Είναι ίσως ο δημοφιλέστερος σύγχρονος γερμανόφωνος συγγραφέας. Διαβάζοντας κανείς τα βιβλία του αντιλαμβάνεται γρήγορα τους λόγους – το ευφυές χιούμορ είναι πάντοτε σε διαλεκτική σχέση με μια μελαγχολική ευαισθησία. Ο 39χρονος Ντάνιελ Κέλμαν, προσηνής και χαμογελαστός, επισκέφθηκε τούτη την εβδομάδα την Αθήνα για να παρουσιάσει το τελευταίο του βιβλίο υπό τον πολύσημο τίτλο «F» (2013, μετάφραση Κώστας Κοσμάς, εκδόσεις Καστανιώτη).

Το «Βήμα» τον συνάντησε στο ξενοδοχείο του στο κέντρο της πρωτεύουσας. Στο οικογενειακό αυτό μυθιστόρημα πρωταγωνιστούν οι Φρίντλαντ, ο πατέρας Άρτουρ και οι τρεις γιοι του, οι δίδυμοι Έρικ και Ιβάν και ο ετεροθαλής αδελφός τους Μάρτιν. Η οικογένεια (Familie) του μύθου (Fabel) ονομάζεται Friedland. Ο Κέλμαν δανείζεται το συγκεκριμένο γράμμα από το λατινικό αλφάβητο για να στήσει ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμών με το πεπρωμένο (Fatum) του καθενός.

«Για να είμαι ειλικρινής δεν μου αρέσουν τα παραδοσιακά ρεαλιστικά μυθιστορήματα που ασχολούνται με οικογένειες. Ξεκίνησα να γράφω την “Mέτρηση του κόσμου” για ανθρώπους σαν κι εμένα, που δεν τους αρέσουν τα ιστορικά μυθιστορήματα αλλά που θα διάβαζαν κάτι διαφορετικό. Το ίδιο συνέβη και με το τελευταίο, δεν μου αρέσει το οικογενειακό μυθιστόρημα του κοινωνικού ρεαλισμού, ας πούμε, και γι’ αυτό έγραψα το “F”, ακριβώς για τον ίδιο λόγο» είπε ο συγγραφέας.

Ο «αντι-πάτερ» φαμίλιας και επίδοξος συγγραφέας Άρτουρ, στην αρχή του μυθιστορήματος, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980, βάζει τα ανήλικα παιδιά του στο αυτοκίνητο και πάνε όλοι μαζί να παρακολουθήσουν την παράσταση του Λίντεμαν, ενός μεγάλου υπνωτιστή. Η εμπειρία θα αποδειχθεί απρόβλεπτα σημαδιακή για όλους στην πορεία του χρόνου. Ο Λίντεμαν λέει ότι «η ύπνωση δεν είναι ύπνος, αλλά ένα είδος αγρύπνιας στραμμένης προς τα μέσα, όχι αβουλία αλλά πρωτοβουλία». Ο Άρτουρ, λοιπόν, αμέσως μετά την ύπνωση αποφασίζει να εγκαταλείψει τις δεσμεύσεις της ζωής του και εξαφανίζεται κυνηγώντας την ελευθερία και την έμπνευση. Κάποια στιγμή στο μέλλον θα γίνει διάσημος για τα εύπεπτα και ευπώλητα βιβλία φιλοσοφίας που γράφει.

Ο άπιστος ιερέας, το «golden boy» και ο παραχαράκτης

Στα επόμενα κεφάλαια, μια εικοσαετία και πλέον αργότερα, μαθαίνουμε τους δρόμους που τράβηξαν στη ζωή τους τα τρία αδέλφια. Παρακολουθούμε μια συγκεκριμένη ημέρα (8/8/08) από την ενήλικη ζωή τους. Ο μεγαλύτερος όλων, ο Μάρτιν, έγινε ένας καθολικός ιερέας που πασχίζει μάταια να πιστέψει στον Θεό. Ο Έρικ έγινε αυτό που λέμε «golden boy», χρηματιστής και σύμβουλος επενδύσεων, ένας υπερχρεωμένος απατεώνας που φοβάται ότι είναι θέμα χρόνου να βρεθεί πίσω από τα κάγκελα και γι’ αυτό το έχει ρίξει στα ψυχοφάρμακα. Τελικώς η πρόσφατη οικονομική κρίση θα τον σώσει!

