O Ρενέ Μαγκρίτ και ο Ερζέ δεν πρόκειται να δουν τους δρόμους τους να χωρίζουν: δύο μουσεία αφιερωμένα στο έργο τους εγκαινιάζονται σήμερα στο Βέλγιο. Το ίδρυμα που φέρει το όνομα του σουρεαλιστή ζωγράφου και εκείνο που έχει ταχθεί στην προστασία του «πατέρα» τού Τεν Τεν παραδίδονται την ίδια ημέρα στο κοινό. Η διεύθυνση του πρώτου είναι στην Ρlace Royale των Βρυξελλών, ενώ του δεύτερου 30 χλμ. από την πρωτεύουσα, στον χώρο του Πανεπιστημίου Louvainla-Νeuve.

Το Μουσείο Μαγκρίτ εκτείνεται σε 2.700 τ.μ., στο πρώην ξενοδοχείο Αltenloh, ένα κτίριο του 18ου αιώνα που συγκοινωνεί με το Βασιλικό Μουσείο και το Μουσείο Καλών Τεχνών. Η αποκατάστασή του πραγματοποιήθηκε χάρη στο ομοσπονδιακό κράτος του Βελγίου και στην εταιρεία GDF-Suez, η οποία ως μαικήνας χρηματοδότησε το έργο με 6,5 εκατ. ευρώ, ποσό που επέτρεψε να γίνουν όλες οι εργασίες με εξαιρετικά ταχείς ρυθμούς. Δεν επέτρεψε όμως να γίνουν αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις, καθώς δεν δόθηκε τέτοια δυνατότητα. Οπότε οι Βρυξέλλες αναμένουν ακόμη το μεγάλο εκείνο σχέδιο που θα έβαζε τα μουσεία της στο κέντρο του ευρωπαϊκού χάρτη.

Οι υπεύθυνοι του Μουσείου Μαγκρίτ υπολογίζουν τους επισκέπτες σε 600.000 ετησίως. Θεωρείται δε βέβαιο ότι όλοι τους θα γοητευθούν από το περιεχόμενο των τριών ορόφων του μουσείου. Εκεί θα ξαναβρούν όλα τα αριστουργήματα του Μαγκρίτ. Οι ξένοι ίσως δεν ικανοποιηθούν τελικώς: η ευρηματικότητα του καλλιτέχνη θα άξιζε να στεγαστεί σε ένα πιο πρωτότυπο μουσείο. Το υπάρχον δεν παύει να υπακούει σε κλασικά πρότυπα, ανοιχτά χρώματα και αισθητικές κοινοτοπίες.

Α πό την άλλη, το Μουσείο Ερζέ είναι σαν να ξεφύτρωσε από το πουθενά, μέσα σε μια καινούργια πόλη που δημιουργήθηκε από τους διωγμούς των γαλλόφωνων από το Πανεπιστήμιο του Leuven (όπως λέγεται στα αρχαία το Louvain), το 1968. Το Ιδρυμα Ερζέ απομακρύνθηκε από την πρωτεύουσα μη βρίσκοντας τον κατάλληλο χώρο, γι΄ αυτό και το μουσείο χτίστηκε από την αρχή πάνω σε ένα αρχιτεκτονικό πλάνο αφιερωμένο κυρίως στον Ερζέ παρά στον Τεν Τεν. Οκτώ αίθουσες περιλαμβάνουν έργα, σχέδια, εφημερίδες και ταινίες, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει πλήξη κυρίως στους νεότερης γενιάς επισκέπτες- εκτός αν οι γονείς τους υπήρξαν βαθείς γνώστες του Ερζέ. Οι επισκέπτες του, που υπολογίζονται σε 200.000 ετησίως, αναμένεται να εκτιμήσουν δεόντως το δημιούργημα του αρχιτέκτονα Κριστιάν ντε Πόρτζαμπαρκ, που ενώνει με μεγάλες σκάλες-γέφυρες τους τέσσερις χώρους του μουσείου. Στον διάκοσμο «συμμετέχουν», μεγεθυσμένοι, οι ήρωες του Ερζέ. Και αν οι πίνακες του Μαγκρίτ έβρισκαν καταφύγιο στο Louvainla-Νeuve και τα έργα του Ερζέ στο μουσείο των Βρυξελλών (μια που στις Βρυξέλλες έζησε ο ίδιος όλη του τη ζωή και αυτή είναι η πόλη που εκφράζει το πνεύμα του); Κάτι τέτοιο μοιάζει με όνειρο, λένε. Είναι όμως διασκεδαστική και συμβολική συγχρόνως η σύμπτωση των εγκαινίων την ίδια ημέρα, σε μια εποχή άλλωστε που οι γαλλόφωνοι κυρίως ανησυχούν και αναζητούν τρόπους να νιώσουν ασφαλέστεροι. Στο βασίλειο του Αλβέρτου Β΄, τώρα που οι εκλογές είναι διπλές (τόσο οι εθνικές όσο και αυτές για το Ευρωκοινοβούλιο) και κανένας δεν δείχνει ενδιαφέρον για τον πολιτισμό, η επιστροφή στις μεγάλες μορφές ενός πρόσφατου, δοξασμένου παρελθόντος προσφέρει το όνειρο και την ελπίδα για μια αναγέννηση. Ο Ερζέ και ο Μαγκρίτ είναι τυπικοί Βέλγοι οι οποίοι παράλληλα χαίρουν διεθνούς αναγνώρισης: ποιοι άλλοι θα μπορούσαν να εκφράσουν καλύτερα αυτή την ιδέα;

