Ορχάν Παμούκ
Κάτι παράξενο στον νου μου
Μετάφραση Στέλλα Βρετού.
Εκδόσεις Ωκεανίδα, 2015, σελ. 728, τιμή 19 ευρώ
Διαθέσιμο στα βιβλιοπωλεία από την Τρίτη 8 Δεκεμβρίου

Ο Μεβλούτ, ένα πάμφτωχο αγόρι από ένα χωριό της Κεντρικής Ανατολίας, έρχεται δωδεκαετής στην Πόλη, στο κέντρο του κόσμου του, με όνειρα πολλά. Το ‘χει σκοπό να βγάλει το γυμνάσιο και το λύκειο, όπως κανένας στην οικογένειά του, όπως κανένας στο χωριό του. Εχει πρόσωπο παιδικό και φωνή μελαγχολική. Είναι το κεντρικό πρόσωπο στην πολυπρόσωπη αφήγηση Κάτι παράξενο στον νου μου (2015), το νέο μυθιστόρημα του Ορχάν Παμούκ, που κυκλοφορεί από την Ωκεανίδα και την πιστή του μεταφράστρια Στέλλα Βρετού.

Είναι 1969 όταν ο Μεβλούτ εγκαθίσταται με τον πατέρα του, πλανόδιο πωλητή γιαουρτιού, σε ένα γκερτζέκοντου, μια αυθαίρετη παράγκα στον λόφο Κιούλτεπε, με χωμάτινο δάπεδο και έναν ανοιχτό λάκκο για απόπατο. Γράφεται στο Λύκειο Αρρένων Ατατούρκ, βοηθάει τον πατέρα του στη δουλειά κουβαλώντας τα ταψιά με το γιαούρτι και ενθουσιάζεται ανακαλύπτοντας βήμα-βήμα την πόλη. Το πρωί πουλάει γιαούρτι, τα βράδια μποζά, ένα πηχτό κιτρινωπό παραδοσιακό ασιατικό ρόφημα από βρασμένο κεχρί, με τρεις βαθμούς αλκοόλ κρυμμένους μέσα του, αμαρτωλή απόλαυση για τους πιστούς μωαμεθανούς. Με τον καιρό το λυγερό κορμί του σκεβρώνει από το βαρύ κοντάρι με τα δοχεία του γιαουρτιού. Οι σπουδές μένουν στην άκρη. Ερωτεύεται, κάνει έναν απροσδόκητο γάμο, αποκτά δύο κόρες, μένει χήρος, ξαναπαντρεύεται. Σαράντα χρόνια αργότερα, η πόλη των τριών εκατομμυρίων έχει γίνει μια γιγάντια μεγαλούπολη των δεκατριών εκατομμυρίων, μα ο Μεβλούτ παραμένει πάντα τις νύχτες πλανόδιος πωλητής μποζά. Οι καταφερτζήδες συγχωριανοί του, ο Κορκούτ και ο Σουλεϊμάν, τα ξαδέλφια του, αγοράζουν γη με τις οικονομίες τους από το γιαούρτι, γίνονται οικοδόμοι και εισοδηματίες, αλλά ο Μεβλούτ σκοπεύει να τριγυρνά στα καλντερίμια της πόλης και να πουλάει μποζά ως το τέλος του κόσμου.
Συναρμόζοντας πολυάριθμα επεισόδια στη χρονογραμμή μιας ζωής, εικονογραφώντας καταστάσεις που θυμίζουν τα ασπρόμαυρα ενσταντανέ της Πόλης του Αρά Γκιουλέρ, ο Παμούκ ψηλαφίζει την ταυτότητα της Πόλης, συνεκδοχικά την ταυτότητα της Τουρκίας, θέμα του προσφιλές και, όπως φαίνεται, ανεξάντλητο. Εδώ οι αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια που διαβάσαμε στην πρωτοπρόσωπη Ιστανμπούλ (2005) απλώνονται ως μυθοπλαστικό σκηνικό ενός μυθιστορήματος που αφηγείται την ιστορία της Ινσταμπούλ όχι από την αστική οπτική του Μαύρου βιβλίου (2001) ή του Μουσείου της αθωότητας (2009) αλλά με τη χαμηλή φωνή των λαϊκών στρωμάτων που τα συμπαρασύρει ο εκδυτικισμός ή η ισλαμοποίηση της τουρκικής κοινωνίας χωρίς τις ιδεολογικοποιήσεις του Με λένε Κόκκινο (2002) και του Χιονιού (Ωκεανίδα, 2007).
