Ζάουμε Καμπρέ
Confiteor
Μετάφραση Ευρυβιάδης Σοφός.
Εκδόσεις Πόλις, 2016,
σελ. 736, τιμή 22 ευρώ

Ενα πολύ σημαντικό βιβλίο, με τον λατινικό τίτλο Confiteor, μας έρχεται από την Καταλωνία. Ενός συγγραφέα που το προηγούμενο μυθιστόρημά του, Οι φωνές του ποταμού Παμάνο, όταν εκδόθηκε από τον Πάπυρο το 2008 δεν έτυχε της προσοχής που του άξιζε. Ομως το Confiteor του Ζάουμε Καμπρέ είναι ανώτερο επίτευγμα. Καλύτερο από τις Ευμενίδες του Τζόναθαν Λίτελ και εφάμιλλο του αριστουργήματος του Γουίλιαμ Γκας The Tunnel, το οποίο δυστυχώς δεν έχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας. (Ευεξήγητο ως έναν βαθμό, αφού ξεπερνά τις 1.000 σελίδες μεγάλου σχήματος και απαιτεί μεταφραστή πρώτης γραμμής που –για να χαριτολογήσω –δεν μπορεί να το μεταφέρει αξιοπρεπώς στα ελληνικά χωρίς τη βοήθεια της Θείας Πρόνοιας.)

Οι αναλογίες ανάμεσα στα τρία μυθιστορήματα εντοπίζονται σε ένα πεδίο: Και τα τρία αποτελούν αναλύσεις σε βάθος της φύσης και του περιεχομένου του Κακού. Και τα τρία το ερευνούν όσον αφορά όχι μόνο τις κοινωνικές αλλά και τις υπαρξιακές και πολιτισμικές του διαστάσεις.

Confiteor
θα πει «ομολογώ». Σημαίνει, ακόμη, «φανερώνω». Και επίσης, στα εκκλησιαστικά λατινικά, «υμνώ» και «δοξάζω». Ολες αυτές οι σημασίες υπάρχουν στο μυθιστόρημα. Αλλά θα έλεγα και μία ακόμη –εκ μεταφοράς φυσικά: είναι η ομολογία που προκύπτει ως προϊόν ανάκρισης. Γιατί εδώ ο αφηγητής δεν μας αποκαλύπτει μόνο τη ζωή του, αλλά μας ομολογεί, κρίνοντας και ανακρίνοντας κατά κάποιον τρόπο τον ίδιο τον εαυτό του και τις ενοχές του, που δεν είναι τόσο δικές του όσο ενοχές του περιβάλλοντος και μιας ολόκληρης εποχής η οποία αρχίζει από τον 13ο αιώνα και φθάνει ως τις μέρες μας. Ενοχές δηλαδή κληρονομημένες τόσο στο προσωπικό όσο και στο κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο.
Μια τεράστια επιστολή
Κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου είναι ένας διακεκριμένος γλωσσολόγος, ο Αντριά Αρντέβολ, εξήντα ετών, που έχει προσβληθεί από Αλτσχάιμερ. Προτού αρχίσει η αρρώστια να του αφαιρεί τη μνήμη, αποφασίζει να αφηγηθεί τον βίο του στη γυναίκα της ζωής του, την εβραία Σάρα. Πρόκειται για ένα είδος τεράστιας επιστολής όπου προσωπικές μνήμες και ιστορικά περιστατικά διαπλέκονται σε μιαν ατμοσφαιρική αφήγηση εξαίσιας ποιητικότητας που συναρπάζει τον αναγνώστη από τις πρώτες ακόμη σελίδες. Οπου ο ρυθμός είναι σχετικά αργός ως τις 100 περίπου σελίδες, για να επιταχυνθεί στη συνέχεια και να επιβραδυνθεί προς το τέλος. Κι ενώ στην αφήγηση χρησιμοποιείται και το πρώτο και το τρίτο πρόσωπο, πολλές φορές μάλιστα στην ίδια παράγραφο, ακόμη και στην ίδια φράση, ο αναγνώστης ουδέποτε μπερδεύεται. Απλώς όταν ο αφηγητής μεταβαίνει από το πρώτο στο τρίτο πρόσωπο είναι σαν να θέλει να πάρει αποστάσεις από εκείνο που περιγράφει ή σαν να προσπαθεί να τονίσει το διττό περιεχόμενο της περιγραφής –υποκειμενικό και αντικειμενικό. Μόνο ένας σπουδαίος τεχνίτης σαν τον Καμπρέ μπορεί όλα αυτά να τα συνδυάσει σε ένα ύφος μοναδικό και απολύτως προσωπικό.
Το σκοτεινό παρελθόν του πατέρα


