Ο πρωταγωνιστής του χειμώνα


«Δεν είμαστε ευτυχισμένοι. Η ευτυχία δεν υπάρχει. Το μόνο που μπορούμε είναι να την επιθυμούμε».


Α. Π. Τσέχοφ



Ξημερώματα 2ας Ιουλίου 1904, σε ηλικία 44 χρόνων, ο Αντον Πάβλοβιτς Τσέχοφ άφηνε την τελευταία του πνοή στη λουτρόπολη Μπάντεβαϊλερ. Στο πλάι του βρισκόταν η σύζυγός του, η ηθοποιός Ολγα Κνίπερ. Στην αρχή εκείνου του έτους (17 Ιανουαρίου) είχε δοθεί η πρεμιέρα του θεατρικού έργου του «Ο βυσσινόκηπος» – το τελευταίο που εκδόθηκε όσο ζούσε. Είχαν προηγηθεί ο «Ιβάνοφ» (πρώτη παράσταση: 1898), «Ο Γλάρος» (1896), ο «Θείος Βάνιας» (1899) και οι «Τρεις αδελφές» (1901). Το τετράπρακτο που βρέθηκε για πρώτη φορά το 1920 και παίχτηκε αργότερα με τον τίτλο «Πλατόνοφ» είχε γραφτεί το 1880, δύο χρόνια μετά τα πρώτα του κωμειδύλλια («Γιατί κακαρίζει η κότα;» και «Χωρίς πατέρα», τα οποία όμως δεν σώθηκαν). Πλάι στα θεατρικά του μια σειρά διηγήματα και νουβέλες ολοκληρώνουν την εργογραφία του ρώσου συγγραφέα που καθόρισε το παγκόσμιο θέατρο: «Ο «Γλάρος» ή ο Στανισλάφσκι έφερε την ανανέωση στο θέατρο;» είναι το ερώτημα που ετέθη, χωρίς ποτέ να είναι δεδομένη η απάντηση. Ο Τσέχοφ, γιος ενός τυραννικού, αλκοολικού και θρησκόληπτου μπακάλη, του Πάβελ Γεγκόροβιτς, και μιας στοργικής μάνας, της Ευγενίας Γιακόβλεβνα, γεννήθηκε το 1860 στο Τανκανρόκ της Θάλασσας του Αζοφ. Τρίτος από τα έξι παιδιά της οικογένειας, φοίτησε, μαζί με τον αδελφό του Νικολάι, σε ελληνικό σχολείο και από το 1879 στο Ιατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Τα πρώτα σημάδια της φυματίωσης παρουσιάστηκαν όταν έκανε το αγροτικό του, ενώ την ίδια εποχή άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του διηγήματα στο περιοδικό «Νέοι Καιροί» του μετέπειτα στενού του φίλου και εκδότη του Αλεξέι Σουβόριν – τουλάχιστον 300 επιστολές αντήλλαξαν συνολικά μεταξύ τους. Το εξάμηνο στη νήσο Σαχαλίνη (Μάιος – Δεκέμβριος 1890) και η έντονη δραστηριότητά του σε εκείνο το «κολαστήριο», όπως το χαρακτήρισε, επηρέασαν την κυβέρνηση, η οποία και αναγκάστηκε να λάβει μέτρα για τις εκεί συνθήκες διαβίωσης. Ακολούθησαν ταξίδια στην Ευρώπη, η γνωριμία του με τον Τολστόι, μια έντονη κρίση στην υγεία του και η γνωριμία του με την Ολγα Κνίπερ, τη μελλοντική σύζυγό του (ο γάμος τους έγινε το 1901, ενώ μια αποβολή της συζύγου του, λίγο πριν από τον θάνατό του, του προκάλεσε μεγάλη θλίψη) και πρωταγωνίστρια όλων των θεατρικών του. Στη Γιάλτα γνώρισε και ανέπτυξε στενή φιλία με τον Μαξίμ Γκόρκι. Τέσσερα χρόνια πριν από τον θάνατό του έγινε μέλος της Ακαδημίας των Τεχνών, από όπου παραιτήθηκε όταν ακύρωσαν την εκλογή του Γκόρκι.


