Ivan Jablonka
Η Ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία. Μανιφέστο για τις κοινωνικές επιστήμες
Πόλις, 2017
σελ. 416, τιμή 18 ευρώ
Ο Ιβάν Ζαμπλονκά (ή Γιαμπλόνκα, όπως είναι το προγονικό όνομα) είναι ένας από τους νεότερους γάλλους ιστορικούς που αναστοχάζονται το αντικείμενο και την εργασία τού ιστορικού. Εχοντας συνείδηση των κινδύνων που γεννάει η κατάσταση της υπερεξειδίκευσης και η στεγανότητα της κουλτούρας των papers –το σύγχρονο ακαδημαϊκό πρωτόκολλο που ενδιαφέρει μόνο τους μικρόκοσμους των ειδικών -, ο Ζαμπλονκά αναζητά κατ’ αρχάς μια νέα σχέση της Ιστορίας με την αφήγηση του πραγματικού.
Στο βιβλίο αυτό συναντούμε την περιπέτεια αυτής της αναζήτησης και συγχρόνως τους κομβικούς προβληματισμούς της. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε με μια έρευνα πάνω στις πηγές, στους τρόπους, στις δυνατότητες της Ιστορίας, στις σχέσεις της με τη φιλολογία, τη μυθοπλασία και την εξέλιξη των κοινωνικών επιστημών.
Ο ίδιος ο συγγραφέας μάς εξηγεί πως το συγκεκριμένο βιβλίο είναι θεωρητικό συμπλήρωμα του έργου το οποίο αφιέρωσε στη ζωή ενός ζευγαριού πολωνοεβραίων κομμουνιστών που πέθαναν στο Αουσβιτς, ζευγαριού που υπήρξαν ο παππούς και η γιαγιά του. Θα μπορούσαμε να το δούμε όμως και ως κοινό θεωρητικό πλαίσιο και ενός άλλου σημαντικού κειμένου του Ζαμπλονκά, της Λετισιά (επίσης έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Πόλις), όπου ο συγγραφέας φιλοτεχνεί το πορτρέτο μιας κακοποιημένης νέας ανασυνθέτοντας το σύνθετο και πολυπρισματικό πλαίσιο της βίας που την περιβάλλει.
Στο «Η Ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία» υπάρχει ένα κεντρικό επιχείρημα που δεσμεύει όλα τα επιμέρους: η υπόθεση πως η αντιπαράθεση ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην Ιστορία είναι επιβλαβής και εξόχως παραπλανητική. Αν «η Ιστορία δεν θα είναι (και ποτέ δεν θα γίνει) μυθοπλασία», η λογοτεχνία ενυπάρχει, με τον έναν ή άλλον τρόπο, μέσα στην Ιστορία και στη γραφή της. Για τον Ζαμπλονκά, αυτή η λογοτεχνία υπερβαίνει τη στατική διάκριση του μυθοπλαστικού και του μη μυθοπλαστικού. Συγχρόνως, όμως, χρειάζεται και τις αποστάσεις από την επιπόλαια τυχοδιωκτική διάθεση του μεταμοντερνισμού για παιχνίδια λόγου που αδιαφορούν για τα «μέσα κατανόησης» της πραγματικότητας.
Το πρόγραμμα του Ζαμπλονκά έχει αφετηρία μια αναδρομή στο παρελθόν της ιστοριογραφίας και στις εντάσεις ανάμεσα στη λιτή και διαυγή διήγηση των γεγονότων και στη «μυθοπλαστική» κληρονομιά ενός Ηροδότου. Από τον Θουκυδίδη μέχρι τον Πολύβιο και από εκεί στους χρονικογράφους του Μεσαίωνα, η διάκριση ανάμεσα στην αυστηρότητα του ιστορικού και στη φαντασία του μυθοπλάστη και ποιητή θα πάρει διάφορες μορφές. Αλλοτε θα τονίζεται και άλλοτε θα ατονεί, μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα, που είναι η εποχή του μεγάλου διαχωρισμού.
