Δημήτρης Τζιόβας
Κουλτούρα και λογοτεχνία –
Πολιτισμικές διαθλάσεις και χρονότοποι ιδεών
Εκδόσεις Πόλις, 2014,
σελ. 241, τιμή 15 ευρώ

Πολιτισμική θεωρία και θεωρία της λογοτεχνίας: αυτό είναι το δίπτυχο το οποίο καλύπτει ο Δημήτρης Τζιόβας με τα μελετήματα και τις επιφυλλίδες που συγκεντρώνει στον ανά χείρας τόμο. Πρόκειται κατά βάση για δύο είδη κειμένων: επιφυλλίδες που έχουν δημοσιευτεί στο Βήμα της Κυριακής και εισαγωγές, επίμετρα ή ανακοινώσεις που φιλοξενήθηκαν σε θεωρητικά βιβλία και μυθιστορήματα ή ακούστηκαν σε επιστημονικά συνέδρια μεταξύ 2000 και 2013.

Λένε πολλοί πως η συμπαράθεση στην ίδια έκδοση άρθρων ή δοκιμίων τα οποία γράφτηκαν το καθένα για διαφορετικούς σκοπούς και υπό εντελώς διαφορετικές περιστάσεις καταλήγει εις βάρος της ενότητας της σκέψης του συγγραφέα και της συνοχής των ιδεών του: είτε επειδή έτσι αναγκάζεται συχνά να συστεγάσει άσχετα μεταξύ τους ζητήματα είτε επειδή, ακόμη κι αν η θεματογραφία του μοιάζει συγγενική, είναι κάθε φορά υποχρεωμένος να φτάσει μόνο μέχρις ενός σημείου την ανάλυσή του, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει περαιτέρω. Η ένσταση δεν είναι ατυχής και την έχουμε δει κατ’ επανάληψη να επιβεβαιώνεται, αλλά δεν ισχύει για την περίπτωση του Τζιόβα. Τα κείμενά του όχι μόνο διαθέτουν συμπαγή επιχειρήματα, με μια προβληματική η οποία φροντίζει να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς το εκάστοτε αντικείμενό της, αλλά και εκβάλλουν το ένα στο άλλο, υποδεικνύοντας τις διαδρομές οι οποίες συνδέουν υπογείως τις γνωστικές περιοχές που διερευνά.

Τα κείμενα του Δημήτρη Τζιόβα εκβάλλουν το ένα στο άλλο, υποδεικνύοντας τις διαδρομές οι οποίες συνδέουν υπογείως τις γνωστικές περιοχές που διερευνά

Ως προς την πολιτισμική θεωρία, ο Τζιόβας ανοίγεται σ’ ένα πεδίο που φέρνει αμέσως στην επιφάνεια τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουν η φιλοσοφία και οι κοινωνικές επιστήμες τη σημερινή πραγματικότητα (μιαν εξαιρετικά περίπλοκη και αντιφατική πραγματικότητα), κωδικοποιώντας τους τόπους της αναφοράς τους, όπως και τις μεταβολές της οπτικής τους σε σχέση με το απώτερο ή το απώτατο παρελθόν: μεταβολές οι οποίες δεν σημειώνονται στο εσωτερικό ενός κλειστού επιστημολογικού καθεστώτος, αλλά σε συνάρτηση με τις δραστικές αλλαγές που έχουν μεσολαβήσει τις τελευταίες δεκαετίες στην παγκόσμια κοινωνία. Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, το δίπολο του χρόνου και του χώρου, όπου η γεωγραφία έχει από καιρό παραμερίσει την Ιστορία με μια μετατόπιση από τις νεωτερικές έννοιες του εκπατρισμού και της πολιτικής εξορίας στις μετανεωτερικές τής μετανάστευσης και του νομαδισμού. Ενα άλλο παράδειγμα το οποίο μπορούμε να συζητήσουμε είναι το τι έχει συμβεί με τη λογική της ταυτότητας, που άλλοτε προϋπέθετε την αναζήτηση ενός αληθινού ή αυθεντικού εαυτού (εσωστρέφεια) ενώ στις ημέρες μας ο τόνος έχει πέσει στη διασπορά και στην υβριδικότητα (εξωστρέφεια).

