Π οια είναι άραγε η μεγαλύτερη επιβράβευση για κάθε σημερινή λυρική τραγουδίστρια; Αναμφίβολα ο χαρακτηρισμός μιας ερμηνείας της ως της «καλύτερης από την εποχή της Κάλλας». Και είναι αλήθεια: ανυψώνοντας το δράμα στο επίπεδο της μουσικής- κατακτώντας δηλαδή την ολοκληρωμένη υποκριτική πράξη, όνειρο χιμαιρικό για τους συγχρόνους συναδέλφους της- η κορυφαία ντίβα του 20ού αιώνα κατάφερε να αλλάξει την ίδια τη λυρική αντίληψη της εποχής της ανοίγοντας νέους ερμηνευτικούς δρόμους και αποτελώντας έκτοτε διαρκές σημείο αναφοράς.

Στο πλαίσιο αυτό, τα πρώτα βήματα μιας καριέρας από πολλές απόψεις ιδιαίτερης έχουν αναμφίβολα ενδιαφέρον. Μπορεί η Κάλλας να «στοίχειωσε» τις σκηνές της περίφημης Μητροπολιτικής Οπερας της Νέας Υόρκης, του Κόβεντ Γκάρντεν και πάνω από όλα της Σκάλας όπου η παρουσία της «σφράγισε» κάποια από τα σπουδαιότερα αισθητικά ντοκουμέντα του 20ού αιώνα, ωστόσο η καριέρα της άρχισε εδώ, στη Λυρική Σκηνή της Αθήνας. Σε αυτά τα ελληνικά χρόνια λοιπόν (1937-1945)- μαθητικά και πρώτα επαγγελματικά- εστιάζουν οι δύο συναυλίες που διοργανώνει το Ελληνικό Φεστιβάλ επ΄ ευκαιρία της εφετινής επετείου των 30 χρόνων από τον θάνατο της αείμνηστης ντίβας σε καλλιτεχνική επιμέλεια Αρη Χριστοφέλλη και με τη συμμετοχή καταξιωμένων ελλήνων λυρικών ερμηνευτών. Η πρώτη από αυτές, υπό τον τίτλο «Τα ελληνικά χρόνια Ι», θα δοθεί την προσεχή Δευτέρα 9/7 στο Ηρώδειο και περιλαμβάνει αποσπάσματα από όλους τους βασικούς οπερατικούς ρόλους της νεαρής Μαρίας Καλογεροπούλου . «Ολα τα έργα τραγουδήθηκαν στις ελληνικές τους μεταφράσεις, τις οποίες βρήκαμε και χρησιμοποιήσαμε κρίνοντας ότι μία παρουσίαση έργων στην πρωτότυπη μορφή τους δεν θα είχε θέση σε ένα αφιέρωμα στην ελληνική καριέρα της Κάλλας,ούτε θα μετέφερε τον απόηχο μιας εποχής όπου παιζόταν στη γλώσσα του τόπου παρουσίασης του έργου» σημειώνει ο Αρης Χριστοφέλλης. Η δεύτερη συναυλία, με τίτλο «Τα ελληνικά χρόνια ΙΙ», θα δοθεί στις 13 Ιουλίου στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου με το πρόγραμμά της να περιλαμβάνει έργα που η Κάλλας τραγούδησε σε διάφορες εκδηλώσεις (ωδειακές εξετάσεις και ακροάσεις, γιορτές, ρεσιτάλ σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη) με συνοδεία πιάνου. Κι ενώ σε ό,τι αφορά την όπερα- με εξαίρεση την «Τόσκα», έναν από τους μετέπειτα μαγικούς ρόλους της- η ελληνική καριέρα της καλλιτέχνιδος είχε να κάνει με ηρωίδες με τις οποίες «αναμετρήθηκε» ελάχιστα ή καθόλου στη διάρκεια της μετέπειτα λαμπρής πορείας της, καθοριστικό κριτήριο και για το πρόγραμμα της δεύτερης αυτής συναυλίας είναι ότι τα έργα που παρουσιάζονται δεν επανεμφανίζονται ποτέ πια στο μεταγενέστερο ρεπερτόριό της.

«Η περίοδος 1937-1945 κατά την οποία η Κάλλας έζησε στην Ελλάδα ήταν εξαιρετικά σημαντική» λέει ο Αρης Χριστοφέλλης. «Οπως αναφέρω και στο σημείωμά μου στο πρόγραμμα του αφιερώματος,δεν έζησε οκτώ χρόνια στη χώρα μας,έζησε εκείνατα οκτώ χρόνια.Τέλος Μεσοπολέμου,Κατοχή,Εμφύλιος…Πρό- κειται για την περίοδο η οποία “σφράγισε” τους Ελληνες περισσότερο,ίσως, από κάθε άλλη.Το γεγονός αυτό είχε καθοριστικό αντίκτυπο στην εξέλιξη της προσωπικότητας της Κάλλας τόσο ως γυναίκας όσο και ως καλλιτέχνιδος».

Συνεχίζοντας ο Αρης Χριστοφέλλης προσθέτει ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο: «Χαρακτηριστικό είναι πως μέσα σε αυτές τις συνθήκες η Κάλλας γνώρισε και συνεργάστηκε με σπουδαίους ανθρώπους.Οταν έφυγεγια το εξωτερικό,έφυγε έτοιμη. Αν σκεφτεί κανείς πως έφυγε το 1945 και οι πρώτες ηχογραφήσεις της προέρχονται από το 1949 αποκαλύπτοντας σε μεγάλο βαθμό την εξαιρετική της ιδιοφυΐα,είναι αδύνατο το μεγαλείο αυτό να είναι αποτέλεσμα τεσσάρωνμόνονετών.Σημαίνει πως ήδη είχε γίνει πολύ σημαντική δουλειά εδώ…».

Και η ίδια άλλωστε η Κάλλας σε συνέντευξη που παρεχώρησε το 1968-το σχετικό απόσπασμα αναδημοσιεύεται στο πρόγραμμα του Φεστιβάλστη Νέα Υόρκη αναφερόταν στη σπουδαιότητα των ελληνικών χρόνων: «Πρώτη μου καριέρα θεωρώ κι ονομάζω εκείνη στην Αθήνα,στη διάρκεια του πολέμου… […] Αυτή είναι που μου πρόσφερε την πείρα μου,είμαι σίγουρη,γιατί εκεί ασκήθηκα,εκεί απέκτησα τις σκηνικές εμπειρίες μου, εκεί είχα τα πάνω μου και τα κάτω μου.Ωσπου να πάω στην Ιταλία- για τη μεγάλη καριέρα,όπως θα μπορούσα να πω- είχα ήδη μάθει τόσους ρόλους,τραγουδούσα επί οκτώ χρόνια […]».