Βασίλης Κολώνας
Η Θεσσαλονίκη εκτός των τειχών.
Εικονογραφία της συνοικίας των Εξοχών (1885-1912)
Εκδόσεις University Studio Press, 2014,
σελ. 424, τιμή 50 ευρώ

«Τα κενά στην ιστορία της αρχιτεκτονικής μιας πόλης δημιουργούν κενά στην ιστορία της πόλης» γράφει ο Βασίλης Κολώνας, καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΑΠΘ στην εισαγωγή του βιβλίου του Η Θεσσαλονίκη εκτός των Τειχών. Πρόκειται για τη διδακτορική του διατριβή του 1991 και αφορά τη συνοικία των Εξοχών που αναπτύχθηκε εκτός των τειχών της πόλης στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Ενα βιβλίο που αφορά τόσο τον ειδικό όσο και τον μέσο αναγνώστη ο οποίος δεν ενδιαφέρεται μόνο να μάθει πώς ήταν μια από τις ωραιότερες περιοχές της Θεσσαλονίκης, αλλά και να τη συγκρίνει με τη σημερινή της εικόνα και να συλλάβει το μέγεθος της καταστροφής που επέφεραν οι σαρωτικές επεμβάσεις στον πολεοδομικό της ιστό.

Βιβλίο αυστηρά τεκμηριωμένο που αξιοποιεί τα διαθέσιμα αρχεία και στοιχεία και ταυτοχρόνως έργο αγάπης και νοσταλγίας. Δεν νοείται πολιτισμός χωρίς την πόλιν, δηλαδή τα κτίσματα που συνιστούν τη φυσιογνωμία της, το πανόραμα γραμμών, σχημάτων και χρωμάτων, τα κελύφη της ιστορίας που συνθέτουν τον χαρακτήρα μιας πόλης και κατ’ επέκταση των κατοίκων της. Η αρχιτεκτονική λοιπόν είναι και οπτική μνήμη, το συμβολικό περιεχόμενο της οποίας παραμένει βεβαίως αναμφισβήτητο.
«Τεκμηριωμένη νοσταλγία»


Αυτή την οπτική μνήμη, μιας Θεσσαλονίκης που σε μεγάλο μέρος της έχει χαθεί, ανακαλεί και διασώζει στο βιβλίο του ο Βασίλης Κολώνας, μνήμη που ξαναζωντανεύει όχι απλώς μέσω των καταγραφών αλλά –και κυρίως –του οπτικού υλικού που τις συνοδεύει, το οποίο συνιστούν πάνω από 550 εικόνες (φωτογραφίες, καρτ ποστάλ και αρχιτεκτονικά σχεδιαγράμματα).
Την ομορφιά τής εκτός των τειχών Θεσσαλονίκης, της συνοικίας των Εξοχών, είναι δύσκολο να τη συλλάβει κάποιος, ακόμη και στο φαντασιακό πεδίο –και υπό την προϋπόθεση ότι έχει δει τα θαυμάσια κτίρια και τις επαύλεις που έχουν διασωθεί στον σημερινό ανατολικό τομέα της πόλης και ιδιαίτερα κατά μήκος της λεωφόρου Βασιλίσσης Ολγας.
Ακόμη και έτσι ωστόσο, η γενικότερη εικόνα που μπορεί να σχηματίσει είναι αποσπασματική. Κι αυτή την αποσπασματική εικόνα έρχεται να συμπληρώσει το βιβλίο αυτό του Βασίλη Κολώνα που είναι ταυτοχρόνως και ένα εντυπωσιακό λεύκωμα ή, για να χρησιμοποιήσω τον δικό του εύστοχο ορισμό, έργο «τεκμηριωμένης νοσταλγίας».
Υπ’ αυτή την έννοια, το βιβλίο τούτο μπορεί να το εκλάβουμε ως εξαίρετο προοίμιο για μια (μελλοντική) βιογραφία της πόλης, κάτι αντίστοιχο της εξαίρετης βιογραφίας που έγραψε ο Πίτερ Ακρόιντ για το Λονδίνο. Και η πολυεθνική Θεσσαλονίκη, αυτό το γοητευτικό παλίμψηστο της Ιστορίας, των πολιτισμών και των κοινωνικών ομάδων, που την κατοίκησαν ή την εγκατέλειψαν, προσφέρεται κατεξοχήν για κάτι τέτοιο. Η παραδειγματική μελέτη του Κολώνα μπορεί να είναι μια αφετηρία, αφού ερμηνεύει –βασισμένη πρωτίστως στο οπτικό υλικό –το πώς μια ομάδα από εξοχικές κατοικίες μετασχηματίστηκε σε «μια συνοικία αυτόνομη, μοντέρνα, ξεχωριστή, γοητευτική», όπως τονίζει ο ίδιος.
Σταδιακή δυτικοποίηση