Σήμερα το έργο του Μαγκρίτ χειρίζεται ο πρόεδρος του ιδρύματος Τσάρλι Χερκοβίτσι, οικονομολόγος ρουμανικής καταγωγής, που κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη και τη φιλία της χήρας του ζωγράφου Ζορζέτ Μαγκρίτ. Από την πλευρά του Ιδρύματος Ερζέ, ο Νικ Ρόντγουελ, δεύτερος σύζυγος της Φανί Ερζέ, χειρίζεται τα δικαιώματά του. Και αν οι δύο μεγάλοι καλλιτέχνες εξέφραζαν το πνεύμα της «βελγίτιδας», για πολλούς σήμερα οι κληρονόμοι τους εκφράζουν το πνεύμα των καιρών- οπαδοί του καπιταλισμού, χωρίς όνειρα, συναισθήματα και νοσταλγία.

«Βελγίτιδα» που προκαλεί γέλιο και φόβο

Στον Ερζέ (επάνω), γνωστό ανά τον υφήλιο ως δημιουργό του Τεν Τεν (αριστερά), είναι αφιερωμένο το μουσείο που δημιουργήθηκε 30 χλμ. έξω από τις Βρυξέλλες, ένα μοντέρνο κτίριο στον διάκοσμο του οποίου «συμμετέχουν» μεγεθυσμένοι οι ήρωες του βέλγου καλλιτέχνη (δεξιά) (ΕΡΑ/ DΙRΚ WΑΕΜ ΒΕLGΙUΜ ΟUΤ)

Στο αφιέρωμα της «Ελεύθερης Πανεπιστημιακής Επιθεώρησης των Βρυξελλών», που κυκλοφόρησε το 1998, ο φιλόσοφος Jacques Sojcher στο άρθρο του «Το Βέλγιο πάντα μεγάλο και ωραίο» είχε αναφερθεί στη «βελγίτιδα» (velgitude), «που στη χώρα- urbi et orbiπροκαλεί γέλιο και φόβο». Πώς να εξηγήσει κανείς τη «βελγίτιδα»; Ισως ως τη «μείξη λαών και πολιτισμών, τη γραφικότητα του παλατιού και της γλώσσας, το πάθος για το γελοίο, τους τόνους και τους τονισμούς, τους σολοικισμούς και τους βαρβαρισμούς, στη χώρα της Καλής Χρήσης» έλεγε ο καθηγητής, ενώ συμπλήρωνε ότι «είναι και ο καθηγητής Τουρνεσόλ με το εκκρεμές του, οι Ντιπόν και Ντυπόν με τις γκάφες τους, ο καπετάνιος Χάντοκ με την καρδιά στο χέρι, ο Τεν Τεν με τους ηρωισμούς του»…