Εχουν περάσει τριάντα χρόνια από το 1984, από τότε δηλαδή που η Ζυράννα Ζατέλη εμφανίστηκε επισήμως στα ελληνικά γράμματα εκδίδοντας το πρώτο της βιβλίο· ήταν 33 ετών και μόνο τότε καταπάτησε το ηλικιακό ορόσημο που η ίδια είχε θέσει στον εαυτό της. Πρόκειται για τη συλλογή διηγημάτων «Περσινή αρραβωνιαστικιά», η οποία περιλαμβάνει εννέα ιστορίες που αλληλοεισχωρούν η μία στην άλλη, και όλες μαζί αποτελούν –θα λέγαμε σήμερα, με την απόσταση που έχει χαράξει ο καιρός –το σαγηνευτικό προανάκρουσμα της έλευσης ενός λογοτεχνικού σύμπαντος μυσταγωγικής παραφοράς και ολιστικής δύναμης που όμοιό του, από τη Μεταπολίτευση τουλάχιστον και εντεύθεν, δεν υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία.
H λογοτεχνική κριτική μάλιστα, επιχειρώντας να αποκωδικοποιήσει τον κρυπτικό και αινιγματικό χαρακτήρα του έργου της (που εκκινεί μεν από έναν ορισμένο ρεαλισμό αλλά δεν έχει καμία σχέση με τις συνήθεις αναπαραστάσεις του) και την εξπρεσιονιστική του ατμόσφαιρα (όπου νεκροί και ζωντανοί συνυπάρχουν, επί παραδείγματι, σε μια συνθήκη ονειρική και αισθησιακή), έσπευσε να συγκρίνει τις δικές της μεγάλες συνθέσεις με τις αντίστοιχες του λεγόμενου «μαγικού ρεαλισμού» και του μεγάλου θεμελιωτή του. Η απάντηση που η Ζυράννα Ζατέλη έχει δώσει σε ανύποπτο χρόνο είναι ότι ούτως ή άλλως «η δημιουργία είναι η προέκταση της πραγματικότητας», αυτό κάνει η τέχνη, αυτό κάνει ο καλλιτέχνης και με αυτό θα συμφωνούσε απολύτως και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Ζωή – λογοτεχνία


Στο ζατελικό σύμπαν η γραφή απελευθερώνεται «σ’ έναν στροβιλισμό μνήμης και λήθης», όπως έχει περιγράψει παραστατικά και η ίδια η συγγραφέας, η οποία ισορροπεί –και αυτό είναι το τίμημα μιας ζωής ταγμένης στη λογοτεχνία, μιας ζωής που γίνεται ακόμη λογοτεχνία –«ανάμεσα σε μια μύχια τρέλα και μια φοβερή διαύγεια συνάμα». Η Ζυράννα Ζατέλη έχει αποσπάσει δικαιότατα δύο φορές το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, το 1994 για το μυθιστόρημά της «Και με το φως του λύκου επανέρχονται» (1993) και το 2002 για το πρώτο μέρος της μυθιστορηματικής της τριλογίας «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους» υπό τον τίτλο «Ο θάνατος ήρθε τελευταίος» (2001). Το δεύτερο μέρος της, «Το πάθος χιλιάδες φορές», κυκλοφόρησε το 2009, ενώ αναμένεται με προσμονή το τρίτο από τους αναγνώστες της.
Το 2010 τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της. Η ακριβοθώρητη Ζυράννα Ζατέλη –αποτραβηγμένη ήσυχα σε ένα σπίτι με τις γάτες της και αμέτρητα σημειωματάρια όπου καταγράφει τα όνειρά της, όλα αυτά όχι από κάποιο καπρίτσιο, αλλά από αγνή αφοσίωση στη δουλειά της -, η οποία πλέον γεννοβολά έργο ανά επταετία ως άλλη ελαφίνα, όπως συνήθιζε να λέει ο αλησμόνητος φίλος της Κωστής Παπαγιώργης, έγραψε τις περισσότερες από τις ιστορίες που περιλαμβάνονται στην «Περσινή αρραβωνιαστικιά» –ξαναδουλεμένες πριν από την έκδοσή τους –την εποχή που βρέθηκε στη Γερμανία, όπου πήγε, εγκαταλείποντας τον Σοχό της Θεσσαλονίκης, επειδή ερωτεύτηκε έναν άνδρα. Αλλωστε σε ένα τέτοιο αγροτικό μα και σιβυλλικό περιβάλλον, στοιχειωμένο από ασυγκράτητο έρωτα και διαχεόμενο θάνατο, είναι τοποθετημένα και αυτά τα ημιαυτοβιογραφικά εν πολλοίς διηγήματα –επιστροφές στην παιδική ηλικία τα περισσότερα, διαδρομές στο παρελθόν που αποκαλύπτουν και κάτι από το μετέπειτα σμίλεμα της συγγραφέως Ζατέλη και όχι αναγκαστικά της ιδίας –όταν αυτά δεν τοποθετούνται σε κάποια ομιχλώδη και νυχτωμένη γωνιά της Κεντρικής Ευρώπης, όπως στο διήγημα «Για μια ιστορία που δεν συνέβη».
Ανατρεπτικές ιστορίες