Στα τέλη του 19ου αιώνα η Θεσσαλονίκη είχε πληθυσμό 120.000 κατοίκους και παρέμενε η σημαντικότερη εμπορική πόλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία ωστόσο βρισκόταν από τον προηγούμενο αιώνα σε μεγάλη παρακμή. Με το διάταγμα Χάτι Χουμαγιούν του 1856 η αυτοκρατορία αναγνώριζε στους μη μουσουλμάνους υπηκόους της ίσα δικαιώματα και κατά συνέπεια στον κρατικό μηχανισμό άρχισαν να εισέρχονται σιγά-σιγά μη μουσουλμάνοι, με αποτέλεσμα τη σταδιακή δυτικοποίηση, η οποία μεταμόρφωνε τη Θεσσαλονίκη από ισλαμική σε δυτικού τύπου πόλη με την εισαγωγή μεθόδων διαμόρφωσης του αστικού χώρου, με άλλα λόγια εκείνου που με μια λέξη αποκαλούμε πολεοδομία.
Οταν από το 1870 και κατόπιν γκρεμίζονται τα παραθαλάσσια τείχη, ευθυγραμμίζεται η Εγνατία οδός, χαράσσεται η παραλιακή λεωφόρος και ανοίγονται σημαντικοί οδοί, όπως οι (σημερινές) Βενιζέλου και Αγίου Δημητρίου. Η Θεσσαλονίκη συνδέεται σιδηροδρομικώς με το Βελιγράδι και το Μοναστήρι και κατασκευάζεται το λιμάνι.
Η οικονομική γεωγραφία φέρνει πλούτο. Μετά την πυρκαγιά του 1890 επανασχεδιάζεται η εντός των τειχών Θεσσαλονίκη, ιδρύονται νέα σχολεία, εκσυγχρονίζεται η δημόσια διοίκηση και τα δημόσια κτίρια αποκτούν έναν διαφορετικό, ευρωπαϊκό πλέον χαρακτήρα. Μολονότι η πόλη υπολείπεται ακόμη των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, είναι τώρα η πιο σύγχρονη της αυτοκρατορίας. Και αρχίζουν να αναπτύσσονται οι Εξοχές, μια περιοχή κατοικίας όπου η νεοσύστατη αστική τάξη μεταμορφώνει μέρος του πλούτου της σε κατοικίες εξαίρετης αρχιτεκτονικής και πολυτέλειας. Εκεί αναπτύσσεται μια αστική περιοχή σύγχρονης ρυμοτομίας. Και μετά την πυρκαγιά του 1890 με πρωτοβουλία της ισραηλιτικής κοινότητας δημιουργείται ο ένας από τους δύο σημαντικότερους οικισμούς της περιοχής.
Η μπελ επόκ της Θεσσαλονίκης


Είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς, αλλά ως τις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν δημιουργήθηκε η νέα παραλιακή λεωφόρος, ο χώρος της παραλίας χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά από τους ενοίκους των παραλιακών επαύλεων οι οποίοι διέθεταν ιδιωτικές αποβάθρες και καμπίνες του μπάνιου. Που σημαίνει φυσικά ότι η περιοχή ήταν τόπος παραθεριστικής κατοικίας, που μετατράπηκε σε τόπο μόνιμης εγκατάστασης μετά τη συγκοινωνιακή της σύνδεση με την υπόλοιπη πόλη και την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό των δικτύων ύδρευσης και φωτισμού.
Πλήθος στοιχεία για την εγκατάσταση του τραμ στη Θεσσαλονίκη παραθέτει ο Κολώνας –μαζί με τις σχετικές φωτογραφίες. Το τραμ ήταν ιππήλατο στην αρχή (1892) και αργότερα (το 1907) ηλεκτροκίνητο. Ταυτοχρόνως όμως αναπτύσσεται και η ακτοπλοΐα, με τα θαλάσσια δρομολόγια που έκαναν τον γύρο της Χαλκιδικής ή συνέδεαν τη Θεσσαλονίκη με την Κωνσταντινούπολη καθιστώντας την ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Μεσογείου.
Αυτά και άλλα πολλά θα βρει ο αναγνώστης στο βιβλίο. Ομως εκείνο που ορίζει τη βαθύτερη υπόσταση μιας πόλης είναι η ζωή την οποία περιέχουν οι εικόνες της, η φυσική παρουσία με άλλα λόγια των κατοίκων. Η αστική έπαυλη του 19ου αιώνα στη Θεσσαλονίκη αντικατοπτρίζει το ύφος και το ήθος μιας εποχής και μιας τάξης. Και κάθε δημόσιο κτίριο τη διοικητική λειτουργία και τον τρόπο με τον οποίο ρυθμίζονταν οι σχέσεις των κατοίκων με τα διάφορα κλιμάκια εξουσίας.
«Κοινωνικός κυκεών»


Μια πολυεθνική πόλη όπως η Θεσσαλονίκη (των Τούρκων, των Ελλήνων, των Εβραίων, των Βουλγάρων, των Αρμενίων, των Δυτικοευρωπαίων) ήταν ένα μωσαϊκό αλλά και ένας ενιαίος χώρος όπου συνυπήρχαν μεν διαφορετικά θρησκευτικά δόγματα και ιδέες, αλλά όλα μαζί διαμόρφωναν τη ζωντανή και πολυεπίπεδη πόλη, τον χώρο των ζυμώσεων και της δημιουργίας, την ταυτότητά της.
Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε πώς ήταν τα λεγόμενα γκάρντεν πάρτι στις πολυτελείς επαύλεις των Εξοχών. Στα τέλη του 19ου αιώνα «εις την Θεσσαλονίκη δύνασθε να εύρητε όλας τα φυλάς του κόσμου πλην της Κινεζικής. Αληθής κοινωνικός κυκεών!» γράφει θαυμαστικά το 1894 ο Κ. Βαρδουνιώτης, που δεν φείδεται επιθέτων για τις εθνικές ομάδες της πόλης: τους «αγερώχους Ευρωπαίους», τους «νοημονεστάτους Εβραίους», τους «αισθηματίας Ελληνας» ή τους «πονηρούς Βουλγάρους». Και έπονται οι κυρίες: «Αι ιδιότροποι Αγγλίδες, αι αφελείς Γερμανίδες, αι κομψόταται και χαρίεσσαι Γαλλίδες, αι εράσμιαι Ιταλίδες, αι θελκτικαί Ισπανίδες, αι χιονώδεις αλλά πλήρεις ζωής Ρωσσίδες, αι εύσωμοι και σφριγώσαι Βουλγαρίδες, αι συμπαθέσταται Ελληνίδες, αι ηδυπαθέσταται Οθωμανίδες και αι εξόχως ωραίαι και προκλητικαί αφρόπλασται Εβραίαι, διέρχονται πλησίον σου ως εν πανοράματι φάσματα ακτινοβολούντα εκ κάλλους, χάριτος και πολυτελείας». Η Θεσσαλονίκη ζει και εκείνη με τον δικό της τρόπο την μπελ επόκ.
Ειδικό κεφάλαιο αφιερώνει ο συγγραφέας στα κτίρια των δημοσίων δραστηριοτήτων, όπως λ.χ. σ’ αυτό του Γ΄ Σώματος Στρατού, της Γεωργικής Σχολής, του Παπάφειου, του Μαράσλειου Λυκείου, των νοσοκομείων, των βιομηχανικών κτιρίων και των διαφόρων εκκλησιών. Ειδικό κεφάλαιο επίσης αφιερώνεται στις εμβληματικές κατοικίες, οι περισσότερες από τις οποίες δυστυχώς γκρεμίστηκαν.
Αντιλαμβάνεται κανείς και μόνο από τις φωτογραφίες που διασώζονται πόσο ωραία θα ήταν η λεωφόρος των Εξοχών με τα θαυμάσια αυτά σπίτια, μνημεία καλαισθησίας και αρχιτεκτονικής υψηλού επιπέδου. Και είναι εξοργιστικό που τα περισσότερα από αυτά κατεδαφίστηκαν τη δεκαετία του 1960, όταν και τη Θεσσαλονίκη τη σάρωνε η λαίλαπα της αντιπαροχής. Τα περισσότερα από όσα απέμειναν διασώθηκαν γιατί περιήλθαν στην κατοχή του Δημοσίου. Αν περπατήσετε στη λεωφόρο Βασιλίσσης Ολγας θα τα δείτε να «συντρίβονται» ανάμεσα στις κακόγουστες και θηριώδεις πολυκατοικίες.
Η οικιστική φυσιογνωμία μιας πόλης αντικατοπτρίζει και το έργο των αρχιτεκτόνων που σχεδίασαν τα κτίσματά της, έργο που μεγάλο μέρος του χάθηκε κι αυτό. Μαζί του και η παράδοση της αρχιτεκτονικής των κήπων (παράλληλη της αρχιτεκτονικής των κτισμάτων), με αποτέλεσμα αν δεν γνωρίζεις τι προηγήθηκε και τι επακολούθησε να μην μπορείς να καταλάβεις για ποιον λόγο η οδός Ανθέων, για παράδειγμα, έφερε πριν από μερικά ακόμη χρόνια αυτή την ονομασία (προτού μετονομασθεί σε Γ. Παπανδρέου).
Ο Κολώνας αφιερώνει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κεφάλαιο και στους εσωτερικούς χώρους κατοικίας. Στις περίτεχνες διακοσμήσεις της οροφής, στα τζάκια και στις πορσελάνινες σόμπες, στην επίπλωση και στον οικιακό εξοπλισμό, στη συνύπαρξη ανατολίτικων και ευρωπαϊκών στοιχείων, στο γούστο και στην πλαστή κάποτε πολυτέλεια των νεόπλουτων, στις χώρες από όπου εισάγονταν τα χαλιά, οι κουρτίνες, τα υφάσματα, οι ταπετσαρίες, τα χαλιά, οι μουσαμάδες.