«Γράφω με ευχαρίστηση…»


Στις 21 Οκτωβρίου 1895 ο Τσέχοφ ανακοίνωνε με χαρά στον Σουβόριν: «Σκεφθείτε, γράφω ένα θεατρικό έργο! Δεν θα το έχω ίσως τελειώσει πριν από το τέλος Νοεμβρίου. Γράφω με ευχαρίστηση, παρ’ όλο που παραβαίνω ασύστολα τις σκηνικές συμβάσεις. Είναι κωμωδία και έχει τρεις γυναικείους ρόλους, έξι αντρικούς, τέσσερις πράξεις, ένα τοπίο (θέα σε μια λίμνη), πολλές λογοτεχνικές συζητήσεις, λίγη δράση και πέντε καντάρια έρωτα». Λίγες εβδομάδες αργότερα, όπως γράφει ο Ανρί Τρουαγιά στη βιογραφία του Τσέχοφ, έδινε στο έργο τον τίτλο «Ο Γλάρος». «Το τελείωσα… Δεν είναι τίποτε ιδιαίτερο. Θα έλεγα τελικά πως είμαι μέτριος δραματουργός» έγραφε στη συγγραφέα Ελενα Σαβρόβα. Το πρώτο ανέβασμα, το 1896, στο θέατρο Αλεξαντρίνσκι, ήταν μια τραγική αποτυχία. Δύο χρόνια μετά ο Στανισλάφσκι σκηνοθετεί τον «Γλάρο» στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Στον ρόλο της Αρκάντινα η Ολγα Κνίπερ. Η παράσταση θριαμβεύει… Από τότε ως σήμερα «Ο Γλάρος» αποτελεί σταθερή επιλογή των θεάτρων όλου του κόσμου. Ανάμεσα στους μεγάλους σκηνοθέτες που καταπιάστηκαν μαζί του είναι ο Ολεγκ Εφραίμοφ (το 1980), ο Αντρέι Σερμπάν (το 1981), ο Αντουάν Βιτέζ (το 1984) και ο Οτομάρ Κρέτσκε (στα μέσα της δεκαετίας του 1980). Στην Ελλάδα πρωτοανέβηκε το 1932 από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη (με την Ελένη Παπαδάκη στον ρόλο της Νίνας) σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυράτ.


Στις 17 Ιανουαρίου 1904 ο Στανισλάφσκι ανέβασε τον «Βυσσινόκηπο» στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Η Ολγα Κνίπερ ερμήνευσε τον ρόλο της Λιούμπα και ο ίδιος ο σκηνοθέτης τον Γκάγεφ. Οπως ο Τσέχοφ ομολογεί, αυτό το έργο τον δυσκόλεψε πολύ. Η υγεία του είχε ήδη κλονισθεί και ο ίδιος το έπιανε και το άφηνε για καιρό. Ωστόσο τον Ιούλιο του 1903 αποφάσισε να πιέσει τον εαυτό του και να το τελειώσει ώστε να είναι έτοιμο για την καινούργια θεατρική σεζόν. «Το έργο δεν είναι έτοιμο, προοδεύει με κόπο, πράγμα που οφείλεται στην τεμπελιά μου, στο κρύο και στη δυσκολία του θέματος» έγραφε στον Στανισλάφκσι. Η αλήθεια ήταν όμως πιο σκληρή. Η κατάσταση της υγείας του είχε επηρεάσει τη δημιουργική του ικανότητα. Τον Σεπτέμβριο του 1903 το ολοκλήρωσε και το έστειλε στη Μόσχα με τη σύζυγό του: «Δεν είναι δράμα αλλά κωμωδία και μάλιστα σε ορισμένα μέρη φάρσα». Αν και μεσολάβησαν πολλές περιπέτειες, η πρεμιέρα δόθηκε και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Εκτοτε ακολούθησαν μια σειρά ανεβάσματα σε όλον τον κόσμο. Ξεχωρίζουν η πρώτη εκτός Ρωσίας, στο Λονδίνο, το 1919, του Ζαν-Λουί Μπαρό στο Παρίσι και του Τζον Γκίλγουντ στο Λονδίνο (το 1954), του Λουκίνο Βισκόντι (το 1966), ενώ το ανέβασαν επίσης ο Τζιόρτζιο Στρέλερ (το 1974), ο Πίτερ Μπρουκ (το 1981) και ο Πέτερ Στάιν (το 1989). Στην Ελλάδα πρωτοανέβηκε το 1939 από το Ελληνικό Ωδείο σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν.


