Το πώς διαχειρίζονται οι κυβερνήσεις τον πολιτισμό, πώς αξιοποιούν την πολιτισμική κληρονομιά τους και με ποια μέσα την προστατεύουν τώρα που τα κονδύλια για τον πολιτισμό μειώνονται, πώς αντιδρούν οι πολίτες, ποιες πρωτοβουλίες μπορούν να αναλάβουν και ποιες νέες συνεργασίες μας υποδεικνύει η εποχή ότι πρέπει να αναπτυχθούν στον χώρο του πολιτισμού ήταν τα θέματα που απασχόλησαν σχετική συζήτηση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση το βράδυ της Τετάρτης 13 Μαρτίου.

Στη συζήτηση με θέμα «Η διαμόρφωση πολιτιστικής πολιτικής σε εποχή κρίσης», που πραγματοποιήθηκε στη Μικρή Σκηνή της Στέγης, συμμετείχαν η Μυρσίνη Ζορμπά, διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης και ερευνήτρια Πολιτισμικής Πολιτικής, ο Εμανουέλ Βαλόν, καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο University of West Paris, Nanterre/Défense, η Σάρα Σέλγουντ, επισκέπτρια καθηγήτρια Πολιτιστικής Πολιτικής και Διαχείρισης στο City University του Λονδίνου και επίτιμη καθηγήτρια στο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας του University College London και η σκηνοθέτρια Γεωργία Μαυραγάνη, μέλος της συλλογικότητας «Εμπρός». Τη συζήτηση συντόνισε ο εκτελεστικός διευθυντής της Στέγης Χρήστος Καρράς.

«Με τον τρόπο που μεταδίδεται η κρίση όλοι οι τομείς έχουν πληγεί», είπε ο Εμανουέλ Βαλόν, ο οποίος παρουσίασε τα προβλήματα που επέφερε η οικονομική κρίση στον τομέα του πολιτισμού στην Ευρώπη. Αναφέρθηκε στις δραματικές μειώσεις στους κρατικούς προϋπολογισμούς στα κονδύλια για τον πολιτισμό τα τελευταία δύο χρόνια και στις επιπτώσεις τους. «Δεν είναι μόνο ότι μειώθηκαν οι κρατικές δαπάνες αλλά είναι πλέον δυσκολότερο για τους πολιτιστικούς φορείς να εξασφαλίσουν και χρηματοδότηση από ιδιώτες. Ακόμη και οι επιχειρήσεις που δεν αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές δυσκολίες προτιμούν να περισώσουν τα μερίσματα παρά να προβούν σε δαπάνες που είναι μάλλον διαφημιστικές», είπε ο Εμανουέλ Βαλόν και τόνισε ότι η μείωση των δαπανών για τη φύλαξη, τη συντήρηση και τις επισκευές σε έργα τέχνης έχει μεγάλες συνέπειες στα έργα πολιτισμού που αποτελούν μέρος της κληρονομιάς και της ταυτότητας αλλά και τρόπο συλλογής συναλλάγματος για χώρες με πλούσιο πολιτισμό, όπως η Ελλάδα.

Οι νέοι πληρώνουν το κόστος της μείωσης των δαπανών στον πολιτισμό επειδή διαρκώς μειώνονται οι θέσεις εργασίας στον πολιτισμό, μετέφερε και τη δική του εμπειρία από τη Γαλλία και το Βέλγιο ο κ. Βαλόν, τόνισε όμως ότι οι νέοι ανθίστανται και ότι από αυτή τη συγκυρία θα προκύψουν οι νέοι Μίκαελ Χάνεκε και οι νέοι Θόδωροι Αγγελόπουλοι.

«Στον τομέα της αρχιτεκτονικής και της αρχαιολογικής κληρονομιάς και των ακινήτων εκεί τα πράγματα οργανώνονται καλύτερα γιατί οι δημόσιες αρχές έχουν συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για εθνικούς θησαυρούς και ότι αποτελούν μέσα για να εισπράττει κανείς συνάλλαγμα», επισήμανε ο κ. Βαλόν. Υπογράμμισε την ανάγκη καταγραφής των δημόσιων μνημείων και ψηφιοποίησης των δημόσιων συλλογών, δράσεις που απαιτούν χρήματα αλλά δεν μπορούν να περιμένουν να περάσει η κρίση διότι «στους τομείς αυτούς η υποβάθμιση είναι πιο επικίνδυνη και μπορεί να μην είναι αναστρέψιμη» και υποστήριξε ότι είναι κρίσιμο να ψηφίζονται νόμοι σχετικά με το αναφαίρετο των συλλογών, ώστε εθνικές συλλογές και θησαυροί να μην μπορούν να πωληθούν σε περιόδους ανάγκης και κρίσης. «Το ζήτημα δεν είναι πώς μπορεί να επιβιώσει η τέχνη με λιγότερα μέσα στην περίοδο της κρίσης», κατέληξε ο ομιλητής, «αλλά πώς μπορεί η τέχνη και ο πολιτισμός να βοηθήσουν στην ανάκαμψη».

