Εγινε γνωστός από τη θητεία του στο ιστορικό θέατρο Αμόρε.Στη συνέχεια και εντελώς ξαφνικά έπλευσε προς άλλα καλλιτεχνικά «νερά» δοκιμάζοντας τις δυνάμεις
του στο ελεύθερο θέατρο και στην τηλεόραση.Ο Φάνης Μουρατίδης, ο οποίος εφέτος ερμηνεύει έναν ροκά στη σειρά του Μega «Μ+Μ», μιλώντας στο «Βήμα» δηλώνει τζαζ
στη ζωή του,εύχεται να σπάσει ο δικομματισμός του ποιοτικού και του εμπορικού στην τέχνη και ομολογεί την ιδιαίτερη σχέση του με τον Θεό.

– Γίνατε γνωστός από τη θητεία σας στο θέατρο Αμόρε.Πλέον έχετε κάνει σημαντική στροφή προς το εμπορικό θέατρο και στην τηλεόραση. Για ποιον λόγο;

«Για να φανταστείτε, δεν υπάρχει πλέον και το Αμόρε! Είναι κάτι με το οποίο έχω βρεθεί αντιμέτωπος πολλές φορές και μάλιστα από την εποχή που ήμουν ακόμη εκεί. Τότε είχα κάνει και την πρώτη μου τηλεοπτική ερμηνεία στη σειρά “Ετσι ξαφνικά”. Σε μία από τις βραδιές όπου είχαμε συνάντηση με το κοινό κάποιοι θεατές μού είπαν “πώς είναι δυνατόν να κάνετε τηλεόραση; ” και άλλα παρόμοια. Τότε με υπερασπίστηκε ο σκηνοθέτης μου, ο Νίκος Χατζόπουλος. Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει λογική εξήγηση για αυτό που με ρωτάτε. Μέσα μου προσπαθώ να το αποκωδικοποιήσω και πιστεύω ότι έχει να κάνει με το “επόμενο στάδιο”».

– Ποιο είναι το «επόμενο στάδιο»; «Κάποτε μου έλεγαν ηθοποιοί που συνεργαζόμασταν: “Γιατί δεν δοκιμάζεις να κάνεις και κάτι άλλο;”. Κάποια στιγμή είπα να δοκιμάσω».

– Πιστεύατε ότι η τηλεόραση θα σας έκανε κακό;

«Οχι, δεν ήταν αυτό. Υπήρχε ένα άλλο πρόβλημα, η αναγνωρισιμότητα. Φοβόμουν για πολλά χρόνια τον εαυτό μου, πίστευα ότι “δεν το είχα” να βγω σε κάτι που αφορούσε περισσότερο κόσμο. Στο θέατρο σε ξέρει μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων και ειδικά στο θέατρο που ήμουν εγώ. Υπήρχε κοινός κώδικας επικοινωνίας. Ταυτόχρονα υπήρχε και άλλος ένας παράγοντας. Κάποια στιγμή σε βάθος χρόνου δεν θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα οικονομικά. Με τον μισθό που έπαιρνα στο Αμόρε, τον παράγοντα οικογένεια τον είχα πολύ δύσκολο ως σκέψη. Δεν είχα και κανένα στήριγμα, οπότε δεν μπορούσα να περάσω σε άλλη φάση. Το πρώτο πράγμα λοιπόν για μένα ήταν ο φόβος για ένα άγνωστο μέσο και το αν λόγω θεατρικών καταβολών ταιριάζω σε αυτό. Δεν κάνουμε όλοι για όλα και για να είμαι ειλικρινής μέχρι τότε δεν με είχε ζητήσει και κανείς, δεν είχα καμία πρόταση. Ενιωθα ασφαλής στο καβούκι μου».

