Εβίτα Αράπογλου (επιμ.)
Γκίκας, Craxton,Leigh Fermor: Η γοητεία της ζωής στην Ελλάδα
Κείμενα Εβίτα Αράπογλου,Ian Collins, Michael Llewllyn-Smith, Ιωάννα Μωραΐτη.Εκδοση Λεβέντειος Πινακοθήκη (Λευκωσία), 2017, σελ. 253
Η φιλία, οι σχέσεις, η κοινή ζωή, ο αλλοεπηρεασμός των ζωγράφων Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα (1906-1994), Τζον Κράξτον (1922-2009) και του συγγραφέα και μυθικής μορφής της αντίστασης κατά των Γερμανών Πάτρικ Λη Φέρμορ (1915-2011) παρουσιάζονται στον τόμο Γκίκας, Craxton, Leigh Fermor: Η γοητεία της ζωής στην Ελλάδα, που επιμελήθηκε η ιστορικός τέχνης Εβίτα Αράπογλου. Ο τόμος συνοδεύει την ομώνυμη έκθεση, η οποία εγκαινιάστηκε αρχικά στη Λεβέντειο Πινακοθήκη της Λευκωσίας, ταξίδεψε στην Ελλάδα στο Μουσείο Μπενάκη και ολοκληρώνει την πορεία της στο Βρετανικό Μουσείο. Ο υπότιτλος δίνει την προσέγγιση που ακολούθησε η επιμελήτρια στην έρευνά της και τελικά και στο βιβλίο, ακριβολογώντας απολύτως: Η γοητεία της ζωής στην Ελλάδα.
Μέσα από τη σχέση των τριών και τους τόπους που περπάτησαν με τις γυναίκες τους, τους φίλους τους και τους ομοίους τους, ξεδιπλώνεται μια ζωή στην Ελλάδα γεμάτη γοητεία. Δεν φαντάζει γοητευτική διότι είναι παρελθόν αλλά διότι ήταν ουσιαστική και γόνιμη και για τους τρεις τους και για τους γύρω τους. Είναι γοητευτική γιατί μας γητεύει, θέλοντας να μας κάνει να ζήσουμε όσα θα θέλαμε να είχαμε ζήσει.
Το 1945 και το 1946 είναι τα χρόνια γνωριμίας τους. Για πρώτη φορά οι τρεις τους γνωρίζονται στο Λονδίνο. Οι Craxton και Fermor αργότερα συναντιούνται στην Αθήνα. Η φιλία ανάμεσα στους τρεις άνδρες διήρκεσε περίπου πενήντα χρόνια, με την Ελλάδα αναφορά της σχέσης τους και έμπνευση της δουλειάς τους. Τέσσερις τόποι επισφράγισαν τη φιλία τους: η Υδρα, η Καρδαμύλη, τα Χανιά και η Κέρκυρα. Οι τόποι που επέλεξαν να ζήσουν.
Τέσσερις σταθμοί
Για τον Γκίκα η Υδρα ήταν το σπίτι των παιδικών του χρόνων και ο τόπος έμπνευσής του. Για τον Leigh Fermor, «μια πηγή ευτυχίας», όπου έγραψε το βιβλίο του Μάνη. Για τον Craxton, ένας τόπος εικαστικής δημιουργίας.
Ο Leigh Fermor ανακαλύπτει τον δικό του παράδεισο στηνΚαρδαμύλη και εκεί θα αφοσιωθεί στη συγγραφή. Ο Γκίκας εκεί ζωγραφίζει τα τοπία της και δημιουργεί έργα για τη διακόσμηση του σπιτιού.
Το 1947-48 ο Craxton γνωρίζει την Κρήτη και ζωγραφίζει έργα με θέμα τους κρητικούς βοσκούς. Γοητευμένος από τον τόπο και τους ανθρώπους, το 1960 αποφασίζει να ζήσει και να δημιουργήσει τα γνωστότερα έργα του σταΧανιά. Η κρητική γη και η ζωή των ανθρώπων της είναι το θέμα του.
Τελευταίος σταθμός, η Κέρκυρα. Μετά την καταστροφή από φωτιά του σπιτιού του στην Υδρα, ο Γκίκας μετατρέπει ένα παλιό ελαιοτριβείο σε τόπο συνάντησης και δημιουργίας και των τριών. Η Κέρκυρα θα αποτελέσει το τελευταίο «καταφύγιο μοναδικής ατμόσφαιρας και γοητείας» που θα εμπνεύσει και τους τρεις τους.
Οσο συμπληρώνω το κείμενο, χωρίς ακόμα να έχω αναλύσει το γιατί όλα αυτά είναι έτσι όπως τα περιγράφω, τόσο παραπάνω καταλαβαίνω ότι αυτό που έκανε η Εβίτα Αράπογλου δεν περιγράφεται ορθολογικά, παρότι η ίδια χειρίστηκε το υλικό της με ορθολογική οργάνωση και χειρουργική ακρίβεια. Πρόκειται για ένα υλικό (έργα τέχνης, επιστολές, σημειώσεις, εκδόσεις και αφιερώσεις, σπάνιες φωτογραφίες των τριών δημιουργών) που ανάβλυζε από περισσότερες πηγές, με αιμάσσουσα ορμή στη διάρκεια της έρευνας. Φοβάμαι ότι θα προδώσω το πνεύμα που αναδύει η ανάγνωση και τη γοητεία που μεταφέρει η αναπαράστασή της διαβάζοντάς το.