Βρισκόμαστε στη Βαρκελώνη της δεκαετίας του 1950. Ο Αντριά Αρντέβολ είναι ένα παιδί που ο σκληρός και απόμακρος πατέρας του, φανατικός συλλέκτης και αντικέρ, θέλει να γίνει ο γιος του διάσημος γλωσσολόγος –όπως και γίνεται. Η μητέρα φιλοδοξεί να τον δει βιρτουόζο βιολιστή. Ο Αντριά άλλωστε διαθέτει το χάρισμα. Ο πατέρας κατέχει ένα βιολί μεγάλης αξίας, κατασκευασμένο από τον Λορέντσο Στοριόνι, διάσημο τεχνίτη του 18ου αιώνα από την Κρεμόνα. Η επίδραση του βιολιού στον Αντριά είναι σχεδόν μαγνητική –και ο ρόλος του στη μορφή που θα πάρει η αφήγηση και τα περιστατικά που εξιστορούνται κομβικός. Ο Αντριά θα ερευνήσει και θα μάθει πώς έφτασε το βιολί στα χέρια του πατέρα του (και αυτό θα του αποκαλύψει τη σκοτεινή πλευρά του Φέλιξ Αρντέβολ). Ο αντικέρ είναι άτομο χωρίς ηθικές αναστολές. Εχει καταδώσει αντιφρονούντες στις Αρχές του Φράνκο, έχει κλέψει εβραίους που προσπαθούσαν να σωθούν στην περίοδο των ναζιστικών διωγμών και έχει εκβιάσει ναζιστές εγκληματίες πολέμου που προσπαθούσαν να διαφύγουν σε άλλες χώρες μετά την κατάρρευση του Γ’ Ράιχ.
Από το δέντρο ενός δολοφόνου


Το βιολί φτιάχτηκε από το ξύλο ενός δέντρου που έσπειρε ο δολοφόνος Ζακιάμ Μουρέντα σε κάποιο μεσαιωνικό χωριό. Οι περιπέτειες από τις οποίες πέρασε, τα χέρια που άλλαξε ώσπου να το αποκτήσει ο Φέλιξ Αρντέβολ συνθέτουν μιαν αφήγηση από την οποία περνούν οι περιπέτειες της Ευρώπης, αιώνες βίας και αίματος, από την περίοδο της Ιεράς Εξέτασης ως τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, ως τα φριχτά πειράματα ναζιστών γιατρών του Γ’ Ράιχ σε μικρά εβραιόπουλα, ως τη φρανκική δικτατορία. Το βιολί ταξιδεύει στον χώρο και στον χρόνο και ορίζει το παρελθόν της Ευρώπης, τη σκοτεινή της πλευρά, και κατά συνέπεια αναδρομικά και τη ζωή του Αντριά που η μοίρα του όρισε να γεννηθεί και να μεγαλώσει σε μια οικογένεια που δεν την ήθελε κι όμως θα έπρεπε να επωμιστεί το βάρος των ανομιών της. Ενα βιολί, όταν πρόκειται για έργο τέχνης, ζει περισσότερο από τα ανθρώπινα όντα. Αλλά όταν είναι αντικείμενο με το οποίο ένας άνθρωπος έχει βιωματική σχέση μαζί του, η ζωή του βιολιού γίνεται μέρος και της δικής του ζωής. Τα μυστικά του γίνονται και δικά του μυστικά και η αποκάλυψή τους οδηγεί σε μια τεράστια –και οδυνηρή –ομολογία. Τα τραγικά περιστατικά που το συνοδεύουν δεν περιορίζονται στους άλλους. Ο πατέρας του Αντριά πεθαίνει με τραγικό τρόπο (ας μην τον αποκαλύψω). Ο Αντριά θα περάσει σύντομα στον αφασικό κόσμο της αμνησίας, όπου όλο το παρελθόν θα σβηστεί σαν να μην υπήρξε.
Οι κληρονομημένες ενοχές
Το Confiteor είναι λοιπόν και εξομολόγηση αμαρτιών. Παραπέμπει, ακόμη, στη 10η Εντολή: «Ουκ επιθυμήσεις πάντα όσα τω πλησίον σου εστί». Η φύση του Κακού είναι συνδεδεμένη με την απληστία και τον φθόνο, που κυριαρχούν σε αυτό το σπουδαίο μυθιστόρημα. Φθόνος για τις επιτυχίες των άλλων, απληστία για το χρήμα και την εξουσία, την επιβολή μας στους άλλους. Επιτυχία με κάθε μέσον και χρήση της βίας σε κάθε πρόσφορη περίπτωση, βία που μετέρχονται τόσο η κοσμική όσο και η θρησκευτική εξουσία. Αρχοντες, ηγεμόνες, εκκλησιαστικοί παράγοντες. Οσοι την ασκούν δεν έχουν τύψεις. Αυτές είναι η κληρονομιά των απογόνων, όπως του Αντριά, του παιδιού που δημιουργεί τον δικό του κόσμο για να αναπληρώσει την έλλειψη συναισθηματικής επαφής με τους γονείς του. Εκεί ζει με τα δικά του μυστικά, για να ανακαλύψει αργότερα τα μεγάλα και οδυνηρά, τα ανείπωτα που θα αποκαλυφθούν μέσω της αφήγησής του σαν ομολογία και σαν ένα είδος μνημονικής ανάκλησης της γυναίκας που αγάπησε κι έχασε εξαιτίας του βιολιού του πατέρα του.
«Ποίηση της πρόζας»


