Η πάπια δεν μας άφηνε σε ησυχία. Το κρώξιμο του πτηνού, δηλαδή ο ήχος που ο Χρήστος Χωμενίδης έχει βάλει στο iPhone του, διέκοπτε συχνά τη δίωρη κουβέντα μας στο σπίτι του στην Κυψέλη. Αλλά είχε και αυτό τη χάρη του, όπως γενικότερα συμβαίνει με τον πληθωρικό συγγραφέα. Ο Χωμενίδης μάς υποδέχθηκε σέρνοντας το πόδι του –είχε μόλις αρχίσει να αναρρώνει ύστερα από μια ρήξη χιαστού. Αφορμή για τη συνάντηση ήταν η κυκλοφορία του τελευταίου μυθιστορήματός του, «Νίκη», αλλά το τραυματισμένο πόδι δεν μπορούσε να βγει από το μυαλό μου και ζήτησα να μάθω τι είχε συμβεί. Προς έκπληξή μου έμαθα ότι ο τραυματισμός ήταν το αποτέλεσμα ενός πασχαλιάτικου καβγά. Για όλα υπάρχει μια πρώτη φορά… «Δεν είχα τσακωθεί ποτέ στη ζωή μου» είπε ο συγγραφέας.
Ηταν το βράδυ του Πάσχα που έγινε το κακό. Μια μεγάλη παρέα σε κάποιο εστιατόριο της Κέρκυρας. Ανταλλάχθηκαν κουβέντες. Ειπώθηκε κάτι για το «καμάκι» στις γυναίκες. Η αντίθετη του Χωμενίδη πλευρά υποστήριζε ότι κάποτε η μαγκιά στα μπαρ ήταν κάτι που περνούσε στις γυναίκες, ενώ σήμερα όλοι είναι κολλημένοι στο Internet και στο facebook. Ο συγγραφέας είχε ενστάσεις. «Το facebook μπορεί να ανοίξει σπίτια» είναι η γνώμη του, αφού δεν κρύβει ότι την Αλεξάνδρα, μητέρα της κόρης του Νίκης, μέσω facebook τη γνώρισε. Η κουβέντα στο τραπέζι άρχισε να οξύνεται όταν έφθασε στον Ιωάννη Καποδίστρια και στο πότε ενώθηκε η Κέρκυρα με την Ελλάδα. Αναφέρθηκε η ανωτερότητα των Κερκυραίων σε σχέση με τους Ηπειρώτες, τους οποίους ο Χωμενίδης υπερασπίστηκε λέγοντας ότι η Ηπειρος έχει βγάλει σπουδαίους ανθρώπους και ότι «οι αληθινοί Κερκυραίοι είναι άνθρωποι με γνήσια αριστοκρατικότητα, οι οποίοι δεν υποτιμούν κανέναν –αγκαλιάζουν, αντιθέτως, τους ξένους». Η αντίθετη πλευρά τον ρώτησε ποιος Ηπειρώτης είναι σπουδαίος. Ο συγγραφέας αντί να αναφέρει το όνομα του Ευάγγελου Ζάππα ανέφερε το όνομα του Ευάγγελου Αβέρωφ. Τα πράγματα άρχισαν να σκουραίνουν.

Αντίθετη πλευρά:
«Και τι έκανε ο Αβέρωφ;».

Χωμενίδης:
«Εφερε τον Καραμανλή πίσω και απέτρεψε και πέντε πραξικοπήματα».

Αντίθετη πλευρά:
«Και τι έκανε ο Καραμανλής που γκρέμισε την Αθήνα;».

Χωμενίδης:
«Γκρέμισε τα παλάτσο της Κυψέλης και τα σατό του Παγκρατίου. Εφτιαξε την καθημερινότητα πολλών ανθρώπων».
Το ένα έφερε το άλλο, ώσπου κάποια στιγμή ειπώθηκε κάτι τρομερά προσβλητικό για κάποιο πολύ αγαπημένο πρόσωπο του συγγραφέα. Η κατάσταση ξέφυγε εντελώς και ο Χωμενίδης χειροδίκησε πρώτος.

