Patrick Hamilton
Οι σκλάβοι της μοναξιάς
Μετάφραση – Επίμετρο Κατερίνα Σχινά.Εισαγωγή Doris Lessing
Εκδόσεις Στερέωμα, 2017
σελ. 350, τιμή 19 ευρώ
Βρισκόμαστε– υποτίθεται –στο Τέιμς Λόκντον, είναι μια μικρή παραποτάμια πόλη στα περίχωρα του βομβαρδιζόμενου Λονδίνου. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος εξελίσσεται δυσοίωνα, η τελική έκβασή του παραμένει άδηλη. Στο μεγάλο κάδρο: ο φόβος και η ανασφάλεια ορίζουν την καθημερινότητα. Στο μικρό κάδρο: η μονοτονία και η ρουτίνα δεν έχουν εκλείψει, ούτε το τσάι, ούτε το αλκοόλ. «Η γη ήταν τυλιγμένη στο σκοτάδι, κρυμμένη από τ’ αστέρια· το ποτάμι και η όμορφη γέφυρα του δέκατου όγδοου αιώνα ήταν κρυμμένα από τους ανθρώπους· οι άνθρωποι ήταν κρυμμένοι ο ένας από τον άλλον. Αυτός ήταν ο πόλεμος στα τέλη του 1943». Ηταν αυτό και άλλα πολλά, καθότι οι «μεταμφιέσεις» εκείνου του «μικρολωποδύτη που ξάφριζε ασταμάτητα τους πάντες» ήταν αναρίθμητες.

«Κολασμένη μελαγχολία»

Εκείνος ο πόλεμος που φάνταζε ατέλειωτος, που έκανε την ίδια τη ζωή ακόμη πιο επιτακτική και έκλυτη συγχρόνως, είχε τη δύναμη να μεταμορφώνει τα πάντα, όχι μονάχα την έκδηλη συμπεριφορά των ανθρώπων αλλά και τα ανομολόγητα πάθη τους, τις βουβές εκρήξεις στα εσώψυχά τους. Το πάλαι ποτέ «Τεϊοποτείο Ρόζαμουντ» λ.χ. είχε μετατραπεί από την ιδιοκτήτριά του, την κυρία Πέιν, σε μια καταθλιπτική πανσιόν όπου «τα τζάμια καλύπτονταν από τις μπλε κόλλες της συσκότισης» και οι φακοί αποτελούσαν είδη πρώτης ανάγκης· ο χώρος είχε μετεξελιχθεί σε ένα κλειστοφοβικό πεδίο όπου κυριαρχούσε μια «κολασμένη μελαγχολία», σαν κολλώδης διαβρωτική ουσία που γλιστρούσε παντού, στην τραπεζαρία, στο σαλόνι, στους διαδρόμους, στα υπνοδωμάτια.
ΟΠάτρικ Χάμιλτον(1904-1962), προς το τέλος του ατμοσφαιρικού μυθιστορήματός του Οι σκλάβοι της μοναξιάς(1947), διασαφηνίζει περαιτέρω τη «φρίκη» και την «απόγνωση» που βιώνουν οι ετερόκλητοι ένοικοι σε αυτή τη «νεκροζώντανη πανσιόν», ξεκαθαρίζοντας πως «οφείλονταν στο ότι κανείς εκεί μέσα δεν είχε θελήσει να αντιμετωπίσει τον πόλεμο».
Πρώτη και καλύτερη η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, η δεσποινίς Ρόουτς, μια μοναχική και υπομονετική γυναίκα που σαρανταρίζει, η οποία, μέσα στην «έμφυτη σύνεσή» της, πίστευε ότι «από πολλές απόψεις, η στρουθοκάμηλος ήταν σοφότερο πτηνό από την κουκουβάγια». Ετσι ακριβώς το διατυπώνει (με τρυφερή ειρωνεία και γλυκόπικρο χιούμορ) αυτός ο αξιόλογος αλλά παραγνωρισμένος συγγραφέας, ένας λογοτεχνικός μύστης του διφορούμενου και εντατικού υπαινιγμού, που εμφανίζεται αισίως για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα.

