«Μια εστία χάθηκε, ας δημιουργήσουμε μια άλλη. Ή άλλες». Αυτό ήταν το «σύνθημα» που φάνηκε να γεννιέται κατά τη διάρκεια της «βιβλιοφιλικής» εκδήλωσης που έγινε τις προάλλες με αφορμή το κλείσιμο του ιστορικού βιβλιοπωλείου της Εστίας. Ελέχθη για πρώτη φορά από τον ευρωβουλευτή κ. Γιώργο Κουμουτσάκο και έμελλε να ακουστεί πολλές φορές ακόμη.

Η εκδήλωση διοργανώθηκε το πρωινό της 20ής Απριλίου στο Κτίριο Κωστής Παλαμάς του Πανεπιστημίου Αθηνών (Ακαδημίας και Σίνα) και παρά τη δύσκολη ημέρα και ώρα (ο ήλιος έλαμπε και ήταν Σάββατο) η αίθουσα είχε ως και όρθιους.
Ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί για να ακούσει 20 βιβλιόφιλους –πανεπιστημιακούς, λογοτέχνες, επιχειρηματίες και κυρίως δημοσιογράφους –να αναπτύσσουν μέσα σε ένα λεπτό ο καθένας τη σκέψη του για το θέμα του κλεισίματος της Εστίας, αλλά και της αντανάκλασης που έχει (αν έχει) στη ζωή του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Ακούστηκαν πολλές απόψεις και ευτυχώς απουσίαζε η αίσθηση της κηδείας.
Νοσταλγία; Σαφώς και υπήρχε. Ο δημοσιογράφος Μηνάς Βιντιάδης και ο επιχειρηματίας-πρόεδρος του Ιδρύματος Ευγενίδου Λεωνίδας Δημητριάδης έπλασαν το πορτρέτο της καλλιτεχνικής ζωής της Αθήνας της δεκαετίας του ’70. Ανάμεσα στα δεκάδες σινεμά και θέατρα, τον Νικόλα Ασιμο και τα δισκοπωλεία με τα βινύλια, και το προϋπάρχον πολλά έτη Βιβλιοπωλείον της Εστίας, ένας ονειρικός τόπος συνάντησης όπου «μεγαλώσαμε λαθροδιαβάζοντας», όπως είπε ο καθηγητής Πανεπιστημίου κ. Χρήστος Γκόρτσος.
Δαιμόνιο της συγγραφής αστυνομικών μυθιστορημάτων καθώς είναι, ο συγγραφέας Πέτρος Μάρκαρης έθεσε ένα ερώτημα ίντριγκας το οποίο ενδεχομένως να τον απασχολούσε σε κάποιο μυθιστόρημά του: το «Γιατί;». Ποιο ήταν το κίνητρο για το «έγκλημα» που οδήγησε στο κλείσιμο του βιβλιοπωλείου; «Γιατί δεν έκλεισε ο Ιανός ή η Πρωτοπορία; Γιατί αντέχουν κάποιοι και κάποιοι όχι;».
Μυθιστορηματική ήταν όμως και η αναφορά του συγγραφέα Δημήτρη Στεφανάκη: «Αποδεχόμαστε την Αθήνα μας ως ένα μυθιστόρημα με άσχημο τέλος».
Για τον δημοσιογράφο Νίκο Ξυδάκη το κλείσιμο της Εστίας συνάδει με τη γενικότερη παρακμή του κέντρου της Αθήνας, την παρακμή του αστικού πολιτισμού. «Το ιστορικό κέντρο είχε σημεία αναφοράς για μια τάξη που φεύγει» είπε με τον προκλητικά αιχμηρό λόγο του ο δημοσιογράφος. «Ποιοι διοικούν το ιστορικό κέντρο; Οχι η κυβερνώσα ελίτ, αλλά οι επήλυδες από τις ξένες χώρες και οι πρεζάκηδες».
«Ημουν παρών εκεί που έπρεπε ή όχι;» αναρωτήθηκε από την πλευρά του ο πρόεδρος του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών κ. Γιάννης Μάνος με μια διάθεση αυτοκριτικής, η οποία επίσης κατέληγε στη «δύσκολη αλλά εφικτή δημιουργία νέων εστιών, που με συλλογικότητα και συνέργειες θα προαγάγουν τον πολιτισμό».
Ενδιαφέρον όμως είχε και η προσέγγιση του δημοσιογράφου Γρηγόρη Μπέκου, ο οποίος εμμέσως πλην σαφώς είπε ότι το κλείσιμο της Εστίας σημαίνει το κλείσιμο ενός ολόκληρου κύκλου: «Είναι κρίμα που χάθηκε ένα σημείο αναφοράς για τον αστικό εκσυγχρονισμό της χώρας» είπε, «όμως τελικά δεν θα είναι και τόσο κακό να διαβάζουμε τον Βενέζη ή τον Καραγάτση στο iPad».
Αλλά το κυριότερο ήταν η ευχή το κλείσιμο της Εστίας να ανοίξει νέους δρόμους, νέους χώρους συνάντησης, ακόμη και στο Καποδιστριακό Μέγαρο όπως είπε ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδόσης Πελεγρίνης.
Υπάρχει όμως στ’ αλήθεια η ανάγκη για «εστίες» σήμερα; Ιδού ίσως το κρισιμότερο ερώτημα που τέθηκε στην εκδήλωση. «Η Αθήνα χάνει αναφορές σαν το βιβλιοπωλείο της Εστίας γιατί έχει χάσει την ανάγκη γι’ αυτές τις αναφορές» επεσήμανε η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου.
Μήπως όμως όπως πολύ σωστά επεσήμανε η δημοσιογράφος Μαρία Κατσουνάκη «η αντοχή ή όχι του βιβλιοπωλείου της Εστίας αντανακλά και τις δικές μας αντοχές;».
Γι’ αυτό και φεύγοντας από την εκδήλωση, δύο περίπου ώρες αργότερα, αναρωτιόσουν αν τελικά αυτό το ορμητικό «κάτι να κάνουμε!» της δημοσιογράφου Μαρίας Χούκλη είναι τελικά εφικτό ή μία ακόμη ευχή ουτοπίας καταδικασμένη να μείνει στη λήθη.