Σάββατο απόγευμα, στους χώρους δοκιμών της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στην Καλλιθέα. Η πρόβα του «Ντον Τζιοβάνι» έχει μόλις τελειώσει και ο Γιάννης Χουβαρδάς ανταλλάσσει μερικές κουβέντες με κάποιους συνεργάτες του που έχουν παραμείνει. Καθώς περιμένω να αρχίσουμε την «επίσημη» κουβέντα μας το μάτι μου πέφτει στις κατασκευές που παραπέμπουν στο σκηνικό της εφετινής πρώτης παραγωγής της ΕΛΣ στο Ηρώδειο: ένα κοντέινερ τοποθετημένο σε μια μεγάλη επιφάνεια χτισμένη με γνήσια υλικά, που μοιάζει όμως μισοκατεστραμμένη από τον χρόνο και από τους ανθρώπους. Λίγο αργότερα ο ίδιος θα μου πει πως όταν του προτάθηκε αυτή η σκηνοθεσία το πρώτο πράγμα που σκέφθηκε ήταν να βρει τρόπο να αποφύγει ορισμένα «κλισέ» τα οποία συνοδεύουν συχνά τη συγκεκριμένη όπερα του Μότσαρτ: την καλλιέπεια, τις ωραίες κινήσεις, κάποιες κωμικές παρεμβάσεις…

«Η παράσταση είναι βασισμένη στη βία, όχι στη γοητεία του Ντον Τζιοβάνι»
λέει ο σκηνοθέτης, μέχρι πρότινος καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. «Δεν θέλησα να μιλήσω τόσο πολύ για τον Ντον Τζιοβάνι που ξέρουμε, τον μέγα καρδιοκατακτητή. Αυτή η πλευρά η οποία ούτως ή άλλως υπάρχει δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Πιστεύω πως είναι απλώς το μέσο για να φτάσεις κάπου αλλού. Εν προκειμένω εστιάζω, επαναλαμβάνω, στη βία που κρύβει αυτό το έργο, αυτή η συμπεριφορά, αυτός ο άνθρωπος». Ο Γιάννης Χουβαρδάς συνεχίζει εξηγώντας πως, παρ’ όλο που αυτό είναι κάτι το οποίο δεν μας αφηγείται το έργο, ο ήρωας φέρει αναμφίβολα κάποιο πολύ σοβαρό τραύμα από την παιδική του ηλικία. Γι’ αυτό κατά την άποψή του στη συνέχεια αποφεύγει την αγάπη, την πολεμά, της αντιστέκεται. Σε αντιστάθμισμα, ηρωοποιεί τη βία. «Οι πράξεις του ήρωα είτε απέναντι στις γυναίκες είτε απέναντι στους άνδρες είναι βίαιες. Υπάρχει ασφαλώς διαβάθμιση: ξεκινούν από το απλό πλημμέλημα, το να σαγηνεύσει μια γυναίκα και να την παρατήσει, και φτάνουν ως τον φόνο του πατέρα μιας από αυτές. Ενδιαμέσως υπάρχουν όλα τα άλλα: ο απόλυτος εξευτελισμός τους, η σωματική βία η οποία ασκεί επάνω τους… Ολα αυτά δεν είναι παίξε-γέλασε, δεν είναι μια σειρά ερωτικές ιστορίες όπως νομίζουμε για τον «Ντον Τζιοβάνι». Είναι πολύ σοβαρά πράγματα, αυτός ο άνθρωπος καταστρέφει ζωές…».
O σύγχρονος χαρακτήρας


Ο σκηνοθέτης θεωρεί ότι αυτή ακριβώς η πλευρά αποκαλύπτει τον σύγχρονο χαρακτήρα της εν λόγω όπερας: την κάνει να μας αφορά ιδιαίτερα ως χώρα καθώς «τα τελευταία χρόνια η βία είναι μια ιστορία «πάρε-δώσε» στην Ελλάδα». Ταυτόχρονα, όμως, συνεχίζει ο ίδιος, θα μπορούσε κάλλιστα να ακουμπήσει σε κάποια άλλη βίαιη στιγμή της ιστορίας, όπως, π.χ., καταστάσεις που έζησαν χώρες της Ανατολικής Ευρώπης πριν από την πτώση του Τείχους. «Μια κοινωνία κλειστή, βίαιη, σκληροπυρηνική, όπου υπάρχουν έντονες σχέσεις ιδιοκτησίας: η κόρη είναι ιδιοκτησία του πατέρα, η σύζυγος του συζύγου κ.ο.κ. Αυτά είναι στοιχεία τα οποία προϋπάρχουν ακόμη και της εποχής του Μότσαρτ: από την περίοδο που έχει συλληφθεί το έργο στη μεσαιωνική Ισπανία». Στην κοινωνία όπου ζει ο Ντον Τζιοβάνι δεν υπάρχει καθόλου αγάπη, εκτιμά ο σκηνοθέτης. «Μέσα σε αυτές τις άγριες σχέσεις εισβάλλει ο ήρωας και κακοποιεί τους πάντες και τα πάντα αλλά πρωτίστως τον εαυτό του ψάχνοντας τη βαθιά επαφή με κάτι που προφανώς είχε στερηθεί από την παιδική του ηλικία».
Οπερα και θέατρο


