Το 2010, η Άνα Καποδίστρια αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Ryerson University του Τορόντο, αισθάνθηκε πως τίποτα δεν την χώριζε πια από το όνειρό της. Να ζήσει στην Ελλάδα, την γη των γονιών της, και να την εξερευνήσει με τους δικούς της όρους.

Άφησε πίσω τις προειδοποιήσεις ότι «η Ελλάδα είναι σε κρίση και δεν πρόκειται να βρεις δουλειά» και ήρθε στην ιδιαίτερη πατρίδα της, την Καλαμάτα, για να μάθει να σκάβει τη γη, να μαζεύει ελιές και να γυρίσει τη χώρα της βγάζοντας φωτογραφίες για την έκθεσή της με τίτλο «Earth Medley: Polyphonia».


«Πράγματι, δεν βρήκα δουλειά. Όταν λες φωτογραφία στην Ελλάδα, όλοι λένε «Ωραία, δηλαδή φωτογραφίζεις γάμους, βαφτίσεις» και τέτοια. Είπα στον εαυτό μου ότι έχω λίγα λεφτά στην άκρη και πρέπει να τα καταφέρω με αυτά να ανακαλύψω την Ελλάδα και να ετοιμάσω την έκθεσή μου»
, τονίζει η κυρία Καποδίστρια στο «Βήμα». Και αφού οι φωτογραφίες της εκτίθενται αυτή την περίοδο στον χώρο πολιτισμού «Εύμαρος» και ως τις 7 Μαρτίου, φαίνεται πως τα κατάφερε.

Ταξιδεύοντας από το παρθένο δάσος Φρακτού στην Δράμα μέχρι την Κρήτη, η Άνα επιβεβαίωσε ότι η αίσθηση που είχε από μικρή πως η χώρα αυτή είναι το σπίτι της, είναι αληθινή. Έμπνευσή της η φύση, το έδαφος, ο ήλιος και η δυναμική αλληλεπίδρασή τους με τον άνθρωπο. «Αυτό που θέλω είναι οι φωτογραφίες μου να αποπνέουν συναίσθημα και αισιοδοξία. Για αυτό δεν έκανα πίσω παρά την κρίση. Είπα τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή, που οι άνθρωποι είναι βυθισμένοι σε μαύρες σκέψεις», λέει.

Ο φακός μάρτυρας του ενστικτώδους παιχνιδιού της φύσης με τον άνθρωπο
Η ιδέα του εγχειρήματος γεννήθηκε το 2007 και οι πρώτοι πειραματισμοί με την τεχνική ξεκίνησαν δύο χρόνια μετά στον Καναδά, όπου η φωτογράφος γεννήθηκε και μεγάλωσε. Η ιδιαίτερη τεχνική της έγκειται στην προτίμησή της για το παραδοσιακό φιλμ, αλλά με μια καινοτόμο προσέγγιση όπου το φυσικό τοπίο και οι ανθρώπινες μορφές συνθέτουν αιθέριες εικόνες.

«Η παραδοσιακή μεθοδολογία θέλει να έχει τον απόλυτο έλεγχο της σκηνής, με την τεχνική αυτή είναι όλα στην τύχη. Το κάθε καρέ δεν μπορεί ούτε να αντιγραφεί, ούτε να προβλεφθεί» εξηγεί η κυρία Καποδίστρια. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο, εάν αναλογιστούμε ότι η καλλιτέχνης συχνά στήνει το τρίποδό της και απαθανατίζει τον εαυτό της μέσα στο τοπίο, με μακροχρόνιες και πολλαπλές πόζες.

«Πρώτη φορά χρειάστηκε να δώσω σε άγνωστο την κάμερά μου δείχνοντας πώς την χρησιμοποιώ. Τελικά, φτάσαμε να επικοινωνούμε με την σκέψη, να θέλουμε το ίδιο πράγμα. Έκανα καλούς φίλους» επισημαίνει. Όχι πως ήταν λίγες οι φορές που τα πράγματα δεν πήγαν καλά ή οι άνθρωποι ήταν αρνητικοί, όμως δεν θέλει να αναφέρεται σε όσα την απογοήτευσαν γιατί δεν ήταν αρκετά για να την σταματήσουν.

«Μόνο η επιστροφή στις ρίζες και την κληρονομιά μας μπορεί να μας βγάλει από την κρίση»
Ούτε για την πολιτική θέλει να μιλάει, «γιατί όλοι έχουν την άποψή τους και δεν είμαι σε θέση να κρίνω», όμως τοποθετεί την κρίση που διέρχεται η χώρα μέσα σε ένα καθαρά διαφορετικό πλαίσιο. «Όλοι με ρωτάνε, τι λένε στην Αμερική για την Ελλάδα. Τους νοιάζει περισσότερο η γνώμη των άλλων, παρά τι θα κάνουν οι ίδιοι για να υπερβούν το πρόβλημα», τονίζει επισημαίνοντας ότι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού βλέπουν την κρίση ως Ευρωπαϊκή κι όχι ως Ελληνική.

Θλίβεται όταν βλέπει ανθρώπους φοβισμένους, γιατί αυτό τους στερεί την δυνατότητα να δημιουργήσουν, να καινοτομήσουν και να ονειρευτούν, δεν τους αδικεί όμως βλέποντας την αδιαφορία του κράτους. «Η μεγάλη διαφορά από τον Καναδά είναι ότι εκεί δεν χρειάζεται ο τραυματίας να περιμένει το ασθενοφόρο γιατί έχει απεργία ή να έχεις πρόβλημα κι ο αστυνομικός δίπλα σου να αδιαφορεί. Μου έχουν τύχει και τα δύο» εξηγεί.

Αν έπρεπε να φωτογραφήσει κάτι στην διάρκεια των πρόσφατων διαδηλώσεων την νύχτα που κάηκε η Αθήνα, δεν θα ήταν οι εικόνες καταστροφής. Θα απαθανάτιζε τους ειρηνικούς διαδηλωτές, που είχαν βάλει στα μάτια τους κρέμα για να αποφύγουν τις συνέπειες των χημικών. «Ήταν σαν μάσκα και μου έκανε εντύπωση που ήξεραν τι θα επακολουθούσε», λέει. Κι αν έπρεπε να δώσει μια εικόνα της Αθήνας, αυτή θα ήταν τα υπέροχα νεοκλασικά, τα μαγικά δρομάκια κάτω από την Ακρόπολη, μια βραδιά σε ένα κουτούκι με ρεμπέτηδες, εικόνες που δεν πουλάνε και πολύ στα ξένα media.