Ralf Melzer και Sebastian Serafin (επιμέλεια)
Ο δεξιός εξτρεμισμός στην Ευρώπη.
Αναλύσεις χωρών, αντίπαλες στρατηγικές,
προσπάθειες εξόδου προς την αγορά εργασίας
Μετάφραση Ελίζα Παπαδάκη.
Εκδόσεις Πόλις, 2014,
σελ. 461, τιμή 16 ευρώ

Η άνοδος της Ακροδεξιάς τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη ασφαλώς και δεν συνιστά ακαδημαϊκό (με τη στενή έννοια) ζήτημα. Αποτελεί όμως μείζον θέμα της ιστορικής έρευνας, της κοινωνιολογίας, της πολιτικής επιστήμης αλλά και της κουλτούρας γενικότερα. Η έρευνα βοηθά στην κατανόηση του φαινομένου, κυρίως όμως παρέχει τα δεδομένα και το ερμηνευτικό πλαίσιο το οποίο χρειάζονται τα αντιπροσωπευτικά συστήματα προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους που συνεπάγεται για τη δημοκρατία, την ειρήνη και την κοινωνική συνοχή.

Η Ακροδεξιά, που εκφράζεται κατά κανόνα ως ακραία μορφή του εθνικισμού, είναι είτε το πρόπλασμα του φασισμού είτε η μετά βίας συγκεκαλυμμένη μορφή του. Η άνοδός της τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά την οικονομική κρίση, ήταν επόμενο να κινητοποιήσει τα θεσμικά όργανα και τους ερευνητές πρωτίστως στη χώρα όπου εμφανίστηκε η απεχθέστερη μορφή του φασισμού: τη Γερμανία.
Μια εκτενής έρευνα


Το Ιδρυμα Friedrich Ebert, που συνδέεται με το γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ασχολείται συστηματικά με το φαινόμενο, τη σοβαρότερη απειλή για το κλυδωνιζόμενο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Ετσι προέβη στην έκδοση ενός συλλογικού έργου το οποίο επικεντρώνεται αφενός στην Κεντρική και στην Ανατολική και αφετέρου στη Νότια Ευρώπη.
Είκοσι τρεις ερευνητές, ειδικοί επιστήμονες, καθηγητές πανεπιστημίου και δημοσιογράφοι συνεργάστηκαν για να περιγράψουν και να αναλύσουν τη συνολική εικόνα του ακροδεξιού φαινομένου όπως παρουσιάζεται σήμερα δίνοντας βαρύτητα σε κάποιες από τις χώρες όπου υπάρχει έξαρση: τη Γερμανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία και την Ουγγαρία. Τη μεγαλύτερη έξαρση την έχουμε βέβαια στη Γαλλία, για την οποία δυστυχώς δεν υπάρχει ειδική ανάλυση, όπως για τις παραπάνω χώρες, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες αναφορές του Μάρτιν Σουλτς, προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στη Μαρίν Λεπέν και το κόμμα.

Η ελληνική συμβολή


Το σύνολο κατά συνέπεια φαντάζει αρκετά γερμανοκεντρικό. Για να μην υπερτιμούμε ωστόσο τους εκτός Ελλάδος, ας τονίσω ότι για μένα τουλάχιστον η καλύτερη ανάλυση είναι της αναπληρώτριας καθηγήτριας Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Βασιλικής Γεωργιάδου, που ερευνώντας το μεταπολιτευτικό πολιτικό τοπίο της Ακροδεξιάς στη χώρα μας εξηγεί πώς φθάσαμε εξαιτίας της οικονομικής κρίσης στη θεαματική άνοδο της Χρυσής Αυγής.
Για εμάς έχει επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μελέτη του Ρομπέρτο Τσιαρίνι, καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, όπου αναλύονται η άνοδος και η πτώση του Μπερλουσκόνι, οι σχέσεις του με την Ακροδεξιά και κυρίως η διόλου ευκαταφρόνητη επίδραση του φασισμού στον ιταλικό λαό, από τον καιρό ακόμη του Μουσολίνι ως τις ημέρες μας.
Το πιο αδύνατο κείμενο, τυπικό της ρητορικής που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά και στα εθνικά κοινοβούλια, είναι το Μια κοινή Ευρώπη της ποικιλομορφίας ενάντια στον δεξιό εξτρεμισμό του προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, ο οποίος υποστηρίζει ότι το ευρωπαϊκό μοντέλο είναι «καρφί στο μάτι των ακροδεξιών» που «φοβούνται και δεν καταλαβαίνουν τον παγκοσμιοποιημένο κόσμο». Δεν είναι απλώς ευρωσκεπτικιστές αλλά αντιευρωπαϊστές, υποστηρίζει ο Σουλτς. Αυτό όμως είναι μόνο η μία πλευρά. Η άλλη είναι η φασιστική Ευρώπη, που η Ακροδεξιά την κρύβει κάτω από τον μανδύα του εθνικισμού.
Ξενοφοβία και ρατσισμός