«Αν δεν το έκανα, θα αισθανόμουν τελείως «κότα»»
είπε. Ωστόσο αισθάνεται πολύ ευτυχής που τελικά τραυματίστηκε ο ίδιος και όχι η αντίθετη πλευρά. «Αν είχε πάθει κάτι ο άλλος, τώρα η θέση μου θα ήταν δεινή» είπε. «Θα βοούσαν τα blogs ότι είμαι τραμπούκος. Από το να σπάσεις το πόδι του άλλου, καλύτερα να σπάσεις το δικό σου». Αν όμως για κάτι αισθάνθηκε ωραία, αυτό είναι ότι ο τσακωμός δεν έγινε «ούτε για την πολιτική ούτε για το ποδόσφαιρο. Εγινε για κάτι πολύ παραδοσιακό».
Μυθιστόρημα προσωπικής ευθύνης



Στο εξώφυλλο του μυθιστορήματος «Νίκη», η Νίκη Νεφελούδη

Η «Νίκη» είναι μυθιστόρημα. Υπήρξε όμως αποτέλεσμα προσωπικής ευθύνης του Χωμενίδη, αφού η Νίκη του τίτλου καθρεπτίζει τη μητέρα του συγγραφέα Νίκη Νεφελούδη (Αρμάου στο μυθιστόρημα) και την ίδια ώρα είναι το όνομα της κόρης του, για την οποία άλλωστε το έγραψε. Η «Νίκη» ξεκίνησε εν είδει επιστολής προς την κόρη του, μια ιδέα της μητέρας της. «Στην ηλικία μου υπάρχει και ο φόβος του θανάτου» είπε ο συγγραφέας. «Δεν ήθελα λοιπόν να πάρω μαζί μου το παρελθόν της κόρης μου, ακόμα και αν δεν το γνώρισε ποτέ». Η επιστολή είχε ζουμί. Ο Χωμενίδης αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να γίνει βιβλίο. Ενδεχομένως να αφορούσε και άλλους ανθρώπους. «Είναι το παρελθόν της Ελλάδας» είπε. «Δεν θέλω όμως ούτε η κόρη μου ούτε κανείς να έχει μια μονόχορδη εικόνα του παρελθόντος. Θέλω να ξέρει, για να μπορεί να βρει τα κίνητρα, τις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις του καθενός. Θέλω να έχει μια συμπαθητική ματιά προς όλους. Θέλω να μη θεωρεί ότι υπήρχαν οι καλοί και οι κακοί. Οποιο και αν είναι το μέρος που θα της ταιριάξει, δεν θέλω να αισθάνεται αυτό το σιχαμερό «ή εμείς ή εκείνοι»».

