Ενα βράδυ μπορεί να ανοίξει η πόρτα και να μπει μέσα η καταστροφή. Ετσι απλά. Εκεί όπου απολαμβάνεις μαζί με τη γυναίκα σου ένα δείπνο ειδικά προετοιμασμένο, σχεδόν εορταστικό, ένα ρύζι ειδικά μαγειρεμένο, σχεδόν στραφταλιστό, με κρασί λευκό, απαλό, το φως των κεριών να γράφει μηνύματα στον τοίχο, και εσείς, χαλαροί, ικανοποιημένοι, να κάνετε απολογισμούς, όνειρα, σχέδια- το σπίτι θα είναι μικρό σε λίγο καιρό, μήπως ήρθε η ώρα για αλλαγή; Ναι, συμφωνείτε και οι δύο, μπορείτε να τα καταφέρετε αν βάλετε τα δυνατά σας, χαμογελάτε, ανταλλάσσετε βλέμματα εμπιστοσύνης πάνω από τα κεριά. Θέλεις να την πάρεις αγκαλιά, αυτήν και το παιδί που έχει στην κοιλιά της, αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή, τη στιγμή που ξεχειλίζεις τρυφερότητα και περηφάνια, τη στιγμή που αρχίζεις να ανασηκώνεσαι από την καρέκλα σου, ανοίγει η πόρτα και μπαμ, μια ψόφια γάτα προσγειώνεται πάνω στο σχεδόν εορταστικό τραπέζι σας.

Παγώνεις. Ναι, δεν είναι φάρσα, εκεί δίπλα στο μισοάδειο μπολ με το ρύζι βρίσκεται πράγματι ξαπλωμένο ένα στραπατσαρισμένο ζώο. Το αγγίζεις διστακτικά. Δεν κουνιέται. Από πού ήρθε; Ποιος το πέταξε; Και το πιο σημαντικό: πώς θα το ξεφορτωθείς; Τι μέτρα θα λάβεις για να προστατέψεις το λευκό τραπεζομάντιλό σου; Να το σκοτώσεις ούτως ή άλλως δεν γίνεται- είναι ήδη νεκρό. Να το πετάξεις από το παράθυρο; Και αν το κουφάρι χτυπήσει κανέναν περαστικό; Δεν μπορείς, δεν ξέρεις, έχεις πανικοβληθεί, το σίγουρο είναι ότι δεν μπορεί να μείνει άλλο πάνω στο τραπέζι σου, εκεί όπου τρώει το παιδί σου, μια τετράποδη εστία μόλυνσης με το στόμα να χάσκει, το σώμα κοκαλωμένο, τα αίματα ξεραμένα.

Τι έκανες για να προκαλέσεις αυτό το ατύχημα στο δείπνο σου; Πώς επέτρεψες μια τέτοια παράλογη εισβολή στο πιο ευάλωτο κομμάτι της ζωής σου; Πόσο αμελής στάθηκες για να μην παρατηρήσεις μια τρύπα ανάμεσά σας, ανάμεσα σε εσάς και στο ρύζι, μια μαύρη τρύπα που έπρεπε να γεμίσει με βία, απειλές και αίματα; Ποιος ευθύνεται για αυτήν την τρύπα; Και ποιο είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσετε για να κλείσει;

«Οι καλύτεροι δεν έχουν καμία πεποίθηση, ενώ οι χειρότεροι είναι γεμάτοι ηχηρό πάθος» γράφει ο Γέιτς στη «Δευτέρα Παρουσία». Στα «Ορφανά» δυσκολεύεσαι να ξεχωρίσεις τους μεν από τους δε: ο συγγραφέας υπονομεύει τα όρια και εξετάζει τις συνθήκες υπό τις οποίες ακόμη και οι καλύτεροι μπορούν να βγάλουν τον χειρότερο εαυτό τους. Πώς από τη μία στιγμή στην άλλη η εγκυμονούσα Λένι, καλή σύζυγος και στοργική αδελφή, μπορεί να μετατραπεί σε υπερπροστατευτική μέγαιρα. Ή πώς ο σύζυγός της Ντάνι, που έχει κάθε πρόθεση να πράξει το σωστό, την ώρα της κρίσης καταλήγει να κάνει το ακριβώς αντίθετο. «Τον χτύπησα. Φορούσα την κουκούλα… πάντα αναρωτιόμουνα αν θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο. Αν θα μου προκαλούσε ευχαρίστηση ή… κάτι, ξέρεις… Και τώρα… Νιώθω σαν να ΄χω αρχίσει να σαπίζω» εξομολογείται στη Λένι.

