Το σπίτι είχε το παρατσούκλι «µπουντρούµι», γιατί καµιά φορά, τον χειµώνα, οι τοίχοι έσταζαν νερό. Η διεύθυνση ήταν Παλαµηδίου 10. Η οδός Παλαµηδίου ξεκινούσε από εκεί που τελείωναν τα «κρητικά», κάτι χαµόσπιτα στριµωγµένα σε ένα λοξό στενάκι και κολληµένα στον τοίχο της κάτω πλευράς του σιδηροδροµικού σταθµού Πελοποννήσου. Κάθετη στην Παλαµηδίου ερχόταν η Ιωαννίνων, πέρα από τα «σκαλάκια» του τρένου και από το 7ο Γυµνάσιο Θηλέων. Κάθε µεσηµέρι ή απόγευµα, όταν σχόλαγε η κοριτσοθύελλα, στέκονταν στα πεζοδρόµια, ακουµπισµένοι λίγο στον τοίχο των σπιτιών, οι «γαµπροί» – όπως τους αποκαλούσαµε εµείς η πιτσιρικαρία. Οι δρόµοι σε όλη την περιοχή έχουν ονόµατα πόλεων της Πελοποννήσου, όπως Ναυπλίου, Αστρους, Αργους, Πύλου, Μαντινείας, και ανάµεσά τους η Λένορµαν. Ο Καρλ Λενορµάν, γάλλος αρχαιολόγος που είχε λάβει µέρος σε αρχαιολογική αποστολή στην Πελοπόννησο, πέθανε στην Αθήνα και ετάφη στον Κολωνό. Ωστόσο η οδός λέγεται Λένορµαν, έτσι που οι κάτοικοι της περιοχής θεωρούν ότι πρόκειται για Βρετανό.

Κάποιο πρωινό λοιπόν, µέσα στην καρδιά της Κατοχής, και ενώ χουζούρευα ακόµα στο κρεβάτι µου, στάθηκε από πάνω µου ο πανύψη- λος πατέρας µου και µου είπε να ντυθώ στα γρήγορα, γιατί κάπου θα πάµε. Βγαίνοντας από το σπίτι, τον ρώτησα αν θα πάµε µακριά και αν θα πάρουµε το τραµ. Μου είπε: «Οχι, θα πάµε µε τα πόδια». ∆εν ήξερα ακόµα την Αθήνα. Το µόνο που ήξερα πολύ καλά ήταν η γειτονιά µου και πως στα «σκαλάκια» ήταν οι γραµµές του τρένου και πιο πέρα ο σταθµός Πελοποννήσου. Η Αθήνα ήταν τότε µια πόλη σε «ανθρώπινα µέτρα», κι ένα µικρό παιδί µπορούσε όχι µόνο να τη «φωτογραφίζει», αλλά και να τη µαθαίνει πολύ εύκολα.

Βγαίνοντας από τα σκαλάκια, ακολουθήσαµε κάτι στενά, σε έναν ατέλειωτο ποδαρόδροµο, για να περάσουµε τελικά από τον βασιλικό κήπο, να βγούµε δίπλα από το Στάδιο και να ανηφορίσουµε στο Α’ Νεκροταφείο. Ολα αυτά µού τα µάθαινε, ενώ περπατούσαµε, ο πατέρας µου, προσέχοντας συνεχώς γύρω του. Από εκεί και πέρα, σιώπησε. Σταµατήσαµε µόνο όταν βρεθήκαµε σε µιαν άκρη δεξιά προς τα κάτω, ανάµεσα σε πέτρινους τάφους, όπου είχε µαζευτεί πολύς κόσµος. Αµυδρά στη µνήµη µου, ίσως όµως και από τις µετέπειτα διηγήσεις, έχω την αίσθηση ότι άκουγα µια ισχυρή φωνή που κάτι έλεγε πολύ δυνατά. Κάποια στιγµή ο πατέρας µου έσκυψε και µου έδειξε στο βάθος, σε ένα υπερυψωµένο σηµείο, κάτι γερµανούς αξιωµατικούς, που στέκονταν µε τα χέρια πίσω και κοιτούσαν προς το µέρος µας. Βρισκόµασταν βέβαια σε κηδεία, αλλά τίνος και γιατί δεν ήξερα. Το γεγονός το έµαθα µόλις επιστρέψαµε στο σπίτι, γιατί ο πατέρας µου µε εµφανή υπερηφάνεια είπε: «Σήµερα πήρα τον γιο µου και πήγαµε στην κηδεία του Παλαµά». Η δυνατή φωνή ήταν του Σικελιανού, που, όπως έµαθα πολύ αργότερα, βροντοφώναξε το «Ηχήστε σάλπιγγες, καµπάνες βροντερές…». Φαίνεται πως ο πατέρας µου αγαπούσε πολύ τον Παλαµά, γιατί ένα από τα πρώτα πράγµατα που µου έµαθε, εκτός από την «Τρίτη ∆ιεθνή» µε το «Εµπρός της Γης οι κολασµένοι», ήταν και το «Αφτιαχτο κι αστόλιστο του Χάρου δεν σε δίνω…».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