Ο συγγραφέας φέρνει παραδείγματα μέσα από το ίδιο το βιβλίο. Τα μυθοπλαστικά πρόσωπα «φωτογραφίζουν» οικεία του. Η θεία Μαρκέλα μπορεί να ήταν γυναίκα δωσίλογου αλλά ήταν μια πάρα πολύ καλή θεία. Ο θείος Σάββας έγινε υπουργός στην κυβέρνηση Τσολάκογλου επειδή αφελώς και βλακωδώς θεώρησε ότι ως υπουργός επισιτισμού θα βοηθούσε τον κόσμο να μην πεθάνει από την πείνα. Από την άλλη μεριά ο θείος Πέτρος που βρίζει τον Αντώνη (alter ego του πατέρα του συγγραφέα) έχει φάει τόσο πολύ ξύλο στη Μακρόνησο που η συμπεριφορά του είναι τελικά εξηγήσιμη. «Δεν λέω φυσικά ότι πρέπει όλοι να συγχωρούνται και να είναι πρότυπα. Λέω όμως να μην έχουμε κανέναν στην πυρά. Επειδή δεν κάνει σ’ εμάς καλό».
Πώς μπορείς να ξεπεράσεις όμως την αποβολή που η γυναίκα σου έκανε έχοντας φάει τρομερό ξύλο στην Ασφάλεια χωρίς να πει ότι είναι έγκυος; Μια τέτοια σκηνή υπάρχει επίσης στο βιβλίο. «Οι άνθρωποι οι οποίοι πρέπει να είναι ήρωές μας είναι αυτοί που το ξεπέρασαν» είπε ο συγγραφέας. «Είναι χαρακτηριστικό ότι στις νεότερες συγκρούσεις οι παλιοί Μακρονησιώτες, οι άνθρωποι που πραγματικά υπέφεραν, δεν συμμετείχαν. Οι βασανισμένοι αποκτούν τέτοια ωριμότητα που σχεδόν γίνονται άγιοι. Ο Χρόνης Μίσσιος, ας πούμε, είχε βαθιά συμφιλιωτική διάθεση. Φανατίζονται όσοι δεν έχουν υποφέρει». Απόδειξη για τον συγγραφέα είναι ότι οι μεγαλύτεροι ηγέτες της Ευρώπη, ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Βίλι Μπραντ, ακόμη και ο Σαρλ ντε Γκωλ, ακριβώς επειδή είχαν ζήσει τον πόλεμο, προσπάθησαν να δημιουργήσουν τέτοιες συνθήκες στην Ευρώπη ώστε να μη δημιουργηθεί ξανά παρόμοια σύρραξη. «Οι διάδοχοί τους, οι τεχνοκράτες, τα βουτυρόπαιδα, αναζωπύρωσαν τις πολεμικές ιδέες, σε άλλες βέβαια βάσεις».
Σε πρώτο πρόσωπο


Στη «Νίκη» δεν μιλάει ο γιος για τη μάνα του αλλά μέσω του γιου μια γυναίκα (που δεν έχει γίνει ακόμη μάνα) για τον εαυτό της. «Είναι μια ιστορία όπου πρυτανεύει η χαρά της ζωής. Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε πει κάποτε ότι το μόνο δικαίωμα που δεν έχουμε είναι το δικαίωμα να κάνουμε τα πάντα για να είμαστε ευτυχισμένοι». Η περιέργεια του Χωμενίδη για τη ζωή της μητέρας του άρχισε όταν ο συγγραφέας ήταν 10 χρονών και εκείνη του ομολόγησε ότι δεν πήγε ποτέ σχολείο διότι από το 1948 ως το 1955 έπρεπε να μένει κρυμμένη. Αν οι γονείς της συλλαμβάνονταν, θα εκτελούνταν. «Στην παρανομία την είχαν ονομάσει Κούλα και το σιχαινόταν. Σιχαινόταν που αναγκάστηκε να αποκηρύξει τον εαυτό της –και το όνομά σου είναι ο εαυτός σου –σε μια ηλικία όπου βρίσκει κανείς τον εαυτό του». Βγαίνοντας από την παρανομία αποζητούσε το να της ζητούν ταυτότητα, ώστε να δείχνει υπερήφανα ότι «να, είμαι η Νίκη, ο εαυτός μου!».
Και το μεγαλύτερο δώρο που δέχθηκε από τη μητέρα του ήταν ότι δεν τον έκανε να νιώσει ποτέ πάνω του «το βάρος της μαμάς». Επισημαίνει το χαρακτηριστικό της ελληνίδας μάνας (όπως επίσης της ιταλίδας ή της εβραίας) να μοσχαναθρέφει το παιδί της –ιδίως αν είναι αγόρι –και να του λέει ότι αυτό αποτελεί τη σημαντικότερη στιγμή της ζωής της. «Του δημιουργεί την υποχρέωση να την κουβαλά μαζί του ακόμα και όταν έχει πεθάνει. Για τη μάνα μου όμως η σημαντικότερη στιγμή της ζωής της ήταν όταν έκανε την επανάστασή της και κλέφτηκε με τον πατέρα μου. Οχι η γέννησή μου». Οντως, το τελευταίο πράγμα που η ηρωίδα του βιβλίου έχει στο μυαλό της είναι η μητρότητα, ενώ η γέννηση του παιδιού (δηλαδή του Χωμενίδη) δεν υπάρχει στην ιστορία.
Ζωντανές μαρτυρίες