Αλλά και ο Λίαμ, αδελφός της Λένι, το ίδιο υποστηρίζει όταν καλείται να εξηγήσει την αποτρόπαιη πράξη του: «Δεν ξέρω τι με έπιασε. Δεν είμαι τέτοιος εγώ. Εγώ δεν είμαι ρατσιστής. Δεν ξέρω γιατί. Δεν ξέρω γιατί…» απολογείται στο ζευγάρι, εκλιπαρώντας συχώρεση. Αυτό το ψυχολογικό θρίλερ είναι ταυτόχρονα και υπαρξιακό: αργά ή γρήγορα, όλοι θα «βουτήξουμε στα σκατά». Είτε είμαστε απροσάρμοστοι σαν τον Λίαμ είτε θαυμαστά προσαρμοσμένοι σαν την αδελφή του και τον άντρα της. Είτε «ορφανά» είτε «προστάτες οικογενείας» είτε και τα δύο μαζί, αργά ή γρήγορα, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε την ψόφια γάτα που σκάει στο τραπέζι μας: τον ρατσισμό, τη βία, κάθε τέρας που καραδοκεί στη γωνία του δρόμου ή του μυαλού μας. Αξίζει να καταπατήσουμε τις αρχές μας προκειμένου να προστατέψουμε ό,τι θεωρούμε πιο σημαντικό;

Καλογραμμένα, ζουμερά, τα «Ορφανά» θίγουν σύγχρονα ζητήματα με τρομερή αμεσότητα (όπως αναφέρει και ο σκηνοθέτης στο σημείωμά του: «νομίζεις ότι γράφτηκε για την περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα»). Επιπλέον διαθέτουν σχεδόν κινηματογραφικό σασπένς: Αν βρεθούν στα κατάλληλα χέρια, μπορούν να καρφώσουν τους θεατές στην άκρη των καθισμάτων τους. Τα χέρια του Θεοδωρόπουλου αποδεικνύονται όντως κατάλληλα και έμπειρα. Μέσα σε ολόλευκο σκηνικό τοποθετεί το δράμα της αποδόμησης και εκεί αφήνει την κηλιδωμένη οικογένεια να κονταροχτυπηθεί μέχρι τελικής πτώσεως. Οι σχέσεις διαγράφονται σταδιακά, επώδυνα, ώσπου να γίνουν ανυπόφορα εκτυφλωτικές. Η αγωνία κορυφώνεται, ο εφιάλτης δεν λέει να τελειώσει, η ψόφια γάτα δεν εξαφανίζεται εύκολα από το τραπέζι. Τίποτε περιττό δεν βαραίνει το οπτικό ή το συναισθηματικό μας πεδίο, χρειάζεται μόνο λίγος χρόνος ακόμη, νομίζω- οι παραστάσεις μόλις ξεκίνησαν-, έτσι ώστε να δέσει το σύνολο, να επιταχυνθεί ο ρυθμός, να λειανθούν ορισμένα σημεία ελαφράς σκηνικής αδεξιότητας.

Οσον αφορά τους ηθοποιούς, ο σκηνοθέτης χτύπησε φλέβα χρυσού. Η Μαρία Κίτσου είναι απλώς καταπληκτική: η ευαισθησία της σε γοητεύει, το πάθος της σε διαπερνά, σε συγκινεί και σε κατακτά ολοκληρωτικά. Ο Ομηρος Πουλάκης, αγνώριστος, πλάθει ένα εξαιρετικό πορτρέτο του «προβληματικού» Λίαμ, αιχμαλωτίζοντας τη σύνθετη φύση του ήρωα. Πιο μετριοπαθής, ο Μιχάλης Οικονόμου σκιαγραφεί με ευκρίνεια τον «κανονικό» άνθρωπο, οι αντιστάσεις του οποίου λιώνουν στις υψηλές θερμοκρασίες. Υποβλητική και απαραίτητη, τέλος, η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου.

salome@tovima.gr