Οι έλληνες αναγνώστες ελάχιστα γνωρίζουν για τον ουγγρικό, τον πολωνικό, τον ουκρανικό, ακόμη και τον ρουμανικό φασισμό. Τα σχετικά κεφάλαια είναι άκρως διαφωτιστικά καθώς μας παρουσιάζουν το κοινωνικό πλαίσιο και τις αντίστοιχες διεργασίες σε συνδυασμό με τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος σε κάθε χώρα χωριστά.
Γνωρίζουμε πως η ξενοφοβία είναι συστατικό γνώρισμα της Ακροδεξιάς και ο προθάλαμος του ρατσισμού. Και πως σε εποχές οικονομικής κρίσης και υψηλής ανεργίας τα ποσοστά της ανεβαίνουν. Κοινοί τόποι, αλλά πώς απαντά η δημοκρατία; Η απάντησή της, σύμφωνα με τους επιμελητές του τόμου, είναι η κατάρτιση προγραμμάτων εργασίας και η ένταξη σ’ αυτά των ανέργων που συνιστούν τη δεξαμενή από όπου η ρατσιστική και η φασιστική Δεξιά στην Ευρώπη αντλεί οπαδούς –αν κι έτσι δεν εξηγούνται τα πάντα. Απόδειξη η αγριότητα του ρατσισμού –κι ας έχει λίγους οπαδούς –στη Νορβηγία, μία από τους πλουσιότερες χώρες στον κόσμο, όπου το κοινωνικό κράτος λειτουργεί σχεδόν υποδειγματικά. Ετσι εξηγείται γιατί το νορβηγικό κράτος έχει προκρίνει προληπτικά και όχι κατασταλτικά μέτρα.
Οταν μετά την επανένωση της Γερμανίας φάνηκε να επιστρέφει ο φασισμός με δυναμικές ενέργειες που έφταναν ως το έγκλημα, η κυβέρνηση της χώρας έλαβε δρακόντεια κατασταλτικά μέτρα και επιπλέον υπήρξε μεγάλη κινητοποίηση του γενικού πληθυσμού εναντίον των νεοναζιστικών οργανώσεων. Τα μέτρα αυτά σε συνδυασμό με τα προγράμματα εργασίας που εφαρμόστηκαν στη Γερμανία και στην Αυστρία εξετάζονται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου που φέρει τον τίτλο Αντίπαλες στρατηγικές.
Ευρωπαϊκό πρόβλημα


Ολα τούτα –και τα συναφή (εκπαιδευτικά προγράμματα, ενημερωτικές εκστρατείες κτλ.) –σε χώρες που έχουν ανθηρή οικονομία και μικρά ποσοστά ανεργίας μπορούν να εφαρμοστούν με σχετική ευκολία. Αλλά αναρωτιέται κανείς, και δικαίως νομίζω: πώς μπορεί να εφαρμοστεί στην Ελλάδα ένα πρόγραμμα αντίστοιχο του γερμανικού XENOS, όταν η ανεργία επισήμως αγγίζει το 28%; Τι κεφάλαια απαιτούνται για κάτι παρόμοιο; Και πού από πού θα βρεθούν;
Οι διαφορετικές ανά ευρωπαϊκή χώρα εκφράσεις της Ακροδεξιάς δεν αναιρούν το γεγονός ότι όλες παράγονται από την ίδια μήτρα. Κατά συνέπεια, το πρόβλημα αφορά συνολικά την Ευρώπη και ως τέτοιο θα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Αλλά με τα οικονομικά μέτρα που εφαρμόζονται, εξαιτίας των οποίων ο ευρωπαϊκός Νότος έχει περιέλθει σε δεινή θέση, και με το διόλου απίθανο ενδεχόμενο, αν συνεχιστεί η κατάσταση, να πληγεί και ο Βορράς -και μάλιστα όχι στο απώτερο μέλλον -, δεν μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι. Τις όποιες λύσεις επομένως δεν θα τις δώσει η βραδυκίνητη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Πέραν λοιπόν των προτάσεων του Ιδρύματος Friedrich Ebert (μακάρι να είχαμε παρόμοια ιδρύματα και στην Ελλάδα), προκύπτει ένα συμπέρασμα: πως το πρόβλημα της Ευρώπης σήμερα είναι πρωτίστως πολιτικό.