Υπόδουλη στη μοναξιά

To «Στερέωμα» τον εξέδωσε με καλαισθησία, η Κατερίνα Σχινά τον μετέφρασε απολαυστικά. Η πρωταγωνίστρια, λοιπόν, είναι μια μάλλον απελπισμένη σαραντάρα, «υπόδουλη στη μοναξιά που διαφέντευε κάθε της πράξη». Και είναι μάλλον συμπαθητική: όχι τόσο επειδή αποδεικνύεται ένα αξιοπρεπές θύμα, αλλά γιατί είναι ένα θύμα που διαθέτει κάμποση επίγνωση, δεύτερες και τρίτες σκέψεις. Η ίδια εδώ και έναν χρόνο, επιδιώκοντας τον γλιτωμό της, έχει εγκαταλείψει το σπίτι της στη βρετανική πρωτεύουσα και έχει νοικιάσει ένα δωμάτιο μερικά χιλιόμετρα μακριά. Εξακολουθεί όμως να πηγαίνει στο Λονδίνο κάθε μέρα με το τρένο, επειδή εργάζεται στον εκδοτικό οίκο Ριβς εντ Λίντσελ που σύντομα θα αντιμετωπίσει κι αυτός την έλλειψη χαρτιού. Και όταν η δεσποινίς Ρόουτς επιστρέφει στην πανσιόν, αναπόφευκτα, ξαναβρίσκει τους αποτελματωμένους συγκατοίκους της και τους περιστασιακούς συνδαιτυμόνες της, αργοβυθίζεται και πάλι σε μιαν απαρασάλευτη κατάσταση πλήξης, αποχαύνωσης, αδράνειας, ανοησίας και σιωπής.
«Εκείνη η σιωπή, διανθισμένη μονάχα από το βουητό του μικρού ανελκυστήρα και το κροτάλισμα των μαχαιροπίρουνων στα πιάτα, ήταν απαίσια» γράφει ο Πάτρικ Χάμιλτον. Υπάρχει βεβαίως και κάποιος που κάθε τόσο έρχεται να διαρρήξει τούτη τη φορτισμένη σιωπή –την οποία ατόφια μάς προσφέρει ο συγγραφέας -, κάποιος φλύαρος καθαρευουσιάνος που «αναλάμβανε ηγετικό ρόλο σε οτιδήποτε προκαλούσε εκνευρισμό» γενικότερα, μια συντηρητική, αυταρχική, θορυβώδης και πολεμοχαρής προσωπικότητα, ο απαισιότατος κύριος Θουέιτς. Αυτός είναι ο κουτοπόνηρος (πλην όμως άκρως αποτελεσματικός) τύραννος της δεσποινίδος Ρόουτς, που τη βασανίζει ανελέητα με τα μουλωχτά του λόγια, τις νύξεις και τις εμπρηστικές παρατηρήσεις του, και αναζητεί συνεχώς διάφορες πρακτικές ή ιδεολογικές αφορμές για να της ανεβάσει το αίμα στο κεφάλι, να της κάνει τη ζωή μαρτύριο. Ο σιτεμένος κύριος Θουέιτς παρέμενε σιωπηρά ένθερμος οπαδός του Χίτλερ και, από τη στιγμή που καταφθάνει στην πανσιόν μια «ξελογιάστρα» Γερμανίδα, δεν χάνει την ευκαιρία να καμωθεί τον «άριο» γαμπρό στα γεράματα. Η Βίκυ Κούγκελμαν, η οποία έχει ζήσει στην Αγγλία δεκαπέντε χρόνια, συνομήλικη, φίλη στην αρχή και τρόπον τινά προστατευόμενη της δεσποινίδος Ρόουτς, εμπαίζει συναισθηματικά και ταυτοχρόνως σιγοντάρει ύπουλα την ψυχολογική πολιορκία που έχει κηρύξει ο όψιμος θαυμαστής της στη φουκαριάρα την πρωταγωνίστρια, μια ευαίσθητη ύπαρξη που παλεύει να συγκρατηθεί ενώ την τραβολογούν προς τα άκρα.

Μηχανορραφίες

Αυτό όμως που θα πυροδοτήσει ένα «μίσος χωρίς προηγούμενο στην ιστορία, όχι μόνο της πανσιόν, αλλά και του γυναικείου φύλου», είναι η σπουδή με την οποία η «διαβολική» Βίκυ Κούγκελμαν μηχανορραφεί κακόβουλα για να σφηνωθεί ανάμεσα στη δεσποινίδα Ρόουτς και τον «Αμερικανό της», τον Υπολοχαγό Ντέιτον Πάικ, έναν επιπόλαιο άντρα, βασικό γνώρισμα του οποίου είναι η «ανακολουθία». Κοντολογίς, ευρισκόμενος σε μια ξένη χώρα και ενόσω περιμένει να ανοίξει το λεγόμενο Δεύτερο Μέτωπο των Συμμάχων, γλεντοκοπάει, μεθοκοπάει, φλερτάρει ασύστολα ό,τι θηλυκό κινείται στην πιο δημοφιλή παμπ της περιοχής, ακολούθως το φασώνει στο κοντινό πάρκο και, αλίμονο, υπόσχεται να το παντρευτεί και να το πάρει μαζί του στην Αμερική, όταν αποχαιρετήσει ο κόσμος τα όπλα.
Μπορούμε να φανταστούμε την ουσία του βιβλίου ως ένα τρίγωνο -οι πλευρές του προαναφέρθηκαν ήδη –εντός του οποίου βρίσκεται εγκλωβισμένη η δεσποινίς Ρόουτς. Με την έκρηξη της τελευταίας, την «καταιγίδα» του 22ου κεφαλαίου, ο Πάτρικ Χάμιλτον –ένας τεχνίτης του νευρώδους διαλόγου, είχε μεγάλη εμπειρία από το θέατρο –φέρνει λειτουργικά τον πόλεμο, που ως τότε είναι το φόντο της αφήγησής του, στο προσκήνιο: ένας φαινομενικά απρόσωπος καβγάς για τη διεθνή πολιτική αναδεικνύει την «τευτονική αλαζονεία» της Γερμανίδας και αποσυμπιέζει τη συσσωρευμένη ένταση της δεσποινίδος Ρόουτς στο διαπροσωπικό επίπεδο, στην ιδιωτική μικροκλίμακα.
Η έκδοση συνοδεύεται από μια ωραιότατη εισαγωγή μιας σπουδαίας αγγλίδας πεζογράφου, της νομπελίστριας Ντόρις Λέσινγκ. Το κείμενό της φωτίζει πτυχές της προσωπικότητας του συγγραφέα (μαρξιστής, κοινωνικά ανήσυχος, πότης μέχρι θανάτου) και εγγράφει το έργο του τόσο στη δική του εποχή όσο και στη δική μας. «Παρέμεινε αγνοημένος και μάλλον άγνωστος περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως» σημειώνει η ίδια. «Ο,τι χαρακτηρίζει τον Πάτρικ Χάμιλτον είναι μια αμεσότητα ενσυναίσθησης που κάνει ορισμένους από τους ήρωες και κάποιες από τις σκηνές του εξίσου αλησμόνητες όπως του Ντίκενς, εξίσου οδυνηρές όπως και του Γκίσινγκ».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