Πολλές από τις σκηνές που ο συγγραφέας περιγράφει στο βιβλίο, όπως π.χ. το πώς στρατολογούσε το ΚΚΕ το 1927, είναι επινοηµένες. Οι περισσότερες όµως προέρχονται από αυθεντικές εξιστορήσεις του παππού του και της γιαγιάς του. «Επτά χρονών άκουγα τον παππού να λέει στον πατέρα µου ότι στις φυλακές της Κέρκυρας όπου ήταν φυλακισµένη όλη η ηγεσία του ΚΚΕ ο µόνος που ήταν χύµα ήταν ο Κλάρας, δηλαδή ο Αρης Βελουχιώτης, του οποίου το κελί βρωµούσε. Οταν και πάλι ο παππούς µού διηγήθηκε πώς χαιρέτισε τον Στάλιν, µου είπε ότι το πρόσωπό του ήταν πάρα πολύ βλογιοκοµµένο. Αυτό µού έµεινε».
Μα είναι δυνατόν ένα παιδάκι οκτώ χρονών να ενδιαφέρεται για το πόσο βλογιοκομμένο ήταν το πρόσωπο του Ιωσήφ Στάλιν; Ο Χωμενίδης φέρνει ως παράδειγμα την κόρη του που είναι τριάμισι. «Προχθές που έγινε η κρίση στη ΝΕΡΙΤ και ως μέλος του ΔΣ ήμουν σε αυτούς που έπαυσαν τον Γιώργο Προκοπάκη, η Νίκη με ρώτησε τι έκανα στη μέρα μου. Της είπα ότι ο διευθυντής της τηλεόρασης, αν και πολύ καλός άνθρωπος και τον αγαπάμε πολύ, δεν έκανε καλά τη δουλειά του και έπρεπε να τον σταματήσουμε. Ηθελα να της δείξω ότι κάποιος που αγαπάμε και που είναι καλός άνθρωπος δεν παύει να είναι αν τον σταματήσουμε επειδή δεν κάνει καλά τη δουλειά του. Και εκείνη μού είπε: «Ναι, να πάψει να κάνει αυτή τη δουλειά για μερικές μέρες, να τη μάθει καλύτερα και μετά να ξανάρθει». Αισθάνομαι υποχρέωσή μου να ενημερώνω την κόρη μου για όλα όσα συμβαίνουν. Και εκείνη έδωσε μια λύση. Ανατρέφω μια μικρή σοσιαλίστρια».
Ο Χωμενίδης πάντως όχι απλώς έχει μετανιώσει αλλά βλαστημάει κάθε ημέρα που πήγε «σε αυτό το πράγμα, που είναι φυσικά άμισθο». Πώς και πώς περιμένει τη στιγμή που θα έρθει ένα καινούργιο ΔΣ τον Αύγουστο. Τότε γιατί πήγε; «Πήγα γιατί θεωρούσα ότι η ΕΡΤ έκλεισε με τραυματικό τρόπο αλλά ταυτόχρονα θα μπορούσε να γίνει μια αφετηρία για τη δημιουργία μιας νέας, πραγματικά ανεξάρτητης και ενδιαφέρουσας ραδιοτηλεόρασης. Αλλά είναι πολύ δύσκολο». Εχοντας δεχθεί διαρκείς ύβρεις, συκοφαντίες και αποδοκιμασίες τα τελευταία χρόνια, ο Χωμενίδης δεν φοβήθηκε να ασχοληθεί με τη ΝΕΡΙΤ. «Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται. Φοβήθηκα όμως για το ότι, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, το αρχικό σχέδιο θα εξουδετερωθεί από τους μηχανισμούς. Το ίδιο πράγμα άλλωστε μου συνέβη στη ΔΗΜΑΡ και γι’ αυτό κι έφυγα από εκεί. Ο Μαγιακόφσκι είχε πει ότι «το καραβάκι της ποίησης τσακίστηκε στα κατσάβραχα της πραγματικότητας». Είμαστε γεμάτοι ιδέες, θέλουμε να βοηθήσουμε αλλά επειδή έχουμε και μια παράλληλη ζωή, γράφουμε βιβλία, κινούμαστε στην κοινωνία κ.ο.κ., δεν μπορούμε να είμαστε 24 ώρες το 24ωρο εκεί, πόσω μάλλον όταν δεν έχουμε έναν μισθό. Πρέπει κάπως να ζήσουμε. Αυτός που είναι εγκατεστημένος εκεί, το κομματικό ή το διοικητικό στέλεχος, που πηγαίνει στις 7 το πρωί και κάθεται 15 ώρες, που βρίσκει γκόμενες ή γκόμενους από εκεί, που έχει αναπτύξει μια σχέση με τον αρχηγό του τύπου ότι το βράδυ θα πιουν και δυο ουίσκι και ας πουλήσει την γκόμενά του, αυτός που δεν έχει επαφή με τον κόσμο, που χάνει τις προσλαμβάνουσες και ιδρυματοποιείται, αυτός είναι που θα γίνει ο πραγματικός κυβερνήτης της κατάστασης. Κι εμάς που είμαστε εκεί με περίσσευμα ψυχής, πάντα θα μας νικάει. Οι φορείς των νέων ιδεών τελικά εξουδετερώνονται από τους λαντζιέρηδες. Αυτό γίνεται στην πολιτική, γι’ αυτό και η πολιτική δεν πάει μπροστά».

