Tζένι Eρπενμπεκ
Η συντέλεια του κόσμου

Μετάφραση και επίμετρο Αλέξανδρος Κυπριώτης
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017
σελ. 304, τιμή 15,90 ευρώ

Η γερμανίδα πεζογράφος Τζένι Ερπενμπεκ δεν είναι άγνωστη στην Ελλάδα. Το μυθιστόρημά της αυτό είναι το τέταρτο βιβλίο της (από τα πέντε που έχει εκδώσει ως τώρα) το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά. Μυθιστόρημα προσεγμένο ως την τελευταία λεπτομέρεια, εξαίρετης και πρωτότυπης δομής, ασύγκριτης ποιητικότητας και βάθους, άξιο να περιληφθεί στα σημαντικά πεζογραφήματα του μεταπολεμικού γερμανόφωνου κόσμου. Ο έμπειρος μεταφραστής Αλέξανδρος Κυπριώτης, που υπογράφει και το διαφωτιστικό επίμετρο το οποίο συνοδεύει το βιβλίο, μετέφερε στη γλώσσα μας με μαεστρία αλλά και με αγάπη και πάθος ένα εξαιρετικά απαιτητικό κείμενο που διαβάζεται σαν να μην πρόκειται για μετάφραση αλλά για έργο γραμμένο στο πρωτότυπο.

Ενας αιώνας
Η Συντέλεια του κόσμου αρχίζει το 1902 και τελειώνει ενενήντα χρόνια αργότερα, καλύπτει δηλαδή σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα μέσα σε τριακόσιες σελίδες –κατόρθωμα σπάνιο, ιδιαίτερα για ένα βιβλίο σαν κι αυτό που δεν είναι σάγκα. Είναι ένα μυθιστόρημα για τη μοναξιά, τη βία, το πένθος, την οργή και τη συμπάθεια, δηλαδή για την ανθρώπινη συνθήκη και τις παραβολικές της εκδοχές στα όρια της ζωής και του θανάτου.
Στο Μπρόντι, μια επαρχιακή πόλη της Γαλικίας (που σήμερα βρίσκεται στην Ουκρανία, κοντά στα σύνορα με την Πολωνία), ένα μωρό οκτώ μηνών με μητέρα εβραία και πατέρα χριστιανό πεθαίνει. Θα μπορούσε όμως να ζήσει. Και τότε τι θα γινόταν; Ποια θα ήταν η ζωή του; Αυτή την υποθετική ζωή σε πέντε εκδοχές της, που συνοδεύεται από ισάριθμους θανάτους, μας δίνει η συγγραφέας. Η ηρωίδα της ζει, πεθαίνει κι «ανασταίνεται» από την Ερπενπμεκ και μαζί της ζούμε κι εμείς την άνοδο και την πτώση ενός ολόκληρου κόσμου.