«Ασεμνα νεόκτιστα»
Τα κτίρια που υψώθηκαν στη θέση των κατεδαφισθεισών επαύλεων ο Ν. Γ. Πεντζίκης στο βιβλίο του Μητέρα Θεσσαλονίκη τα ονομάζει «άσεμνα νεόκτιστα». Τα εναπομείναντα αρχοντικά δεν έχουν ούτε καν σημειακό χαρακτήρα αφού, όπως λέει ο Κολώνας, «ο κεντρικός δρόμος ως ενιαίος χώρος δεν υπάρχει πια». Κατά συνέπεια «οι όψεις του δεν ορίζουν καμιά συνέχεια στο αστικό τοπίο».
Στην περιοχή των Εξοχών έγινε μεταπολεμικά η μεγαλύτερη πολεοδομική παρέμβαση, μας θυμίζει ο συγγραφέας. Πρόκειται για την κατασκευή της Νέας Παραλίας, εξαιτίας της οποίας καταργήθηκε το θαλάσσιο μέτωπο των επαύλεων και δημιουργήθηκε οικοδομική επιφάνεια 20.000 τ.μ. «Η επιχωμάτωση και η κατασκευή της νέας παραλίας αλλοιώνει ριζικά την παραδοσιακή σχέση της συνοικίας με τη θάλασσα και σηματοδοτεί τις πρώτες κατεδαφίσεις των επαύλεων» επισημαίνει ο Κολώνας.
Αλλά «τα λεφτά ήταν πολλά». Αναπόφευκτα το «πάρτι» των εργολάβων θα διαρκούσε επί τρεις σχεδόν δεκαετίες.
Ο Βασίλης Κολώνας έχει αδυναμία στον Ιταλο Καλβίνο, συγγραφέα των Αόρατων πόλεων (από τις οποίες άλλωστε χρησιμοποιεί ένα απόσπασμα ως μότο της εισαγωγής του). Με το βιβλίο του αυτό μας αποκαλύπτει την αόρατη Θεσσαλονίκη της μπελ επόκ με την αντικειμενική ματιά του επιστήμονα και τη συγκίνηση εκείνου που αγαπά την πόλη όχι ως εικονική πραγματικότητα αλλά ως χώρο συλλογικής μνήμης και ζωντανής ιστορίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