Προς αυτή την κατεύθυνση η Μυρσίνη Ζορμπά, που διετέλεσε πρώτη διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, υποστήριξε ότι πρέπει να ξεκινήσει διάλογος μεταξύ όλων των εμπλεκομένων στον πολιτισμό, δημόσιων και ιδιωτικών φορέων αλλά και της κοινωνίας των πολιτών, προκειμένου να αναπτυχθούν συνέργειες, ώστε η σχέση με τον πολιτισμό να μην είναι μονοπωλιακή από τα πάνω ούτε εξεγερσιακή από τα κάτω, με το δημόσιο να αποτελεί συνομιλητή των ιδιωτικών οργανισμών και των συλλογικοτήτων των πολιτών.

Τα δεδομένα στη Μεγάλη Βρετανία παρουσίασε η Σάρα Σέλγουντ, συγκρίνοντας την κατάσταση του πολιτισμού στο διάστημα των κυβερνήσεων των Εργατικών και στο πρόσφατο διάστημα της κυβέρνησης των Συντηρητικών. «Στο διάστημα των κυβερνήσεων των Εργατικών αυξήθηκαν οι δαπάνες για τον πολιτισμό αλλά υπήρχε μεγάλη παρέμβαση από την κυβέρνηση, έδινε στόχους και μετρούσε αποτελέσματα και χρησιμοποιούσε την τέχνη για την παροχή πολιτικών λύσεων». Από την άλλη, η κυβέρνηση των Συντηρητικών δεν δείχνει το ίδιο ενδιαφέρον για τον πολιτισμό. «Πρόεδρος του Arts Council England [Συμβουλίου Τεχνών της Αγγλίας] έχει διοριστεί εφέτος ο Πίτερ Μπαζαλγκέτ, ο παραγωγός του τηλεοπτικού “Big Brother”, ο άνθρωπος που θεωρείται ότι έχει προκαλέσει τη μεγαλύτερη ζημιά στη βρετανική κουλτούρα τα τελευταία 20 χρόνια», πληροφόρησε η κ. Σέλγουντ. Η ίδια κυβέρνηση έχει περικόψει σημαντικά τις δαπάνες και στηρίζει τον πολιτισμό μόνο για να αποκαταστήσει μια ισορροπία όταν αδυνατεί η αγορά να ρυθμίσει τα πράγματα.

Η κατάσταση που περιέγραψε η ομιλήτρια είναι ο καθρέφτης όσων ζούμε και στην Ελλάδα: το βρετανικό Υπουργείο Πολιτισμού έχει καταργήσει όλους τους φορείς που δεν υπάγονταν απευθείας σε αυτό και τους οποίους είχε δημιουργήσει η προηγούμενη κυβέρνηση, έχει σταματήσει όλα τα Προγράμματα και μειώσει δραματικά τον αριθμό των επιδοτούμενων οργανισμών.

Εκτός από την πολιτική χρήση του πολιτισμού, η κ. Σέλγουντ επισήμανε και μια νέα τάση μετατροπής των πολιτιστικών οργανισμών σε επιχειρήσεις, αναφέροντας ότι το Arts Council England παροτρύνει τους καλλιτεχνικούς οργανισμούς να αναπτύξουν ίδια έσοδα και να λειτουργήσουν βάσει επιχειρηματικών μοντέλων. Έχει θεσπίσει μάλιστα το πρόγραμμα «Καταλύτης», με σκοπό να βοηθήσει τους καλλιτεχνικούς οργανισμούς να συγκεντρώσουν χρηματοδότηση από ιδιωτικούς πόρους.

Η Γεωργία Μαυραγάνη, μέλος της συλλογικότητας που κατέλαβε και λειτουργεί το θέατρο «Εμπρός» κατέθεσε την εμπειρία της από το εγχείρημα, κάνοντας λόγο για την κατάληψη ενός αναξιοποίητου χώρου του δημοσίου ο οποίος τώρα συντηρείται, λειτουργεί και φιλοξενεί θεατρικές παραστάσεις και άλλες πολιτισμικές δράσεις νέων ανθρώπων. «Από την Πολιτεία ζητούμε μόνο τη νομιμοποίηση του εγχειρήματος και κάποια βοήθεια στα λειτουργικά έξοδα», είπε η κ. Μαυραγάνη προτείνοντας το παράδειγμα αυτό ως βάση για ένα ευρύτερο σχέδιο 10ετούς πολιτιστικής πολιτικής.