Στα πέντε μέρη που χωρίζεται το μυθιστόρημα η συγγραφέας παρεμβάλλει τέσσερα ιντερμέδια που «γεφυρώνουν» τα μέρη ή «βιβλία», όπως τα χαρακτηρίζει. Γιατί το καθένα είναι ένα τμήμα ζωής που καταλήγει σε έναν θάνατο (της ηρωίδας). Στο πρώτο μέρος η ηρωίδα πεθαίνει σαν μωρό, στο δεύτερο τη συναντούμε στη Βιέννη μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο να γίνεται κομμουνίστρια, στο τρίτο να πηγαίνει με τον σύζυγό της στη Σοβιετική Ενωση, στο τέταρτο τη βρίσκουμε ως επιτυχημένη συγγραφέα στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας και στο τελευταίο στην ενωμένη πλέον Γερμανία, όπου και θα πεθάνει «οριστικά». Οριστικά; Ή μήπως επιστρέφουμε στον θάνατο του οκτάχρονου μωρού, της ταφής του σωστότερα, που είναι βέβαια μια κάθοδος στον κάτω κόσμο; Αλλά κι αυτός ο κάτω κόσμος μήπως δεν είναι παρά ο επάνω στην εποχή του Μεγάλου Τρόμου στη Σοβιετική Ενωση, το κλίμα της οποίας μας το δίνει στο τρίτο μέρος με τρόπο μοναδικό η Ερπενμπεκ;
Ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο
Δεν είναι όμως ο μοναδικός έκτυπος χαρακτήρας η ηρωίδα του μυθιστορήματος, η Χόφμαν, που το όνομά της το μαθαίνουμε στο τρίτο μέρος. Ο πατέρας, η μητέρα της, ο άντρας της που τον εκτελούν στη Σοβιετική Ενωση ως εχθρό του λαού το 1938, ο γιος της όπως τον παρουσιάζει στο εξαίσιο και γλυκόπικρο τέλος του βιβλίου, είναι χαρακτήρες που μένουν ανεξίτηλα στη μνήμη του αναγνώστη, ακόμη κι αν κάποτε μας δίνουν την εντύπωση ότι η ζωή, όπως και ο θάνατος, είναι τυχαία φαινόμενα, ότι περίπου ζούμε υποχρεωτικά και πεθαίνουμε αναπόφευκτα –μολονότι στο τρίτο μέρος η ζωή αποκτά άλλο νόημα εξαιτίας του σκοπού στον οποίο αφιερώνεται κανείς (την κομμουνιστική υπόθεση εδώ, η οποία οδηγεί την ηρωίδα στον τρίτο της θάνατο). Κι αυτό όμως είναι υποθετικό. Αν έγινε κάποιο λάθος ή κάτι άλλο, αν ο φάκελός της δεν είχε βρεθεί στη στοίβα με τους φακέλους όσων θα στήνονταν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα στη Σοβιετική Ενωση του Μεγάλου Τρόμου, η πρωταγωνίστρια θα ζούσε, όπως και συμβαίνει αμέσως μετά, στο επόμενο «βιβλίο». Πέρασε λοιπόν το σύνορο του θανάτου και δεν το πέρασε. Στην πραγματικότητα έμεινε στο σύνορο. Για να πεθάνει οριστικά με το κλείσιμο του βιβλίου. Και τώρα πλέον το παρελθόν δεν είναι αποτύπωμα, μια αλληλουχία, μια μνημονική συνέχεια, αλλά ένας διαρκής φθορισμός, ένα συνεχές πέρασμα από το φως στο σκοτάδι. Γιατί, όπως έγραψε πολλά χρόνια νωρίτερα ένας σπουδαίος ιταλός ποιητής, ο Τζουζέπε Ουνγκαρέτι, «τον θάνατο/η ζωή/τον προπληρώνει».

Τα όρια ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο είναι σχεδόν αδιόρατα σ’ αυτό το θαυμάσιο μυθιστόρημα. Το όρια (τα σύνορα) είναι εκ των ων ουκ άνευ για τους συγγραφείς που προέρχονται από την Ανατολική Γερμανία. Η εμπειρία συνόρων όπως τη συνέλαβε μια δική μας συγγραφέας, η Μαντώ Αραβαντινού σ’ ένα αδίκως λησμονημένο βιβλίο της, προσδιόριζε (και ίσως προσδιορίζει ακόμη ως έναν βαθμό) τη ζωή στο Βερολίνο. Είναι σαν να ζει κανείς στο μεταίχμιο δύο κόσμων, δύο καταστάσεων, ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση ή ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη.

«Και τώρα, πού πάμε τώρα;»

Πώς περνάει κανείς το σύνορο του θανάτου αλλά και πώς επιστρέφει στη ζωή; Από σύμπτωση; Το ερώτημα μας παραπέμπει στο μότο από το Αούστερλιτς του αδικοχαμένου γερμανού συγγραφέα Β. Γ. Ζέμπαλντ, το οποίο η συγγραφέας προτάσσει στο βιβλίο της: «Μόλις το προηγούμενο καλοκαίρι φεύγαμε από εδώ για το Μαρίενμπαντ. Και τώρα, πού πάμε τώρα;»

Το ερώτημα είναι υπαρξιακό και μεταφυσικό, υπό την έννοια ότι στην ίδια κατηγορία ανήκει και το αντίστοιχο που υποβάλλει ο Τόμας Μαν στο Μαγικό βουνό – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προβαίνω σε αφελείς συγκρίσεις. Η Τζένι Ερπενμπερκ το υποβάλλει με τρόπο σπαρακτικό. Αν υπάρξει συνέχεια, ίσως να μας δώσει την απάντηση στο επόμενο βιβλίο της, ή καλύτερα: μια άλλη εκδοχή του ερωτήματος. Προς το παρόν, ο αναγνώστης καλείται να δώσει τη δική του απάντηση, μολονότι δεν είναι ίσως απαραίτητο. Στην πεζογραφία αιχμής, του 20ού αιώνα ιδίως, οι ιστορίες αρχίζουν και τελειώνουν, όμως τα ερωτήματα που θέτουν τις ξεπερνούν. Και πολλές φορές μένουν αναπάντητα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