Αυτό είναι ένα ελεγειακό μυθιστόρημα, αλλά δεν πρόκειται για θρηνητικό ανάγνωσμα. Το διακριτικό και λεπταίσθητο χιούμορ του Καμπρέ λειτουργεί εξισορροπητικά πολλές φορές –η ζωή δεν είναι μόνο πίκρες, δάκρυα και δράματα. Υπάρχει και συνεχίζεται γιατί έχει τη δύναμη να τα ξεπερνά ξεπερνώντας κι εμάς τους ίδιους. Ο Καμπρέ πιστεύει πως χωρίς μυστικά, χωρίς τα στοιχεία της απόκρυψης και της αποκάλυψης δεν είναι δυνατόν να γραφτεί καλό μυθιστόρημα. Πιστεύει ακόμη πως ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει για τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος περισσότερα από όσα γνωρίζουν οι ίδιοι. Αυτός, υποπτεύομαι, είναι ένας επιπλέον λόγος που στην αφήγησή του χρησιμοποιεί και το πρώτο και το τρίτο πρόσωπο.
Διάβασα πρόσφατα μια συνέντευξή του στην οποία ο Καμπρέ λέει κάτι που σπάνια πλέον το ακούς από πεζογράφους: πως μελέτησε συστηματικά τους σημαντικούς ποιητές της Καταλωνίας, οι οποίοι και τον επηρέασαν. Επανερχόταν έτσι σε μια παλιά αλήθεια: ότι η «ποιητική της πρόζας» (για να δανειστώ τον τίτλο ενός βιβλίου του Τσβετάν Τοντορόφ) προϋποθέτει την ποίηση, σαν κι αυτήν λ.χ. που είναι διάχυτη στο βιβλίο του, το οποίο όμως δεν είναι σε κανένα σημείο ποιητικίζον. Γραμμένο σε ύφος χαμηλών τόνων αλλά υψηλού βολτάζ ανήκει στα σημαντικότερα σύγχρονα μυθιστορήματα. Βιβλίο έντασης αλλά και βιβλίο πεδίου, όπως συμβαίνει με τα λογοτεχνικά έργα πρώτης γραμμής, μας θυμίζει κάτι που τείνουμε να ξεχνάμε τα τελευταία χρόνια: πως τα μείζονα έργα δεν προέρχονται μόνο από τον αγγλοαμερικανικό δεινόσαυρο. Οτι και στις μικρές γλώσσες γράφονται μεγάλα έργα που αξίζει τον κόπο να τα γνωρίσουμε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