Ο δέκατος ένατος είναι εποχή – κλειδί για τους μετασχηματισμούς της γνώσης και τη γέννηση των κοινωνικών επιστημών. Η ανάδυση του ρεαλιστικού μυθιστορήματος από τη μία και ο κοινωνιολογικός θετικισμός και επιστημονισμός από την άλλη ρίχνουν τη σκιά τους στη γραφή της Ιστορίας. Η διάσταση ανάμεσα στην Ιστορία – επιστήμη και στη λογοτεχνία γίνεται έτσι προγραμματική, δεσπόζοντας στην πορεία προς την «ακαδημαϊκοποίηση», απ’ όπου δεν λείπουν οι αντιφάσεις. Ετσι, για παράδειγμα, οι πιο σημαίνοντες ιστορικοί της νεότερης Γαλλίας, από τον Michelet μέχρι τον Braudel, θα είναι και εξαιρετικοί στυλίστες της γραφής. Από την άλλη, λογοτέχνες όπως ο Ζολά θα μιμηθούν την εργασία του ιστορικού, έχοντας μάλιστα κατά νου μια ανατομία του κοινωνικού στην ώριμη αστική κοινωνία. Ο διαχωρισμός θα ενισχυθεί αργότερα και από τον μαρξισμό, που στις περισσότερες περιπτώσεις θα υποτιμήσει την «ποιητική της γνώσης» για να προσανατολιστεί στις δομές της οικονομίας και στις συλλογικές πρακτικές.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας αναλύει τον ιστορικό συλλογισμό μελετώντας τη σχέση με την αλήθεια και την «αιτιώδη εξήγηση» του πραγματικού. Αιχμή του ιστορικού συλλογισμού είναι η προσπάθεια να «κατανοήσουμε και συνεπώς, πιο συγκεκριμένα, να έχουμε τα μέσα να κατανοήσουμε» (σ. 150). Ο ιστορικός δεσμεύεται από την ανάγκη να αποδείξει, να εξηγήσει και να αποκαταστήσει νοηματικές αλληλουχίες. Δεν διαθέτει, έτσι, τις ελευθερίες του λογοτέχνη, ο οποίος μπορεί να μεταχειρίζεται κατά το δοκούν το ιστορικό υλικό.
Παρ’ όλα αυτά, για τον Ζαμπλονκά ο ιστορικός μετέρχεται τις δικές του μυθοπλασίες, τις «μυθοπλασίες μεθόδου». Μπορεί οι περιγραφικές υπερβολές και η αφηγηματική ελευθερία να μην επιτρέπονται στη σύγχρονη ιστοριογραφία, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως λείπουν τα αφηγηματικά τεχνάσματα και η δραματοποίηση. Για τον συγγραφέα, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο ιστορικός και ο κοινωνικός επιστήμονας πρέπει να δοκιμάζουν νέους τρόπους γραφής και μετάδοσης της γνώσης που παράγουν.
Στο τρίτο μέρος του σημαντικού αυτού βιβλίου ο Ζαμπλονκά διευρύνει την προβληματική του για να αγκαλιάσει τις πρακτικές των κοινωνικών επιστημόνων γενικότερα. Ο ιστορικός / κοινωνικός επιστήμονας δεν πρέπει να φοβάται την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, τα βιογραφικά χνάρια, τα δικά του δημιουργικά ερωτήματα και τις μεθοδολογικές του αμφιβολίες. Γράφοντας πιο ελεύθερα, ενσωματώνοντας λ.χ. ένα μέρος των υποσημειώσεων στο κύριο κείμενο, δεν γίνεσαι λιγότερο αυστηρός επιστημολογικά.
Αλλά το θέμα δεν είναι μια λογοτεχνίζουσα μίμηση στη θέση των άψυχων και άνευρων papers. Ο Ζαμπλονκά ανιχνεύει συγκεκριμένες πρακτικές της έρευνας, της αρχειακής εργασίας, της προφορικής Ιστορίας, της αξιοποίησης των ψηφιακών τεχνολογιών. Η λογοτεχνία την οποία επικαλείται είναι ουσιαστικά η ευαίσθητη και αναστοχαστική επινοητικότητα. Οχι το αντίθετο της μεθοδικής τάξης, αλλά οι πολλαπλοί τρόποι που χρειαζόμαστε για να αποκτήσει ξανά η κοινωνική επιστήμη (και όχι μόνο η Ιστορία) μια θέση στην κοινωνία. Για να επικοινωνήσει με ένα πιο διευρυμένο κοινό χωρίς τις αυταπάτες και τους κινδύνους της παρα-ιστορικής εκλαΐκευσης.
Ο Ζαμπλονκά καταθέτει ένα βιβλίο ευρυμάθειας και εύχυμου κριτικού στοχασμού. Μιλά για τις δυνατότητες της Ιστορίας και των κοινωνικών επιστημών να παράγουν γνώση χωρίς να περιφρονούν τη συγκίνηση, το ύφος και την ευγλωττία. Ακόμα περισσότερο, όμως, ο συγγραφέας επιμένει στο κάλεσμα για μια κριτική κοινωνική επιστήμη πιο ανοιχτή στις αποχρώσεις του πραγματικού. Μεγάλο και φιλόδοξο κάλεσμα, αλλά είναι φανερό πως αξίζει τον κόπο. Η μετάφραση της έμπειρης ιστορικού Ρίκας Μπενβενίστε γονιμοποιεί ουσιαστικά τη δυναμική και λαμπερή γλώσσα του πρωτοτύπου.
Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