» Τέχνη δεν γίνεται μόνο με τις ιδέες»





Από τους πλέον διακεκριμένους θεωρητικούς της τέχνης και επιμελητές εκθέσεων, ο συνδιευθυντής του Palais de Tokyo του Παρισιού Νικολά Μπουριό τάραξε τα νερά της σύγχρονης θεωρίας με τα βιβλία του L’ esthetique relationelle (Σχεσιακή αισθητική, 1998) και Post production (Μεταπαραγωγή, 2004). Στις πρόσφατες δραστηριότητές του συγκαταλέγονται οι επιμέλειες της 1ης Μπιενάλε της Μόσχας (2005, μαζί με τους Τζόζεφ Μπάκσταϊν, Ντάνιελ Μπέρνμπαουμ, Ρόσα Μαρτίνες και Χανς Ούλριχ Ομπριστ) και της Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης της Λυών (μαζί με τον συνδιευθυντή του στο Palais de Tokyo Ζερόμ Σανς), η οποία διαρκεί ως τις 31 Δεκεμβρίου. Στην Αθήνα βρέθηκε για λίγες ημέρες προκειμένου να συμμετάσχει στη συνεδρίαση της Κριτικής Επιτροπής για το 4ο Βραβείο ΔΕΣΤΕ, το οποίο απονεμήθηκε στον κύπριο καλλιτέχνη Χριστόδουλο Παναγιώτου. Ηταν μια επίσκεψη που μας έδωσε την ευκαιρία να συζητήσουμε όχι μόνο ορισμένες από τις πιο γνωστές ιδέες του αλλά και το ιδιότυπο γεγονός της διαρκούς παρερμηνείας των κειμένων του από κάθε λογής κριτικούς και επιμελητές.




– Ενα μεγάλο μέρος της σύγχρονης θεωρίας της τέχνης, καθώς και των κριτικών κειμένων για εκθέσεις και καλλιτέχνες, διακρίνεται από εξόφθαλμο έλλειμμα ενασχόλησης με τη μορφή των έργων τέχνης. Οποιαδήποτε μορφολογική προσέγγιση – η προσέγγιση, γενικά μιλώντας, που θεωρεί σημαντικό στοιχείο το πώς είναι φτιαγμένο ένα έργο – μοιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά απούσα. Ωστόσο υπάρχουν αυτοί που αντιγυρίζουν ότι μια μορφολογική προσέγγιση δεν έχει πλέον σημασία επειδή, σύμφωνα με τον Νικολά Μπουριό, σημασία έχει μόνο η σχέση που συνάπτεται ανάμεσα στο έργο και στον θεατή…


«Ναι, καταλαβαίνω τι λες. Αυτό είναι εντελώς λάθος. H τέχνη δεν γίνεται μόνο με τις ιδέες. Ή μάλλον οι ιδέες που χρησιμοποιούνται για να γίνει ένα έργο τέχνης συμβαίνει να έχουν ένα ισχυρό μορφολογικό περιεχόμενο. H τέχνη είναι υπόθεση της μορφής. Πιστεύω επίσης στην επέκταση του πεδίου των μορφών. Μου αρέσουν τα έργα του Ριρκρίτ Τιραβανίγια (σ.σ.: ταϊλανδικής καταγωγής καλλιτέχνης, γεννημένος το 1961 στο Μπουένος Αϊρες), συν τοις άλλοις επειδή είναι ανανεωτικά ως προς τη μορφή τους. Δεν πρόκειται απλώς για την ιδέα να βάλει κανείς μερικούς ανθρώπους να μοιραστούν ένα γεύμα. Απεναντίας, σημασία έχει ο τρόπος με τον οποίον οργανώνεται κάτι τέτοιο, ο μορφικός χώρος που ορίζεται από τον καλλιτέχνη, πράγματα τα οποία δεν βλέπουν όσοι δεν δείχνουν την απαιτούμενη προσοχή. Αυτά ακριβώς είναι όμως που ξεχωρίζουν τον Τιραβανίγια από πάρα πολλούς που τον μιμούνται, οι οποίοι δεν είναι τόσο καλοί. Είναι σίγουρο ότι μπορεί κανείς να κάνει ενδιαφέροντα πράγματα και με πολλούς άλλους τρόπους, τότε όμως δεν βρίσκεται πλέον στο πεδίο της τέχνης, δεν ασχολείται με το είδος του λόγου για το οποίο συζητούμε».