Ο Ιβάν, ο τρίτος εξ αυτών που σε συνδυασμό με τον Μάρτιν αποτελούν μια ευθεία αναφορά στους «Αδελφούς Καραμάζοφ» του Φ. Ντοστογιέφσκι, έγινε ένας εστέτ έμπορος τέχνης που πλαστογραφεί τους πίνακες ενός γέρου ζωγράφου και παραπλανά τον καλλιτεχνικό κόσμο. «Ο Έρικ είναι μια φιγούρα της εποχής μας. Ο Μάρτιν όχι και τόσο, αναρωτιόμουν μάλιστα όταν έγραφα ότι μπορεί να ταίριαζε καλύτερα στη δεκαετία του 1950. Εις ό,τι αφορά τώρα τον παραχαράκτη Ιβάν, εντάξει, η παραχάραξη της τέχνης δεν είναι τόσο παλιά όσο η ίδια η τέχνη, αλλά είναι τόσο παλιά όσο και η λατρεία για τον αυθεντικό καλλιτέχνη και το έργο του» απάντησε ο Κέλμαν για τις επιμέρους επιλογές του. Στο μυθιστόρημα αυτό επανεμφανίζεται, κάποια στιγμή, ο κυνικός δημοσιογράφος Σεμπάστιαν Τσέλνερ που γνωρίσαμε στο «Εγώ και ο Καμίνσκι».

«Ο Σεμπάστιαν είναι ένας πιεστικός τύπος που δεν έχει και πολλές ικανότητες, είναι μάλλον ανίκανος και προσπαθεί συνεχώς να φορτώνεται στους άλλους. Αντιθέτως ο Ιβάν είναι ένας πολύ ταλαντούχος ζωγράφος, ένας αξιαγάπητος άνθρωπος που επιπλέον συμπεριφέρεται εδώ και ως ήρωας. Είναι μεν παραχαράκτης αλλά αυτό δεν είναι συνώνυμο του κακού χαρακτήρα. Όταν έγραφα το “Εγώ και ο Καμίνσκι” (σ.σ. αυτό είναι το επίθετο του γέρου ζωγράφου που προσπαθεί να εκμεταλλευθεί ο Τσέλνερ εκδίδοντας μια βιογραφία αμέσως μετά τον θάνατό του) ο Σεμπάστιαν δεν μου ήταν καθόλου συμπαθής. Τον χρησιμοποίησα για να γράψω μια σάτιρα για τον συγκεκριμένο μικρόκοσμο της τέχνης. Η σάτιρα είναι υπερβολή. Εν προκειμένω προσπαθώ, έχοντας μιλήσει με πολλούς ανθρώπους, να αποδώσω με πιστότητα τον καλλιτεχνικό χώρο και όσους κινούνται σε αυτόν» συνέχισε ο συγγραφέας.

Το μυθιστόρημα αυτό, είπαμε στον Κέλμαν, έχει και μια έντονη μεταφυσική αγωνία. «Είναι κάθε άλλο παρά μεταφυσικό ως προς τις προθέσεις του. Είναι εναντίον της μεταφυσικής, είναι πολύ σκληρό και αυστηρό απέναντι στην θρησκεία επί παραδείγματι. Από την άλλη βεβαίως εμφανίζονται και φαντάσματα, όντως συμβαίνουν ορισμένα μεταφυσικά πράγματα. Αυτή την αντίφαση όντως την φέρει το βιβλίο, το παρατήρησα αργότερα αυτό που λέτε, αλλά καθώς έγραφα αντί να την αμβλύνω αυτή την κατεύθυνση, την όξυνα, την επέτεινα. Και επειδή μάλλον υπονοείτε κάτι για τις δικές μου μεταφυσικές ανησυχίες, νομίζω ότι το έκανα αυτό επειδή ταιριάζει κάπως με την προσωπικότητά μου: αφ’ ενός δεν πιστεύω καθόλου στα φαντάσματα, αφ’ ετέρου τα φοβάμαι πολύ» είπε.

Η τέχνη της ψευδαίσθησης

Στα βιβλία του προσεγγίζει συνεχώς την τέχνη μέσα από την ματαιότητα. «Κάθε τι το ανθρώπινο φέρει κάτι το πεπερασμένο, δεν συμφωνείτε; Αν το δούμε τελείως ψυχρά η τέχνη είναι πεπερασμένη κι αυτή. Όταν κάποιος λατρεύει τον Σαίξπηρ, τον Ρέμπραντ ή τον Μπαχ, έχει την εντύπωση ότι είναι αιώνιες αξίες και ότι, ως τέτοιες, θα κρατήσουν για πάντα. Μπορεί όμως να υπάρξουν εποχές στο μέλλον στις οποίες οι άνθρωποι δεν θα διαβάζουν Σαίξπηρ, δεν θα απολαμβάνουν τον Ρέμπραντ, ούτε θα ακούνε τον Μπαχ. Σε τελική ανάλυση, κάποια στιγμή μπορεί να μην υπάρχουν καν άνθρωποι, πόσο μάλλον τα δημιουργήματά τους» προβληματίστηκε ο Κέλμαν.