«Αριστερά σημαίνει να μπαίνεις στη θέση του άλλου»

Ομως ο κόσμος σήμερα τσακώνεται διαρκώς για την πολιτική και ο συγγραφέας το αποδίδει στο ότι είναι ένας κόσμος «αλαλιασμένος. Ακόμα όμως κι εκείνος που «τρελαίνεται» και γίνεται από ακραίος ΣΥΡΙΖΑ μέχρι Χρυσή Αυγή, πρέπει να το συζητήσει. Μπορεί η ζωή του να είναι σε τέτοιο βαθμό κατεστραμμένη που να αισθάνεται ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα. Και να έχει και δίκιο. Με διαλυμένο το εγώ είσαι συνέχεια στα κάγκελα. Πρέπει να μπεις στη θέση του, να συζητήσεις μαζί του, να μην τον δεις σαν εχθρό ακόμα και αν αυτός είναι εχθρικός απέναντί σου».
Μου φέρνει το παράδειγμα που έζησε ο ίδιος προσφάτως στο ταξί. Ο ταξιτζής ήταν ένας ευγενέστατος, εξυπηρετικός άνθρωπος, ο οποίος στη θήκη του παραθύρου είχε ψηφοδέλτια του Ηλία Κασιδιάρη. «Αν δεν ήμουν τόσο καταπονημένος από το πόδι μου δεν θα τον έβριζα αλλά με πολύ γλυκό τρόπο θα προσπαθούσα να καταλάβω τι τον ώθησε εκεί. Σε επίπεδο πολιτών – ψηφοφόρων αυτό θα ‘πρεπε να γίνεται. Οχι φυσικά απέναντι στον ίδιο τον Κασιδιάρη αλλά απέναντι σε αυτούς που τον ψηφίζουν».
Για τον Χρ. Χωμενίδη αυτό που λείπει από την Ελλάδα είναι η «συναίσθηση, να μπεις στη θέση του άλλου» (χρησιμοποιεί και την αγγλική λέξη empathy). Ο ίδιος το προσπαθεί; «Μα η δουλειά του συγγραφέα αυτή δεν είναι; Να μπαίνει στη θέση των άλλων».
Πράγματι, στο βιογραφικό του στη «Νίκη» αναφέρεται ότι ο Χωμενίδης κατοικεί πάντα στην Κυψέλη και επιμένει να ελπίζει στο καλύτερο. «Αυτό για εμένα είναι και η ουσία της Αριστεράς, της ανθρωπιστικής Αριστεράς στην οποία ανήκω» είπε. «Να μπορείς να αγκαλιάσεις όλη την κοινωνία». Γίνεται όμως; Σε διεθνές επίπεδο και στο βάθος της Ιστορίας έχει συμβεί κατά καιρούς με μερικούς ανθρώπους. Στη δική του αντίληψη αριστερός ήταν και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. «Αριστερά είναι να μπαίνεις στη θέση του άλλου αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι απαγορεύεται να έχεις φιλελεύθερες απόψεις. Δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι το κατώτατο μηνιαίο εισόδημα ήταν μια ιδέα των φιλελεύθερων, όχι της Αριστεράς. Η πραγματική Αριστερά δεν θα πρέπει να θέλει το μονοπώλιο. Τόσο το καλύτερο για την Αριστερά αν η Δεξιά πιστεύει τα ίδια μ’ εκείνη».