Η ζωή και το… καρότο


«Σκοπός της λογοτεχνίας είναι η απόλυτη, η τίμια αλήθεια» έλεγε ο Τσέχοφ (φωτογραφία δεξιά) και με αυτή την πεποίθηση κατάφερε να συμπεριλάβει την ανθρώπινη ψυχή στα τέσσερα μεγάλα θεατρικά του έργα, καθώς και στα δύο πρώτα του. Αντικειμενικός, καίριος, λιτός, αποτύπωσε με απλό και περιεκτικό τρόπο όλα όσα βίωνε ο ίδιος, μετατρέποντας τελικά το προσωπικό σε παγκόσμιο. Εκφράζοντας τη θετική πλευρά του ανθρώπου, ο Τσέχοφ ήξερε να συμπάσχει με τον αδύναμο και να σαρκάζει τον επηρμένο και τον κακό. Ανθρώπινος και ελεύθερος, είχε μάθει, επηρεασμένος από την Ιατρική, να παρατηρεί. «Αν θες να καταλάβεις τη ζωή, πάψε να πιστεύεις αυτά που λένε και αυτά που γράφουν. Μόνο βλέπε, παρατήρα εσύ ο ίδιος και συλλογίσου» έγραφε στα Τετράδιά του. Ο ίδιος άλλωστε συνήθιζε να λέει ότι η Ιατρική είναι η σύζυγός του και η λογοτεχνία, το γράψιμο, η ερωμένη του, γι’ αυτό και μεταπηδούσε από τη μία στην άλλη.


Πίστευε ότι δεν είχε ταλέντο και καλούσε τους καλλιτέχνες «να παραδεχθούν ότι τίποτε σε αυτόν τον κόσμο δεν βγάζει νόημα», όπως έγραφε στον Σουβόριν το 1888. «Αν καταφέρεις να πείσεις έναν καταξιωμένο καλλιτέχνη να ξεπεράσει τους δισταγμούς του και να δηλώσει ότι, ναι, υπάρχουν και πράγματα που δεν καταλαβαίνει, αυτό από μόνο του θα αποτελέσει ένα τεράστιο βήμα προόδου στην ανθρωπότητα». Ο ίδιος άλλωστε δεν προσπαθούσε να εξηγήσει τα πράγματα. Το μόνο που έκανε ήταν να περιγράφει τον τρόπο που οι ήρωές του μιλάνε, τον τρόπο που αγαπούν, που παντρεύονται, που κάνουν παιδιά και πεθαίνουν. Οταν τον ρωτούσαν τι σημαίνει ζωή, απαντούσε: «Οταν με ρωτάς τι σημαίνει ζωή είναι σαν να με ρωτάς τι είναι ένα καρότο. Ενα καρότο είναι ένα καρότο και δεν ξέρουμε τίποτε περισσότερο».


Ερχονται οι «Γλάροι»


Στις 23 Οκτωβρίου κάνει πρεμιέρα ο πρώτος αθηναϊκός «Γλάρος» από το Θέατρο του Νέου Κόσμου (σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου), ενώ στις αρχές Νοεμβρίου θα ανεβεί ο δεύτερος από το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας (με σκηνοθέτη τον Νίκο Μαστοράκη). Ακολουθούν η Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» στη Θεσσαλονίκη (σε σκηνοθεσία Νίκου Χατζηπαππά) και το ΔΗΠΕΘΕ Λάρισας (από τον Νίκο Χαραλάμπους). Στην Πάτρα το ΔΗΠΕΘΕ της πόλης θα παρουσιάσει τον «Βυσσινόκηπο» σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη.