Νοσταλγική, θλιμμένη, γλυκιά, παραμυθητική, γοητευτική, η αφήγηση του Παμούκ αναπαριστά μια Τουρκία των φουκαράδων, των βιοπαλαιστών και των κομπιναδόρων η οποία μέσα σε πολιτικές αναταραχές βαδίζει προς τον δρόμο του καπιταλισμού με αδημονία και συμφεροντολογισμό αφήνοντας πίσω της μαζί με τις παραδοσιακές γεύσεις τις αξίες και την αγνότητά της. Με έναν αγαθό πρωταγωνιστή και μια παράξενη ερωτική ιστορία στο επίκεντρο, το νέο μυθιστόρημα του τούρκου νομπελίστα είναι μια ελεγεία για την Πόλη της αθωότητας.
Στις σελίδες του δίνει τον λόγο σε ένα πλήθος ανδρών και γυναικών, στις τρεις αδελφές Βεντιχά, Ραγιχά και Σαμιχά και στον πατέρα τους Αμπντουραχμάν, στη θεία Σαφιγέ και στα ξαδέλφια του Μεβλούτ, Κορκούτ και Σουλεϊμάν, στον αυστηρό πατέρα του, Μουσταφά. Λεπτομέρειες –ο μυρωδάτος μποζάς, τα τριγωνικά κουρεμένα μουστάκια με τον τρόπο των αριστεριστών στη δεκαετία του 1970 –κάνουν χειροπιαστές τις κοινωνικές αλλαγές στην τουρκική μητρόπολη των τελευταίων 40 χρόνων όπου η τηλεόραση παίρνει τη θέση του ραδιοφώνου στην οικογενειακή ψυχαγωγία, οι ακτιβιστές Αλεβήδες κάνουν αφισοκολλήσεις κομμουνιστικών μανιφέστων στους μαντρότοιχους των τζαμιών, τα πραξικοπήματα διαδέχονται το ένα το άλλο, η βιομηχανοποίηση της παραγωγής και διακίνησης του γιαουρτιού μεταμορφώνει την οικονομία και η οικιστική ανάπλαση των παραγκουπόλεων του περιθωρίου σε συνοικίες πολυώροφων οικοδομών με πάρκινγκ κάνει αγνώριστο και αφιλόξενο το πρόσωπο της Πόλης.
Πιστός στην οικογένεια, έντιμος, με μια δική του πνευματικότητα και πολιτική συνείδηση, ο Μεβλούτ προχωρεί στον χρόνο μόνος, διαφορετικός από τους άλλους, παράταιρος. Γύρω του κακοποιοί λυμαίνονται τα υγρά λιθόστρωτα σοκάκια, καπάτσοι μαφιόζοι κουμαντάρουν τις περιουσίες των Ρωμιών που απελάθηκαν το 1964 και άλλοτε ξυπόλυτα χωριατόπαιδα υποκύπτουν στις Σειρήνες του κέρδους και της παρανομίας, αλλά εκείνος παραμένει ένας αγνός προνεωτερικός άνθρωπος, με ειλικρινή προσήλωση στις αξίες του, στην τιμή του, στη φωνή της καρδιάς του, ένας ρομαντικός μικροπωλητής που αγαλλιά όταν προσκαλείται στα σαλόνια και στις κουζίνες χαρούμενων σπιτιών γιατί πιστεύει ότι «οι άνθρωποι είναι πλασμένοι για να είναι ευτυχισμένοι, έντιμοι, εκδηλωτικοί». Οι γυναίκες της ζωής του, δυναμικές και πεισματάρες, ξέρουν τι θέλουν και το διεκδικούν χωρίς φεμινιστικά μανιφέστα σε μια κοινωνία συντηρητική. Εκείνος μένει πιστός στην υπέρτατη ερωμένη του, την Ιστανμπούλ. Αποδέχεται καλοδιάθετα τις μεταμορφώσεις και τα καπρίτσια της και περπατάει τις νύχτες στα σοκάκια της αναζητώντας τη σκιά του παλιού προσώπου της με την αίσθηση ότι περπατά στο ίδιο του το μυαλό.

Για το νέο του βιβλίο και για το σύνολο του έργου του ο Ορχάν Παμούκ θα μιλήσει στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (Βασ. Σοφίας και Κόκκαλη), στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Megaron Plus, την Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου, στις 7.00 μ.μ. Θα ακολουθήσει συζήτηση με την Εύη Κυριακοπούλου και το κοινό. Είσοδος ελεύθερη με δελτία προτεραιότητας (θα διανέμονται από τις 5.30 μ.μ.).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