– Τώρα εκ των υστέρων επιβεβαιώθηκαν οι αμφιβολίες σας;

«Κατάλαβα ότι ο εκάστοτε φόβος δεν είναι ο χώρος. Η ουσία για μένα είναι με ποιους κάνεις τα πράγματα· οτιδήποτε κι αν κάνεις. Γι΄ αυτό και δεν άλλαζα. Η τηλεόραση και το καινούργιο με ερέθισαν όταν ένιωσα πιο έτοιμος. Αργά βέβαια, γιατί τηλεόραση έκανα στα 34! Οταν το αποφάσισα ήμουν τυχερός. Συνεργάστηκα με τη Μιρέλλα Παπαοικονόμου, τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, τον Κωνσταντίνο Παπαχρόνη, ανθρώπους που είχαν έναν πολύ ιδιαίτερο κώδικα επικοινωνίας και μου έδωσαν θάρρος να συνεχίσω».

– Πώς νιώσατε; Ηταν μεγάλη η διαφορά;

«Ναι, πολύ μεγάλη. Με αναγνώριζε ο κόσμος στον δρόμο, κάτι που για μένα ήταν πολύ τρομακτικό. Η ουσία σε αυτό για μένα- για να είμαι ξεκάθαρος- είναι ότι πέρασα στο επόμενο στάδιο, στην επόμενη φάση».

– Θεωρήσατε ότι είχε κλείσει ο κύκλος του θεάτρου με αυτούς τους όρους για σας;

«Οταν κλείνει ένας κύκλος σε κάποια πράγματα πρέπει να πας στον επόμενο. Εγιναν ταυτόχρονα πολλές αλλαγές στη ζωή μου. Παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, άλλαξα χώρους δουλειάς, δοκίμασα τον εαυτό μου σε άλλα πράγματα. Αισθάνεσαι ότι έχεις γίνει μπετόν αρμέ, έχεις φορέσει μια εικόνα για τον εαυτό σου η οποία έρχεται και σε πνίγει. Πρέπει να αλλάξεις».

– Από τη στιγμή που στραφήκατε στην τηλεόραση δεχτήκατε προτάσεις από τον χώρο του ποιοτικού θεάτρου;

«Είχα, αλλά λόγω συνθηκών δεν μπόρεσα να τα συνδυάσω. Επιπλέον ήθελα να δοκιμάσω την κωμωδία και να κάνω μια στροφή. Ηθελα να δω αν μπορούσα να αντεπεξέλθω σε έναν χώρο με 450 θεατές. Υπάρχουν πολλά που ήθελα να δοκιμάσω και δεν το είχα κάνει. Αναμετρήθηκα με το λαϊκό θέαμα το οποίο μάλιστα θεωρώ πολύ δύσκολο. Μακάρι να μπορούσε το ελεύθερο και το ποιοτικό να συνδιαλέγονται. Αλλά σε αυτή τη χώρα η ποιοτική δουλειά είναι του σκηνοθέτη και η εμπορική δουλειά είναι του ηθοποιού. Κάποια στιγμή αυτά και οι ταμπέλες τους πρέπει να εκλείψουν. Ας κάνουμε τα πράγματα έντιμα και με το 100% του εαυτού μας».

– Δηλαδή αντιμετωπίζετε την τηλεόραση με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζετε το θέατρο;

«Και βέβαια. Εχω την ίδια πρόθεση. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι παντού καλός».

– Το «Μ+Μ» πώς προέκυψε; «Μου έγινε η πρόταση και προσπάθησα να φανταστώ τον εαυτό μου να το κάνει. Δεν πρόκειται για παρθενογένεση, μεξικανική σειρά είναι». – Αυτό δεν σας δημιούργησε επιφυλάξεις;