Ο Τσέχοφ φαίνεται ότι είναι ο αγαπημένος συγγραφέας του Νίκου Μαστοράκη, και ας μην τον έχει ανεβάσει ακόμη, και το συγκεκριμένο θεατρικό το πιο λογοτεχνικό του. «Είναι ένα μυστήριο αυτός ο συγγραφέας, διότι το να πεις ότι είναι σπουδαίος δεν σημαίνει τίποτε. Και άλλοι είναι. Νομίζω ότι είναι τόσο δημοφιλής γιατί δημιουργεί μια αίσθηση οικειότητας με τις καταστάσεις των ηρώων του. Παραμένει σύγχρονος, πιο σύγχρονος από τον Ιψεν ή τον Στρίντμπεργκ. Το δισυπόστατο του κωμικού με το τραγικό και το χιούμορ που διαθέτουν τα έργα του στη δομή τους είναι από τα στοιχεία που τον χαρακτηρίζουν. «Ο Γλάρος» αποτελεί το πλέον αυτοβιογραφικό του έργο και μάλιστα στην πρεμιέρα του 1894 είχε φροντίσει ο ίδιος να σταλούν προσκλήσεις σε όλα τα πρόσωπα που αναφέρονταν στο έργο. Ετσι ο Σουβόριν, ο εκδότης του, είδε την αυτοκτονία του γιου του στον Τρέπλιεφ, η Λίκα είδε την ιστορία της ως Νίνα, ο ζωγράφος Λεβιτάν αναγνώρισε τον εαυτό του στον Τριγκόριν… Σαν ξεκαθάρισμα προσωπικών λογαριασμών…».


Για τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο ο Τσέχοφ αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχήματα των σκηνοθετών, άρα και του εαυτού του, ο οποίος στη διανομή κρατά και τον ρόλο του Τριγκόριν. «Είναι τόσο δύσκολος να σκηνοθετηθεί, πρέπει να περάσεις από τόσο περίπλοκους δρόμους, ενώ την ίδια στιγμή στόχος είναι η απλότητα. Πέραν του ότι δεν απέχει πολύ από εμάς, μόνον ένας αιώνας μάς χωρίζει, πιστεύω ότι είναι ο ανανεωτής του παγκόσμιου θεάτρου, εκείνος που άλλαξε τις φόρμες γραφής και ανεβάσματος. Αν δεν υπήρχαν «Ο Γλάρος» και ο Στανισλάφσκι, ίσως το θέατρο να ήταν διαφορετικό». Οσο για τον χαρακτηρισμό «κωμωδίες», που ο ίδιος δίνει στα έργα του, ο σκηνοθέτης τονίζει: «Μα τι πάει να πει κωμωδία; Δεν πάμε να δούμε Τσέχοφ για να γελάσουμε ή να ξεκαρδιστούμε, δεν πρόκειται για επιθεώρηση. Στον Τσέχοφ υπάρχει η συνάντηση του τραγικού με το γελοίο στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Ενα σύνολο βγάζει το στυλ του. Ξέρει πώς να βάλει τους ανθρώπους στο μικροσκόπιο, να τους παρατηρεί και συγχρόνως να κρατά μια απόσταση».


ΥΓ.: Η σορός του μεταφέρθηκε μέσα σε ένα βαγόνι που έγραφε «Στρείδια», επιβεβαιώνοντας – άθελά του – την κωμική πλευρά των τραγικών στιγμών, όπως πίστευε πάντα. Στον σταθμό μπερδεύτηκε με το φέρετρο κάποιου στρατηγού. Θάφτηκε στο μοναστήρι Νοβοντέβιτσι.