Στην πρώτη ανατρεπτική ιστορία, η οποία δίδει και τον τίτλο στο βιβλίο, η αφηγήτρια εξιστορεί πώς ο αρραβωνιαστικός της ο Μάρκος, που συνήθιζε να κοιμάται μέσα σε ένα κόκκινο βαμβακερό φουστάνι της, εν τέλει «αφιέρωσε στον ύπνο και την ίδια τη ζωή του» μέσα στα αφράτα χιόνια. Δεν μπορεί ο αναγνώστης να λησμονήσει εύκολα ούτε την αχόρταγη μάνα του τη Μύρσα με τις αιμομικτικές τάσεις ούτε την τελετή με το μέλι πάνω στην κόψη του τσεκουριού για τον εξορκισμό της σκιάς του θανάτου. Το συγκεκριμένο διήγημα μάλιστα ανέβηκε για πρώτη φορά εφέτος στη σκηνή –η Ζυράννα Ζατέλη έχει εργαστεί ως ηθοποιός κατά το παρελθόν και έδωσε τη συγκατάθεσή της –και παρουσιάστηκε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου από την Ομάδα Elephas Tiliensis σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Αγαρτζίδη και της Δέσποινας Αναστάσογλου.
«Τα πουλιά» μιλούν για την ηδονή που αναβλύζει μέσα σε ένα κουρείο γεμάτο καθρέφτες και λουλούδια, όπου ο Τζόρζιος ο Ναρέας, παίζοντας μαγευτικά τον τσαμπουρά του, μπάζει κάθε τόσο την ανήλικη αφηγήτρια –κάποια στιγμή η τελευταία διαπιστώνει ότι αυτό που έκρυβε στην τσέπη του δεν ήταν πουλάκι αλλά «φιδάκι» και το πνίγει. «Η Περσεφόνη και μια άλλη ιστορία» αναφέρεται σε μια πέρδικα 120 χρονών, τη «μάγισσα» προγιαγιά της αφηγήτριας που υπήρξε «μια ευνοούμενη της ζωής και του θανάτου», η οποία της είπε ότι ο μορφονιός που γλυκοκοίταζε «δεν θα ξαναπεράσει» από τη στράτα τους και εκείνος πράγματι δεν ξαναπέρασε.
Θρίλερ μικρού μήκους


Μαυρίζει και αγριεύει ο ορίζοντας του αναγνώστη με την ιστορία «Η Ντάλα και τα ύδατα» που περιστρέφεται γύρω από μια κακοπαθημένη γυναίκα που «ζούσε στο Μαράζι» και έχασε όλη σχεδόν την οικογένειά της, μεγάλους και μικρούς, από κακές και ξεχασμένες αρρώστιες. «Το στοιχειωμένο αγροτόσπιτο» που διαδραματίζεται γύρω στα 1965 –«στο πρώτο πλάνταγμα της εφηβείας μου» όπως λέει η αφηγήτρια –ανοίγει επιτέλους τις πόρτες του και βλέπουμε έτσι εναργέστερα τα πρόσωπα μιας βραδυφλεγούς, ως εκείνο το σημείο, «οικογενειακής κοσμογονίας» – τον πατέρα Βαρνάβα, τη μάνα Ολυμπία, τις αδελφές Μαριάνθη και Χρύσα αλλά και τον αδελφό Σταύρο με τον οποίο η αφηγήτρια, που μένει στο ίδιο σπίτι «από μιας ημέρας νήπιο», αναπτύσσει μια πολύ ιδιαίτερη σχέση. Στη «Ζίνα» η συγγραφέας περνάει με μαστοριά από το ομώνυμο και προσφιλές σε αυτήν χρυσοπράσινο έντομο σε μια μαύρη πίπα με «ένα σκοτεινό διφορούμενο στόμιο, απ’ όπου αναδύονταν ακατονόμαστες ιστορίες» –μια γοτθικού τύπου προσαρμογή, θα λέγαμε, του περίφημου «cecin’est pas une pipe». Το διήγημα «Κυκεών» είναι ένα θαυμάσιο ψυχολογικό θρίλερ μικρού μήκους –η Ζυράννα Ζατέλη μεγάλωσε μέσα στον κινηματογράφο που διατηρούσε ο πατέρας της –για έναν ζαχαροπλάστη και την παράλυτη γυναίκα του, ενώ ο «Μανιώδης του καπνού» μια νύξη για το ασίγαστο πάθος της ίδιας της συγγραφέως –η ηρωίδα στην εν λόγω ιστορία εν ανάγκη φουμάρει ως και χρυσάνθεμα!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