– Συνεπώς, με «σχεσιακούς» όρους, η αξία της ιδέας της μορφής όχι μόνο δεν εγκαταλείπεται αλλά επεκτείνεται ώστε να περιλάβει την εμπειρία του θεατή και τη σχέση που δημιουργείται ανάμεσα σε αυτόν και στο έργο;


«Ακριβώς».


– Γιατί δεν ισχύει αυτό για όλα τα έργα τέχνης; Γιατί δεν μπορούμε να δούμε παλαιότερα έργα με τον ίδιο τρόπο;


«Μα τα βλέπουμε με αυτόν τον τρόπο ολοένα περισσότερο. Το σύγχρονο βλέμμα είναι πλέον πιο εκπαιδευμένο με αυτόν τον τρόπο και όλα αυτά είναι μέρος ενός νέου συνόλου αισθητικών αξιών. H τέχνη διαμορφώνει τους θεατές της. Και ο σημερινός θεατής, ο οποίος έχει διαμορφωθεί ώστε να βλέπει ένα έργο δυναμικά, μπορεί να δει και άλλα έργα με τον ίδιο τρόπο. Αλλά εγώ ανέπτυξα αυτή τη θεωρία έτσι ώστε να μπορεί να προσεγγίσει όλη την ιστορία της τέχνης. Δεν το έκανα εγώ αλλά κάποιος θα μπορούσε να το κάνει».


– Ρωτάω για το ζήτημα της μορφής των έργων τέχνης επειδή μου φαίνεται κρίσιμο ως προς το εξής: η κριτική είναι πάντα η πρόταση εγκαθίδρυσης μιας ιεραρχίας. Δεν χρειάζεται κριτήρια – κάποιου είδους εργαλεία, τέλος πάντων; Κάποια στιγμή δεν χρειάζεται κανείς να διαλέξει, να πει: Αυτό είναι «μέσα» και εκείνο είναι «έξω»;


«Μα βέβαια. Στη ζωή μας, άλλωστε, εγκαθιστούμε ιεραρχίες όλη την ώρα. Ούτε η ζωή είναι η αέναη συγκέντρωση καινούργιας σαβούρας. Επιλέγουμε κάθε στιγμή. Αυτό που είναι ιδιαίτερα συναρπαστικό στην τέχνη είναι η αλλεπάλληλη υπερτίμηση και υποτίμηση των πραγμάτων. Πρόκειται για κάτι που αλλάζει συνέχεια. Αλλά ασφαλώς χρειάζονται κριτήρια. Και τα κριτήρια είναι αισθητικά. «Αισθητική» δεν σημαίνει «ωραία πράγματα». Δεν σημαίνει εκείνη την παλιομοδίτικη αντίληψη για το «όμορφο». H αισθητική είναι ένας πολύ πιο δυναμικός τομέας της γνώσης, κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον από όσο ακούγεται όταν μιλούν πανεπιστημιακοί. Πιστεύω ότι μια ισχυρή πολιτική δήλωση σε ένα έργο τέχνης είναι υπόθεση της αισθητικής. Ενα έργο λειτουργεί ή δεν λειτουργεί; Εντάξει, λοιπόν, θέλεις να πεις κάτι για τη Μέση Ανατολή. Θαυμάσια. Πώς; Πώς θα το πεις;».


– Πιστεύεις ότι είναι δυνατόν να συζητήσουμε για το «πώς» δίχως να συζητήσουμε με κάποιον τρόπο για τη μορφή του έργου τέχνης;


