιδιών» του ιταλικού λαϊκού περιθωρίου. Η δολοφονία του και ο «χαμός» του έξυσαν ακόμη περισσότερο την ένοχη συνείδηση της ιταλικής αριστερής διανόησης. Η συντριπτική πλειονότητα των συναδέλφων του είχε στεγαστεί στα κόμματα της κομμουνιστικής ή περιθωριακής Αριστεράς. Ο Παζολίνι προτίμησε, ως το τέλος της ζωής του, να μείνει άστεγος, μόνος, απροστάτευτος. Η ταραγμένη προσωπική ζωή του, οι ακραίες ανησυχίες του, η αντιεξουσιαστική μανία του δεν άφηναν περιθώρια για μια «οργανωμένη και συντεταγμένη πολιτική… ζωή». Ολοι έλεγαν καλά λόγια για τις ποιητικές του επιδόσεις και τις κινηματογραφικές του εφόδους. Καλός αλλά απροσάρμοστος και απρόβλεπτος. Εκείνοι έζησαν και ζουν καλά, αλλά εκείνος, ο μη… κομματικός, πέθανε. Πώς το λένε στα αμερικανικά γουέστερν; Οι καλοί πεθαίνουν νέοι.