Κατασκευή και αφήγηση
Η Αράπογλου, όπως και στον τόμο Κριεζώτου 3 το 2014 για τον Γκίκα, το σπίτι του, το εργαστήριό του και την πινακοθήκη, χειρίζεται τις πληροφορίες των πηγών (αποσπάσματα κειμένων, φωτογραφίες, ζωγραφικά) ως τεκμήρια αρχαιολογικά, περισσότερων περιόδων και λημματικών κατηγοριών, τα οποία, ομαδοποιώντας τα, τα κάνει να μιλούν. Οι ομαδοποιήσεις της είναι στην πραγματικότητα εκθεσιακές ενότητες και υποενότητες σε μια πορεία συνεχή, αλλά όχι χρονικά διαδοχική, μια πορεία που έχει παρακάμψεις και στάσεις και της οποίας ωστόσο το τέρμα δίνει στον αναγνώστη το όλο αφήγημα που έχει συγκροτήσει στο μυαλό της η συγγραφέας.
Ενα παράδειγμα από το κείμενο για την Υδρα, το τοπίο, τον Γκίκα, τους πίνακές του, τις αναφορές φίλων που τον επισκέφθηκαν ή άλλων που απλά έγραψαν γι’ αυτά: Ο Γκίκας περιγράφει την Υδρα: «…οι θεόψηλες μάντρες, τα γύρω-γύρω τείχη, 4 μέτρα ύψος, οι αυλές, τα περιβόλια, το ‘να πάνω από τ’ άλλο, «οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνος», οι μακρύτατες μάνδρες που ακολουθούσαν και αγκάλιαζαν τους βραχώδεις τόπους, οι φραγκοσυκιές που είχαν θεριέψει… οι συκιές σαν πολύφωτα…».
Το κείμενο αυτό τεκμηριώνεται από φωτογραφίες και από έργα του Γκίκα με θέμα την Υδρα. Η μαρτυρία του Henry Miller παραδίπλα «…ανεβοκατέβηκα χιλιάδες σκαλοπάτια…» πιστοποιεί τα προηγούμενα λόγια και έργα του Γκίκα και πληροφορεί για την παρουσία του διάσημου λογοτέχνη στην Υδρα, μαζί με τον Κατσίμπαλη, οπότε ανατρέχουμε και στον «Κολοσσό του Μαρουσιού». Συγχρόνως παρατίθεται απόσπασμα από κριτική του Stephen Spender για τους πίνακες του Γκίκα με «θέμα τη θάλασσα… τις συκιές, τα σπίτια, τα απόκρημνα ακρογιάλια με κείνους τους τεθλασμένους, ευθείς και πολυγωνικούς τοίχους (της Υδρας, όπου) ο Γκίκας χρησιμοποιεί την καλειδοσκοπική τεχνική του κυβιστή…». Ενα κείμενο του Ελύτη, «…κατήφοροι με σκαλοπάτια… κακτοειδή φυτά ή κλωνάρια συκιάς που ξεπερνούν έναν αυλόγυρο…», προσθέτει στην όλη διήγηση την εκδοχή του νομπελίστα, για τον οποίο το τοπίο αυτό αναδύεται μέσα από τη συνολική ποίησή του.
Δεν μπορεί κανείς εύκολα να καταλάβει πώς η παραπάνω πολύπλοκη κατασκευή, που όμως δημιουργεί στο τέλος μια πολύ καθαρή εικόνα για τη γοητεία της ζωής στην Ελλάδα, ακολουθείται με τα ίδια ευπρόσδεκτα και εξαιρετικά αποτελέσματα από όλους τους συγγραφείς. Τον Ian Collins, τον Michael Llewellyn-Smith και την Ιωάννα Μωραΐτη. Στην επιμελήτρια οφείλονται συγχαρητήρια και γι’ αυτό. Και βέβαια στην Edmée Λεβέντη, η οποίαδιείδε ότι μπορεί να οργανωθεί μια τόσο περιεκτική έκθεση και ένας τέτοιος τόμος που τη μνημειώνει καιακόμη μία φοράστο Ιδρυμα Α. Γ. Λεβέντη που στήριξε το όλο εγχείρημα βγάζοντας με οργανικό τρόπο την ελληνική μοντέρνα τέχνη στο εξωτερικό. Η Λεβέντειος Πινακοθήκη με τη διευθύντριά της Λουκία Λοΐζου Χατζηγαβριήλ ανέλαβετη διοργάνωση και τον συντονισμό της έκθεσης,ενώ στη συνέχεια το Μουσείο Μπενάκη με την Ειρήνη Γερουλάνου και τον Γιώργη Μαγγίνη τη δεξιώθηκαν επάξια.
Η κυρία Ματούλα Σκαλτσά είναι καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Μουσειολογίας, διευθύντρια του μεταπτυχιακού «Μουσειολογία – Διαχείριση Πολιτισμού» στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