«Οχι, δεν το πιστεύω. Ολη αυτή η πολιτικώς ορθή αντίληψη που εξετάζει τα έργα βάσει των μηνυμάτων που μεταδίδουν μου είναι παντελώς αδιάφορη. Πρόκειται για βλακεία, για κάτι εντελώς άσχετο. Τι με νοιάζει αν κάποιος θέλει να μεταδώσει ένα γενναιόδωρο μήνυμα; Δεν χρειάζομαι την τέχνη για τα γενναιόδωρα μηνύματά της. Χρειάζομαι την τέχνη για την ενέργεια με την οποία τροφοδοτεί τη διαδρομή μας επάνω σε αυτόν τον πλανήτη, για το γεγονός ότι μας επιτρέπει να πάμε σε μέρη όπου δεν θα μπορούσαμε να πάμε διαφορετικά. Αυτό είναι θέμα μορφής. Είναι η μορφή που επιτρέπει στον καλλιτέχνη να πάει πιο μακριά από ό,τι αν απλώς σου έλεγε πώς έχουν τα πράγματα. Ορισμένες φορές, προκειμένου να καταστήσεις κάτι κατανοητό, χρειάζεται να γράψεις ολόκληρο μυθιστόρημα. Αλλες φορές χρειάζεται να γράψεις ένα ποίημα έτσι ώστε να προσεγγίσεις κάτι που θα ήταν αδύνατον να προσεγγιστεί διαφορετικά. Το ίδιο συμβαίνει στην τέχνη. Το πρόβλημά μου με όσα γράφω είναι ότι από τη μία πλευρά έχω να πολεμήσω όσους θεωρούν ότι η τέχνη έχει να κάνει με το «όμορφο» και από την άλλη όσους θεωρούν ότι οι ιδέες αρκούν και ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να λες πολιτικές εξυπνάδες. Και οι δύο αντιλήψεις είναι εξίσου άσχετες».


– Γράφεις στο πρώτο σου βιβλίο πως «ο πιο κοινός παρονομαστής που μοιράζονται όλοι οι καλλιτέχνες είναι ότι δείχνουν κάτι». Για να δείξουμε οτιδήποτε όμως πρέπει να το εντοπίσουμε με έναν τρόπο. Είναι αυτός ένας τρόπος να αντιληφθούμε τη μορφή; Δεν έχει άλλωστε νόημα να λέμε ότι δείχνουμε κάτι αν δεν υφίστανται κάποιες πράξεις μας που έστω να το διαφοροποιούν από οτιδήποτε άλλο βρίσκεται μπροστά μας, έτσι δεν είναι;


«Δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο. Επιπλέον, όμως, αν αυτή η μορφή που μας δείχνει ο καλλιτέχνης μοιάζει με άλλες εκατό που έχουμε μπροστά μας, αν δεν διαχωρίζεται από οτιδήποτε άλλο, τότε ποιο είναι το νόημα; H μοναδικότητα είναι σημαντική».


– Τι είναι όμως η μοναδικότητα; Είναι αυτό που πριν από τον μεταμοντερνισμό θα αποκαλούσαμε «πρωτοτυπία»;


«Πρωτοτυπία σημαίνει κάτι «καινούργιο». Το να πει κανείς ότι ο καλλιτέχνης προσφέρει κάτι καινούργιο είναι μια αφελής μοντερνιστική αντίληψη. Υποδεικνύει την άγνοιά μας για το γεγονός, ας πούμε, ότι υπήρχαν μονοχρωματικοί πίνακες στην Ινδία του 17ου αιώνα. Τώρα το ξέρουμε αυτό, δεν είμαστε τόσο αφελείς, και το «καινούργιο» δεν αποτελεί πλέον αξία ή μάλλον αποτελεί μια πολύ ρηχή αξία. H μοναδικότητα, από την άλλη, είναι πιο περίπλοκη. Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να περιέχει κάτι καινούργιο. Αλλά έχει να κάνει περισσότερο με μια αντίσταση σε αυτή την καθολική παγκόσμια κόλλα στην οποία έχουμε όλοι κολλήσει, μια αντίσταση στην εξομοίωση».


– Είναι όμως ποτέ δυνατόν να περιγράψεις τι συμβαίνει χωρίς να κάνεις μια ποιοτική αξιολόγηση;


«Οχι, δεν είναι δυνατόν».


– Με άλλα λόγια, όταν περιγράφεις την πρακτική ορισμένων καλλιτεχνών, δεν λες ταυτόχρονα και ότι αυτοί οι καλλιτέχνες είναι «καλοί»;


«Ναι, αυτό ακριβώς λέω».


Τα βιβλία του Νικολά Μπουριό «Σχεσιακή αισθητική» και «Μεταπαραγωγή», σε μετάφραση Θεόφιλου Τραμπούλη, βρίσκονται υπό έκδοση από τις εκδόσεις Futura.