Ο Άρτουρ γράφει ένα μυθιστόρημα – μέσα στο μυθιστόρημα του Κέλμαν – υπό τον τίτλο «Οικογένεια». Ο πρωταγωνιστής του ονομάζεται «F» και το βιβλίο σημειώνει τεράστια επιτυχία. Το πρόβλημα είναι ότι όποιος το διαβάσει δεν έχει καλό τέλος, προκαλείται ένα «κύμα αυτοκτονιών». Μπορεί, ρωτήσαμε τον γερμανό συγγραφέα, να γίνει όντως η λογοτεχνία τόσο επικίνδυνη; «Δεν πιστεύω ότι η λογοτεχνία μπορεί να φέρει έναν άνθρωπο στα όριά του, πόσο μάλλον να τον οδηγήσει στην αυτοκτονία. Αυτό είναι ένα παιχνίδι από μέρους μου. Ξέρετε, ακόμη και στην περίφημη περίπτωση του νεαρού Βέρθερου (του Γκαίτε) είναι αμφίβολο αν όντως υπήρξαν άνθρωποι που αυτοκτόνησαν ή αν αυτό ανήκει στη μυθολογία του έργου και του ρομαντισμού. Η λογοτεχνία, υπό αυτή την έννοια, δεν είναι επικίνδυνη και στο κάτω κάτω δεν υπάρχει και λόγος να γίνει» γέλασε ο ίδιος.

Η κουβέντα ήταν αβίαστη και ενδιαφέρουσα. Περί των πλέον πρόσφατων λογοτεχνικών του αναφορών ο λόγος. «Τα ερεθίσματα δεν τα δέχεται κανείς παθητικά, τα αναζητεί ενεργητικά. Όταν λοιπόν θέλεις να γράψεις, έχεις την ανάγκη να γράψεις, αρχίζεις να τα ψάχνεις. Η πιο ταιριαστή παρομοίωση νομίζω είναι ο ραδιοφωνικός δέκτης τον οποίο βάζεις σε λειτουργία και γυρίζεις το κουμπί προκειμένου να βρεις την κατάλληλη για εσένα συχνότητα. Μου αρέσει πάρα πολύ ο Ρομπέρτο Μπολάνιο για το θάρρος που είχε ως συγγραφέας να αφήνει πράγματα αναπάντητα και ανεξήγητα, να τα αφήνει δηλαδή ανοιχτά. Ως προς αυτό ήταν μια πραγματική έμπνευση για εμένα» είπε ο Κέλμαν. Ομολογουμένως αυτή η συνθήκη που μεταμορφώνει τη λογοτεχνία σε ψευδαίσθηση, σε κάτι ρευστό που διαχέεται μέσα στη ζωή, διαπερνά το βιβλίο. «Είπατε ψευδαίσθηση και ξέρω ακριβώς τι εννοείτε. Χαίρομαι δηλαδή που το βλέπετε κι εσείς έτσι, επειδή η αίσθησή μου διαβάζοντας τον Μπολάνιο είναι ακριβώς αυτή, ένας κόσμος που αποκλίνει κάπως από τον δικό μας, δεν είναι ακριβώς ο κόσμος που ξέρουμε αλλά δεν είναι τελείως ανοίκειος, είναι κάτι παράλληλο και διαφορετικό» είπε ο Κέλμαν.

Ο έλληνας σοφέρ και η παράνοια

Υπάρχουν όμως και οι λεπτομέρειες. Γιατί επέλεξε ο σοφέρ του Έρικ να είναι Έλληνας, και επιπλέον φωνακλάς και καθόλου ευγενής; «Α, είναι μια σύμπτωση! Δεν έχει καμιά πολιτική ούτε πολιτισμική αναφορά η επιλογή αυτή. Αυτό που ήθελα ήταν να πάω ένα βήμα παραπέρα την τρέλα του Έρικ. Δίπλα σε έναν άνθρωπο που είναι κλεισμένος μέσα σε έναν παρανοϊκό μικρόκοσμο, έβαλα δίπλα του μια ακόμη πιο παρανοϊκή περίπτωση. Αυτό που μ’ αρέσει περισσότερο στον σοφέρ είναι ότι πρόκειται για έναν Έλληνα που έχει το πιο μη ελληνικό όνομα που μπορεί κάποιος να φανταστεί! Ε, δεν γίνεται να σε λένε Κνουτ και να είσαι πραγματικός Έλληνας» απάντησε ο ίδιος που δεν έχει άλλωστε και μεγάλη γνώση της σύγχρονης Ελλάδας, στο μυαλό του η Ελλάδα ταυτίζεται ακόμη με την κλασική αρχαιότητα. Τώρα αυτό είναι καλό ή κακό; Είναι μάλλον παρήγορο…