Συναφώς με τα προηγούμενα θα πρέπει να εξεταστούν και οι συγκρούσεις γύρω από την πολυσυζητημένη πολυπολιτισμικότητα: υπαγωγή των διαφορετικών φυλετικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών των μεταναστών στη δικαιοδοσία της κοσμικής αρχής του δυτικού κράτους υποδοχής ή ελεύθερη χρήση των θρησκευτικών συμβόλων και διαμερισματοποίηση των διαφορών; Μελετώντας σε αυτό το πλαίσιο το έργο του Τέρι Ιγκλετον, ο Τζιόβας θα σημειώσει πως η κουλτούρα στάθηκε ανέκαθεν για τους θεωρητικούς ένα απολύτως κρίσιμο κοινωνικό κεφάλαιο, είτε στην υψηλή είτε στη χαμηλή της μορφή. Οσο για τον ίδιο τον Ιγκλετον, δεν θα καταφέρει να άρει ποτέ τις επιφυλάξεις του απέναντι σε μια κουλτούρα η οποία είναι έτοιμη να σαρώσει την πολιτική (αν δεν την έχει ήδη σαρώσει) μέσω της πολυπολιτισμικότητας.
Περνώντας στη θεωρία της λογοτεχνίας, ο μελετητής θα ξεκινήσει από τον Εριχ Αουερμπαχ, ο οποίος θα αντιπαρατάξει τον Ομηρο και τη Βίβλο, για να δώσει εμφανώς τα πρωτεία στην τελευταία. Ο Ομηρος είναι ο εικονογράφος ενός κόσμου όπου η θεϊκή παρουσία οφείλει μόνο να διαφυλάξει τους κανόνες του, ενώ η Βίβλος μιλάει για έναν Θεό από τον οποίο πηγάζουν τα πάντα και ο οποίος αυτενεργεί αδιάκοπα. Ο Ομηρος ταυτίζεται με τον μύθο και η Βίβλος με την Ιστορία, αλλά η αντιπαράταξη του Αουερμπαχ είναι δύσκολο να κρύψει τον μανιχαϊσμό της.
Συνέχεια με τον Μιχαήλ Μπαχτίν και το καρναβαλικό του σύμπαν. Ο Μπαχτίν κάνει λόγο για τη διαλογικότητα και την κοινωνική πολυγλωσσία του μυθιστορήματος. Ο Τζιόβας, που δεν ξεχνά πως οποιαδήποτε θεωρία είναι απότοκο της πολιτικής και της ιστορικής συγκυρίας, μας ξεναγεί στις πολλαπλές αναγνώσεις και στους τρόπους με τους οποίους οι Δυτικοί δοκίμασαν να απαλλάξουν τον Μπαχτίν από τη μαρξιστική του κληρονομιά. Κατά τα άλλα, γράφοντας μια σύντομη ιστορία της συγκριτικής γραμματολογίας, ο Τζιόβας θα αναρωτηθεί για την κατάληξη και την τύχη του κλάδου επί των ημερών μας, όπου, αντί για τη σύγκριση μεταξύ εθνικών λογοτεχνιών, έχει επικρατήσει η μελέτη ορισμένων περιφερειακών λογοτεχνικών μονάδων.
Τοποθετώντας την πολιτισμική θεωρία και τη θεωρία της λογοτεχνίας ανάμεσα στη νεωτερικότητα και στον μεταμοντερνισμό, ο Τζιόβας δεν θα μαγευτεί από το τραγούδι των μεταμοντέρνων σειρήνων. Ο μεταμοντερνισμός ανταποκρίθηκε με εγρήγορση στα διακυβεύματα της εποχής του, αλλά η νεωτερικότητα του 20ού αιώνα μάλλον έχει κερδίσει μέχρι στιγμής το στοίχημα, τόσο στη θεωρία όσο και στην τέχνη. Η πίστη της νεωτερικότητας στην αυτονομία του υποκειμένου και ταυτοχρόνως η αμφιβολία της για τα αντικειμενικά θεμέλια της γνώσης, συνδυασμένη με το μόνιμο ενδιαφέρον της για την έννοια αποσπασματικότητας, θα τη βοηθήσουν να μη μετατρέψει την Ιστορία σε απλή παραδρομή και απατηλό αντικατοπτρισμό, όπως θα γίνει εν πολλοίς με μεταμοντερνισμό. Χωρίς να εκλάβει το παραμικρό ως δεδομένο, η νεωτερικότητα θα πιάσει την Ιστορία εξ υπαρχής και θα την αναδιηγηθεί με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Και σε μια παρόμοια τροχιά, ο μεταμοντερνισμός δεν θα είναι παρά ένα επεισόδιο στη μακρά γραμμή των μεταμορφώσεων της νεωτερικότητας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