«Είναι δυσάρεστο για όσους δουλεύουν σε αυτόν τον τομέα στην Ελλάδα. Δεν βλέπω όμως μόνο την αρνητική πλευρά. Εγώ στο παρελθόν έχω δουλέψει σε μεταγλώττιση μεξικανικής σειράς. Μου είχε κάνει την εξής εντύπωση: δεν υπήρχε σοβαροφάνεια, δούλευαν με το αναπάντεχο, δίχως λογική συνέχεια και είχαν πλούτο δράσης. Για μένα ήταν μειονέκτημα των ελληνικών ιστοριών αυτό, δηλαδή οι μεγάλοι διάλογοι και η ελάχιστη δράση. Σε εποχές που ο κόσμος “ζαπάρει” ασταμάτητα, αν δεν υπάρχει κάτι να τον κρατήσει, τον έχασες. Εχει δοθεί αναπνοή στην ελληνική τηλεόραση. Λειτουργεί προσθετικά η ένταξη αυτών των σειρών. Παίρνεις αυτό που σου λείπει και προσθέτεις το δικό σου στοιχείο. Επίσης πολύ σημαντικό είναι ότι αυτές οι ξένες σειρές είναι φύσει λαϊκά θεάματα. Αν θέλουμε να γίνουμε σταρ πρέπει να απευθυνόμαστε στον μέσο όρο».

– Στη σειρά που πρωταγωνιστείτε δεν είστε τόσο λαϊκός, αλλά ροκ. Στη ζωή σας πόσο ροκ είστε;

«Τι να σας πω… Μάλλον τζαζ είμαι στη ζωή μου. Πολύ τζαζ. Το μόνο κοινό που έχω με τους ροκάδες είναι η παιδικότητα. Πίσω από τον μεγαλύτερο ροκά βλέπεις τον πιο αλανιάρη πιτσιρικά».

– Εσάς σας παίρνει από κάτω; «Για να πω την αλήθεια μου, έχω μια ιδιαίτερη σχέση με τον Θεό. Αυτό που ονομάζουμε Θεό, εγώ το ονομάζω ζωή και αγάπη και ξέρω και πιστεύω πολύ αυτόν τον παράγοντα». – Γι΄ αυτό συμμετέχετε στο ραδιόφωνο της Εκκλησίας;

«Ναι, κάνω μια εκπομπή». – Αυτό προέκυψε πρόσφατα; «Οχι, εδώ και πολλά χρόνια. Είναι ένα κομμάτι δικό μου, πολύ προσωπικό, μια σχέση που μου δίνει πολλή δύναμη για πράγματα που κάνω».

– Σχέση με τον Θεό ή με την Εκκλησία;

«Με τον Θεό». – Είστε παπαροκάς λοιπόν; «Οχι. Δεν είμαι θεούσος, αν ήμουν θεούσος θα ήμουν παπαροκάς. Δεν κάνω προσηλυτισμό. Είναι δικό μου κομμάτι και ξέρω ότι αυτό έπρεπε να κάνω».

– Πώς είστε σε αυτή τη φάση της ζωής σας;

«Νομίζω πιο γεμάτος δεν γίνεται. Και εδώ έρχεται αυτό που αναφέραμε νωρίτερα και λέω “ευχαριστώ τον Θεό”».

Οι επιλογές και ο… δικομματισμός
– Δεν μπορούν να συνυπάρξουν το ποιοτικό θέατρο και η τηλεόραση στη ζωή ενός ηθοποιού;

«Αυτό είναι μια επιθυμία δική μου αλλά και πολλών. Φυσικά και πιστεύω ότι μπορεί να γίνει. Αυτός ο τόπος πάσχει από έναν δικομματισμό σε πολλά πράγματα. Δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι αυτή η δουλειά σε μια τόσο μικρή αγορά όπως είναι η Ελλάδα έχει ουσιαστικά προβλήματα με λίγες επιλογές αν περιοριστείς σε κάτι. Πρέπει να δοθεί η πολυτέλεια στους καλλιτέχνες να δοκιμάζουν πολλά και διαφορετικά πράγματα. Και αυτό για μένα είναι προίκα, δεν είναι το ένα εις βάρος του άλλου. Στα τέσσερα χρόνια που κάνω τηλεόραση άρχισα να θεωρούμαι τηλεοπτικός ηθοποιός σε κριτικές. Πώς κάποιος σε βαφτίζει ποιοτικό ή τηλεοπτικό ηθοποιό; Δεν πρέπει να πηγαίνεις με βάση αυτό που σε βαφτίζουν οι άλλοι αλλά με τη δική σου βάση».