Το εκνευριστικό πάντως με τον Έρικ, είπαμε στον Κέλμαν, είναι ότι δεν τιμωρήθηκε, ότι δεν υπέστη τις συνέπειες των πράξεών του. Είστε λίγο «αντιπαιδαγωγικός» κύριε Κέλμαν; «Χμμ, έχετε απόλυτο δίκιο. Είναι τελείως αντιπαιδαγωγικό το μήνυμα. Αλλά αυτό δυστυχώς συμβαίνει στον κόσμο, συνήθως αυτοί που πράττουν τα χειρότερα, τελικά τη γλιτώνουν. Παρ’ όλα αυτά ούτε αυτό πρέπει να είναι το μήνυμα. Έτσι μου βγήκε. Για να σας απαντήσω τελείως σοβαρά αυτό που ήθελα να δείξω με το μυθιστόρημα είναι η πολύ μεγάλη δύναμη του τυχαίου στη ζωή μας. Σε τελική ανάλυση ο Έρικ, αυτός που ήταν εκατό τοις εκατό σίγουρος ότι θα την πατήσει, ήταν και ο μοναδικός που τελικά δεν την πάτησε. Ήταν πεπεισμένος ότι το κακό ήταν προ των πυλών αλλά τη γλίτωσε. Ο Ιβάν την πάτησε ενώ δεν είχε κανέναν λόγο να ανησυχεί. Προσέξτε όμως, μπορεί οι χειρότεροι να τη γλιτώνουν αλλά καταστρέφουν ό,τι αγγίζουν με τα χέρια τους. Η κληρονομιά του Ιβάν για παράδειγμα, την οποία ανέλαβε μετά ο Έρικ, έγινε καπνός» υπογράμμισε ο ίδιος.

Η αποδοχή της τυχαιότητας είναι προφανώς αποδεκτή από την επιστήμη σήμερα, είναι ένας κοινός τόπος. Αυτό όμως είναι καθησυχαστικό για τους ανθρώπους; «Χάνει κανείς το έδαφος κάτω από τα πόδια του όταν συνειδητοποιεί την παντοδυναμία του τυχαίου. Παρ’ όλα αυτά πρέπει κανείς να το λαμβάνει υπ’ όψιν του και να το προσέχει, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι είμαστε όντα που δεν μπορούν να ζήσουν διαφορετικά, ότι πρέπει να κατασκευάζουμε οι ίδιοι την αφήγηση της ζωής μας εκ των υστέρων, ότι δεν είμαστε καν σε θέση να αποφύγουμε την σκέψη ότι, αν χάσουμε το τρένο, αυτό είχε κάποιο προκαθορισμένο νόημα για τη ζωή μας» υπογράμμισε ο Κέλμαν.

Κρίση, Ευρώπη, Γερμανία

Ο Έρικ, το «golden boy», έγινε η αφορμή να συζητήσουμε και για την οικονομική κρίση. «Η γνώση που αποκόμισα τα τελευταία χρόνια, διαβάζοντας όλο και περισσότερο βιβλία που δεν είναι λογοτεχνικά, είναι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι αμείβονται αδρά για να κάνουν αυτές τις δουλειές, και για τους οποίους επικρατούσε η εντύπωση ότι είναι ειδήμονες, στην πραγματικότητα είναι τελείως άσχετοι, δεν έχουν ιδέα τι κάνουν. Αποκόμισα επίσης και μια σιγουριά: ότι δεν πρέπει να τρέφουμε κανενός είδους σεβασμό προς το πρόσωπό τους». Δεν αναφέρθηκε μόνο στους χρηματοπιστωτικούς παίκτες αλλά και τους οικονομολόγους. «Έχουν διασπείρει ένα σωρό θεωρίες με ένα πολύ σαφές ιδεολογικό υπόβαθρο και λένε ότι η οικονομία εμπεριέχει πάντοτε τις σωστές απαντήσεις. Αυτό σήμερα αποδεικνύεται μια πλάνη. Δεν είναι επιστήμη αυτό το πράγμα» είπε ο Κέλμαν και επεσήμανε ότι «η οικονομική ελίτ και οι τράπεζες φέρουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης επειδή συμπεριφέρθηκαν παντελώς ανεύθυνα».