Οσβαλντ Μόσλεϊ και Ζαν-Μαρί Λεπέν
Λέγεται συχνά τα τελευταία χρόνια ότι οι σημερινοί πολιτικοί άνδρες ούτε κατά διάνοια μπορούν να συγκριθούν με τους ηγέτες του παρελθόντος, οι οποίοι έχοντας όχι μόνο γνώση της Ιστορίας σε μεγάλο χρονικό ορίζοντα αλλά και συνείδηση του προορισμού τους δεν θα χαρακτήριζαν βιαστικά και επιπόλαια τα μικρά ή μεγάλα ακροδεξιά κόμματα ως μορφώματα. Γιατί διαθέτοντας από πρώτο χέρι εμπειρίες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν θα ήθελαν οι σημερινοί ευρωπαϊκοί λαοί να ζήσουν παρόμοιες. Ο Αντενάουερ είχε πει πως ο ναζισμός βρήκε έδαφος να αναπτυχθεί σε μεγάλα στρώματα του λαού, όπως άλλωστε αντίστοιχα και ο μουσολινικός και γαλλικός φασισμός.
Από τα θεωρούμενα «μικρά» –που αποδεικνύεται κάποια στιγμή πως δεν είναι διόλου μικρά –βγάζει κανείς συμπεράσματα και για τα μεγάλα. Η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά στρέφεται εναντίον της δημοκρατικής και ανεκτικής Ευρώπης και γενικότερα των ανοιχτών κοινωνιών. Ασχέτως όμως του ότι τώρα που ανεβαίνουν τα ποσοστά της δεν το διατυπώνει δημοσίως, θα παραληρούσε στην ιδέα μιας εθνικιστικής Ευρώπης. Αλλωστε, την προπαγάνδιζε εδώ και πολλά χρόνια:
Το 1951 στο Κόμπουργκ της Βαυαρίας εμφανίστηκε ένα περιοδικό με τίτλο Nation Europa, που αργότερα μετονομάστηκε σε Nation und Europa που εκδιδόταν ως το 2009. Ιδρυτές του ήταν ο Αρτουρ Ερχαρντ και ο Χέρμπερτ Μπέμε. Ο πρώτος υπήρξε σημαίνον στέλεχος των διαβόητων Waffen-SS και ο δεύτερος ήταν «ποιητής» που έγραφε πολεμικά θούρια και ύμνους για το ναζιστικό κόμμα.
Ο τίτλος του περιοδικού προερχόταν από τον Οσβαλντ Μόσλεϊ, που το 1946 ίδρυσε το λεγόμενο Εθνικό Κόμμα της Ευρώπης, με το οποίο φιλοδοξούσε να εκφράσει όλους τους εθνικιστές της Γηραιάς Ηπείρου. Ο Μόσλεϊ, ένας πάμπλουτος βρετανός αριστοκράτης (του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του σερ), υπήρξε ιδρυτής του βρετανικού φασιστικού κόμματος και ένθερμος υποστηρικτής των ναζιστών. Μάλιστα τον δεύτερο γάμο του το 1936 τον πραγματοποίησε στο σπίτι του Γκέμπελς παρόντος και του Χίτλερ. (Πιθανολογείται ότι αποτέλεσε το πρότυπο για τον Εβεραρντ Γουέμπλεϊ, έναν από τους χαρακτήρες στο μυθιστόρημα Κοντραπούντο – 1928 –του Αλντους Χάξλεϊ.)
Ο Μόσλεϊ ετέθη σε κατ’ οίκον περιορισμό για τρία χρόνια κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά το τέλος του εγκατέλειψε την Αγγλία και εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. Πέθανε 84 ετών το 1980. Ως το τέλος σχεδόν της ζωής του δημοσίευε κείμενά του στο Nation und Europe.
Το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας το αποσιωπά, αλλά στους γνωστότερους συνεργάτες του περιοδικού περιλαμβάνεται και ο Ζαν-Μαρί Λεπέν.
Το Nation und Europa έπαψε να εκδίδεται το 2009. Οι συνεργάτες του «μετακόμισαν» στο νέο μηνιαίο ακροδεξιό περιοδικό Zuerst! που το βασικό του σύνθημα είναι «Πρώτα η Γερμανία».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