Ο «Ντον Τζιοβάνι» σηματοδοτεί την πρώτη σκηνοθεσία όπερας στην Ελλάδα για τον Γιάννη Χουβαρδά και κατ’ επέκταση την πρώτη συνεργασία του με την Εθνική Λυρική Σκηνή. Εκτός συνόρων όμως έχει αντιμετωπίσει επανειλημμένως το είδος: στην Οπερα του Γκέτεμποργκ και στη Βασιλική Οπερα της Κοπεγχάγης όπου έχει σκηνοθετήσει απαιτητικά έργα όπως η «Ηλέκτρα», ο «Ιππότης με το ρόδο» και η «Γυναίκα χωρίς σκιά» του Ρίχαρντ Στράους, ο βαγκνερικός «Πάρσιφαλ», οι «Διάλογοι Καρμηλιτισσών» του Πουλένκ, η «Αλτσίνα» του Χέντελ, τα «Παραμύθια του Χόφμαν» του Οφενμπαχ. Απ’ ό,τι φαίνεται, η επαφή του με την όπερα θα συνεχιστεί αφού του χρόνου ετοιμάζεται να σκηνοθετήσει το δημοφιλές «Cosi fan tutte» στην Οπερα της Στουτγάρδης.
Ο σκηνοθέτης λέει ότι παρακολουθούσε την εξέλιξη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ωστόσο παλαιότερα, παραδέχεται, θα του ήταν δύσκολο να αποδεχθεί κάποια πρόταση συνεργασίας λόγω των αυξημένων υποχρεώσεών του –στο Εθνικό Θέατρο και παλαιότερα στο «Αμόρε» –αλλά όχι μόνο γι’ αυτό. «Τα τελευταία χρόνια ο Μύρων Μιχαηλίδης έχει κάνει πολύ καλή δουλειά στην κατεύθυνση της εξωστρέφειας με όλα αυτά τα εντυπωσιακά «ανοίγματα». Σιγά-σιγά χτίζεται ένα προφίλ ευρωπαϊκού λυρικού θεάτρου και αυτό βοηθά έναν σκηνοθέτη ο οποίος δεν είναι ο τυπικός επαγγελματίας της όπερας να πει το «ναι»».
Ο Γιάννης Χουβαρδάς θεωρεί ότι η όπερα και το θέατρο έχουν σε μεγάλο βαθμό διαφορετικούς κώδικες. «Στην όπερα, π.χ., πρέπει να έχεις προετοιμάσει πολύ καλά όλη τη δουλειά, όχι μόνο τα τεχνικά κομμάτια –το σκηνικό, τα κοστούμια κτλ. –αλλά να γνωρίζεις το πώς θα κινηθούν οι τραγουδιστές εκ των προτέρων γιατί αν ψάχνεσαι την ώρα της πρόβας και εκείνοι απορρυθμίζονται αλλά και εσύ ο ίδιος, αφού ταυτόχρονα κυλά το μουσικό μέρος» λέει και συνεχίζει: «Πρέπει να ξέρεις πολύ καλά το έργο και να γνωρίζεις πού βρίσκεσαι ανά πάσα στιγμή γιατί οι πρόβες στην όπερα γίνονται με έναν τρόπο κινηματογραφικό: μπορεί να «περάσεις» πρώτα την τελική σκηνή, ας πούμε, και μετά κάποια άλλη που βρίσκεται στο μέσον. Στο θέατρο αρχίζεις από την αρχή, το πας ημερολογιακά, το εξελίσσεις, το «γεννάς» μαζί με τους ηθοποιούς».
Η ώρα περνά και συνεχίζουμε να μιλάμε για διάφορα. Κάποια στιγμή τον ρωτώ πώς αισθάνεται τώρα που δεν έχει πλέον τις ευθύνες ενός μεγάλου οργανισμού ή έστω ενός θεάτρου. «Πολύ καλά, και μάλιστα νιώθω ότι μπορώ να κάνω ακόμη λιγότερα. Ισως φτάσω μάλιστα σε ένα σημείο να μην κάνω και τίποτε» απαντά ο Γιάννης Χουβαρδάς. «Δεν είναι ότι νιώθω κουρασμένος, απλώς αρχίζω να μετατοπίζομαι στα εντελώς ουσιώδη. Ως τώρα είχα συναρτήσει τη ζωή μου με τη δουλειά μου. Τώρα θέλω να τα διαχωρίσω».

Η παράσταση με μια ματιά
Η δράση τοποθετείται σε μια άδεια, παγωμένη, νυχτερινή πλατεία κάπου στην Κεντρική Ευρώπη, όπου περιφέρονται «υπάρξεις ντυμένες με μια ακατέργαστη τραχύτητα, για να προστατεύονται από την παγωνιά και την ωμότητα του τοπίου και των άλλων ανθρώπων» όπως εξηγεί ο σκηνοθέτης. Τα σκηνικά της παράστασης υπογράφει η Εύα Μανιδάκη, τα κοστούμια η Ιωάννα Τσάμη και τους φωτισμούς ο Λευτέρης Παυλόπουλος. Την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης έχει ο αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός ενώ συμμετέχει η χορωδία της ΕΛΣ υπό τη διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου. Στον ρόλο του «Ντον Τζιοβάνι» εναλλάσσονται οι βαρύτονοι Φράνκο Πομπόνι και Διονύσης Σούρμπης και σε αυτόν της Ντόνα Αννα οι σοπράνο Μυρτώ Παπαθανασίου και Φραντσέσκα Ντόττο. Ερμηνεύουν επίσης οι Αντώνης Κορωναίος (Ντον Οτάβιο), Δημήτρης Καβράκος (διοικητής), Τσέλια Κοστέα (Ντόνα Ελβίρα), Χριστόφορος Σταμπόγλης (Λεπορέλο), Μαρία Μητσοπούλου (Τσερλίνα), Πέτρος Μαγουλάς (Μαζέτο) κ.ά.

πότε & πού:
Ο «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ θα παρουσιαστεί στις 11, 13, 14 και 15 Ιουνίου στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