Και η Ευρώπη; Εργάζεται η Γερμανία προς την πρόοδο της; «Η Γερμανία είναι πλέον μια κραταιή φιλελεύθερη δημοκρατία. Ακούγονται ορισμένες φωνές για την ηγεμονία της εκ νέου στην Ευρώπη. Δεν είναι ορατός ένας τέτοιος κίνδυνος κατά τη γνώμη μου. Πρέπει όμως να είμαστε προσεκτικοί ώστε να μην ξυπνήσουν και πάλι ορισμένες ηγεμονικές φιλοδοξίες στη Γερμανία, αυτό που συνέβη κατά το παρελθόν δεν πρέπει να επαναληφθεί. Είναι νομίζω εμπεδωμένο στη συνείδηση των πολιτικών ελίτ της Γερμανίας, μια σταθερά αν θέλετε της γερμανικής πολιτικής, ότι αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι μια γερμανική ηγεμονία αλλά μια ευρωπαϊκή συνεργασία».

Το βλέπετε να συμβαίνει σήμερα αυτό; «Η Γερμανία έχει συνείδηση τι έχει συμβεί κατά το παρελθόν. Εξαιτίας αυτού έχει απόλυτη συναίσθηση ότι δεν πρέπει να επαναληφθεί αυτή η ηγεμονική συμπεριφορά. Αυτό, αν θέλετε, είναι ίσως και η εσωτερική διαμάχη στην κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας. Αφ’ ενός η Γερμανία είναι de facto μια οικονομική υπερδύναμη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφ’ ετέρου όμως θέλει να αποφύγει την εικόνα και τη συμπεριφορά μιας οικονομικής υπερδύναμης. Αυτή είναι επί της ουσίας η εξίσωση που καλείται να λύσει η Γερμανία και ίσως να μην είναι καλό να την λύσει απαραίτητα»…

Τα «έξυπνα» ρούχα της Ανγκελα Μέρκελ

Θα έκανε ποτέ την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ ηρωίδα σε ένα μυθιστόρημά του; Δεν είναι ενδιαφέρουσα προσωπικότητα; «Συμφωνώ μαζί σας, θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα φιγούρα για ένα μυθιστόρημα. Όχι όμως για κάποιο από τα δικά μου, εμένα με ενδιαφέρουν άλλες προσωπικότητες. Είναι δηλαδή μια ενδιαφέρουσα ηρωίδα, αλλά όχι τόσο ενδιαφέρουσα για εμένα προσωπικά. Είναι μια πολύ έξυπνη γυναίκα. Είχε την ευστροφία και την ικανότητα να παρουσιάσει στο κοινό τη μεγάλη δύναμη που διαθέτει ως κάτι το οποίο όχι μόνο δεν είναι απειλητικό αλλά δεν έχει καν ούτε τα στοιχεία της μεγαλοπρέπειας που θα περίμενε κανείς. Παρά το γεγονός ότι έχει πλήρη επίγνωση της δύναμής της, σκηνοθετεί τον εαυτό της με έναν τρόπο ήπιο, που δεν σου προκαλεί ανησυχία» ανέφερε ο γερμανός συγγραφέας.

Και μας έδωσε ένα πολύ μικρό παράδειγμα. «Ξέρουμε την αδυναμία των μέσων ενημέρωσης να σχολιάζουν τις γυναίκες του δημόσιου βίου σύμφωνα με τις ενδυματολογικές τους επιλογές, με τα ρούχα που φοράνε. Η Άνγκελα Μέρκελ, λοιπόν, είχε την πονηριά να έχει πάντα το ίδιο κόψιμο στα ρούχα της – το χρώμα αλλάζει βεβαίως, όχι όμως η κοψιά που παραμένει ίδια – έτσι ώστε να μη δίνει την ευκαιρία ή την αφορμή σε όσους σκέφτονται έτσι να σχολιάζουν με συγκεκριμένους τρόπους το ντύσιμό της. Αυτό φαίνεται αμελητέο, ίσως απλό, δείχνει όμως μια μεγάλη ικανότητα να διαχειρίζεσαι την εικόνα σου και να χειρίζεσαι όσους θέλουν να ασχοληθούν μαζί της» κατέληξε.

Πολλοί στην Ελλάδα, είπαμε στον Κέλμαν, ερμήνευσαν το γεγονός ότι η καγκελάριος φοράει κάθε τόσο τα ίδια ρούχα ως μια έμμεση… προτροπή προς την αποδοχή της λιτότητας. Ο Κέλμαν γέλασε. «Ναι, αλλά σας είπα, αλλάζει κάθε ημέρα το χρώμα»!