Ο Αλέξης και τα «Τ» του Ελύτη
Ποιο πρόσωπο είναι φτιαγμένο από τη μαγιά του οραματιστή; «Διεθνώς, ο Μπαράκ Ομπάμα» απαντά ο συγγραφέας, «όπως μας τον δίνουν τουλάχιστον. Στην Ελλάδα λένε ότι είναι ο Αλέξης Τσίπρας αν και έχω σοβαρές αντιρρήσεις μαζί του. Εχουν να κάνουν με τις διαδρομές μας, τα νιάτα μας, την αισθητική μας, τη ζωή την ίδια. Οταν ο Τσίπρας ήταν στην ΚΝΕ και μετά στον ΣΥΡΙΖΑ εγώ πήγαινα σινεμά, ταξίδευα, έπινα στα μπαρ, διάβαζα. Διαφωνώ και πολιτικά μαζί του αλλά δεν μπορώ να του αμφισβητήσω ότι έχει τα δύο από τα 3 Τ του Ελύτη (τύχη, τόλμη, τέχνη). Ο Τσίπρας έχει τρομερή τύχη και έχει και τόλμη. Ποιο είναι το όραμά του όμως; Ποια είναι η κοινωνία που του αρέσει; Ποιες είναι οι δυνατότητες της Ελλάδας; Γιατί όλη του η πολιτική είναι εναντίον της αξιολόγησης των καθηγητών; Δεν θέλει τα δημόσια πανεπιστήμια να αναβαθμιστούν; Τα δημόσια πανεπιστήμια είναι για τα φτωχά παιδιά. Ο πλούσιος και μπουρδέλο να είναι η Πάντειος ή η Νομική το παιδάκι του θα το στείλει στο Χάρβαρντ».
Τα ψάρια της Αλέκας Παπαρήγα
«Το ΚΚΕ στο κατώφλι της δεκαετίας του ’30 θύμιζε περισσότερο αλληλοσπαρασσόμενη αίρεση παρά πολιτικό κόμμα» γράφει ο συγγραφέας στη «Νίκη». Σήμερα τι θυμίζει; «Τον στίχο του Ρίτσου «σαν πέτρινα λιοντάρια στην μπασιά της νύχτας» που μιλά για τους γέρους στη Μακρόνησο που ήταν πια σαν αγάλματα. Αν και το ΚΚ φέρθηκε άσχημα αδικώντας τους περισσότερους αγωνιστές που έδωσαν τα πάντα για αυτό, ευτύχησε να έχει μια καταπληκτική ηγέτιδα, μια βαθιά μορφωμένη και μαρξιστικά καλλιεργημένη γυναίκα που έλεγε τα πράγματα χύμα και τσουβαλάτα. Οταν η Αλέκα Παπαρήγα έβγαινε και μιλούσε στη Βουλή πάντα τη θαύμαζα. Είχε το ύφος και την κινησιολογία ενός ανθρώπου που τηγανίζει ψάρια και σταματά λίγο, τα βάζει σε χαμηλή φωτιά, βγαίνει από την κουζίνα και ανεβαίνει στο βήμα. «Λοιπόν θα σας τα πω πέντε λεπτά γιατί με περιμένουν τα ψάρια να τα αλευρώσω». Δεν είναι τυχαίο που όποτε μιλούσε δεν χειροκροτούσαν».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