Αννα Φραγκουδάκη
Ο εθνικισμός και η άνοδος της ακροδεξιάς
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2013,
σελ. 278, τιμή 16 ευρώ

Στο τελευταίο βιβλίο της η Αννα Φραγκουδάκη, ομότιμη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απαντά στο ερώτημα πώς ο εθνικισμός συνδέεται με την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα. Διακρίνει τα αίτια αυτής της ανόδου σε απώτερα και άμεσα, και τα συνθέτει έτσι ώστε ο αναγνώστης να καταλαβαίνει γιατί η ακροδεξιά εισέβαλε ορμητικά στην πολιτική σκηνή μόλις πρόσφατα και όχι νωρίτερα.

Οπως γράφει στο πρώτο μέρος του βιβλίου της, ήδη πριν από την κρίση τα ακροδεξιά ιδεολογικά μοτίβα ήταν διάχυτα στην ελληνική κοινωνία. Η ιεραρχία της Εκκλησίας, τα σχολικά βιβλία και αρκετά ΜΜΕ είχαν φροντίσει για αυτό. Το κόμμα ΛΑΟΣ προσέδωσε στα ακροδεξιά μοτίβα μια λαϊκιστική χροιά, αντιπαραθέτοντας το έθνος στο σύνολο του πολιτικού κόσμου, ενώ όταν ενσωματώθηκε στο κομματικό σύστημα παρήγαγε λόγο αντιφατικό, απαρνούμενο ακραίες θέσεις του. Η Χρυσή Αυγή αντιθέτως όξυνε τις αιχμές του ακροδεξιού λόγου, προβάλλοντας τη συνωμοσιολογία, τον νεοναζισμό, τον ρατσισμό, τον μιλιταρισμό και τη λατρεία της βίας.
Σύνθετα αίτια


Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου αναλύονται τα πολιτικά, κοινωνικά και ιδεολογικά αίτια της ανόδου της ακροδεξιάς. Η Φραγκουδάκη εξηγεί ότι η εν λόγω άνοδος δεν οφείλεται σε προβλήματα καθεαυτά, όπως το μεταναστευτικό, αλλά στην αποτυχημένη διαχείρισή τους από διαδοχικές κυβερνήσεις. Οι κυβερνητικές αποτυχίες, καθώς και η δεξίωση ακροδεξιών αντιλήψεων από άλλα κόμματα προκειμένου να κερδίσουν ψήφους, αποτέλεσαν το υπόστρωμα της ανόδου της ακροδεξιάς, δεν ήταν όμως τα άμεσα αίτια της ανόδου της.
Αμεσα αίτια υπήρξαν η κρίση των δύο πρώην μεγάλων κομμάτων, που μετατράπηκε σε κρίση νομιμοποίησης του δημοκρατικού πολιτεύματος, και η οικονομική κρίση. Τα δύο κόμματα διαχειρίστηκαν απογοητευτικά την κρίση, με αποτέλεσμα η μαζική υποστήριξη που απολάμβαναν ως τις εκλογές του 2009 να μετατραπεί σε μαζική απογοήτευση. Ενώ από αυτήν την εξέλιξη ωφελήθηκε κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί κέρδισαν ψήφους οι ΑΝΕΛ και η Χρυσή Αυγή;
Αυτό συνέβη, γράφει η Φραγκουδάκη, γιατί στα κοινωνικοπολιτικά αίτια προστέθηκαν και ιδεολογικά, δηλαδή η έλλειψη αντίστασης στην ακροδεξιά, η κρίση ιδεών στον κόσμο και η κρίση ιδεών ειδικά στην Ελλάδα. Υπήρχε πάντως κάτι περισσότερο από «έλλειψη αντίστασης», όπως έδειχνε η περιοδική φιλοξενία ακροδεξιών από ΜΜΕ, ώστε να ανέβει η θεαματικότητά τους, καθώς και ο ευνοϊκός προς τις ακροδεξιές ιδέες ρόλος της επίσημης Εκκλησίας, ιδίως την περίοδο 1998-2008. Η γενικότερη κρίση ιδεών αφορούσε την πορεία προς τον συντηρητισμό, που εκδηλώθηκε στην Ευρώπη με την αυξημένη επιρροή των ακροδεξιών κομμάτων.
Νέα εθνικοφροσύνη


Η κρίση ιδεών στην Ελλάδα υπήρξε το σημαντικότερο αίτιο της ανόδου της ακροδεξιάς και συνοψίζεται πολύ εύστοχα από τη συγγραφέα με τον όρο «καινούργια εθνικοφροσύνη». Σε αντίθεση με την παλιά μετεμφυλιακή εθνικοφροσύνη, που εστιαζόταν στην επιτήρηση της δημοκρατίας από το Παλάτι και τον Στρατό, η νέα εκδοχή της εστιάζεται στη διάδοση εθνικιστικών ιδεών και κρούει διαρκώς τον κώδωνα του κινδύνου για την ελληνική ταυτότητα, γλώσσα, κουλτούρα και θρησκεία. Το έδαφος για τη μετεωρική άνοδο της Χρυσής Αυγής είχαν προετοιμάσει δίκτυα νεοορθόδοξων εθνικιστών διανοουμένων, ιεραρχών, δημοσιογράφων και κρατικών υπαλλήλων διασπείροντας έναν λόγο έμπλεο αντιδυτικισμού, αντιευρωπαϊσμού και εθνικού απομονωτισμού.
Οπως προκύπτει από το τρίτο μέρος του βιβλίου, εθνικισμός και ρατσισμός ήσαν διάχυτοι στα σχολικά βιβλία και μεταξύ αρκετών εκπαιδευτικών ήδη πριν από την κρίση. Ηδη είχε διαδοθεί η ιδέα της χρήσης βίας ως μέσου αστυνομικής αντιμετώπισης της κοινωνικής διαμαρτυρίας από το κράτος, αλλά και ως μέσου κοινωνικών διεκδικήσεων από τους πολίτες προς το κράτος. Οπως παρατηρεί διεισδυτικά η Φραγκουδάκη, από το 2010 στην αντιμνημονιακή πολιτική υπήρξε μια σύμφυρση αριστερών οραμάτων, αντικοινοβουλευτισμού, αντιευρωπαϊσμού και συναισθημάτων αντί έλλογης πολιτικής αντιπαράθεσης. Η Αριστερά παραχώρησε έδαφος στον εθνικιστικό λόγο προτείνοντας την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας αντί για εναλλακτικές προτάσεις εξόδου από την κρίση και ανεχόμενη στελέχη της να εξομοιώνουν κυβερνήσεις που είχαν την εμπιστοσύνη της Βουλής με κατοχικές κυβερνήσεις. Θα προσθέταμε ότι η Αριστερά συνηγόρησε στην αποσύνδεση του έθνους από το κράτος, αφήνοντας άθελά της ιδεολογικό χώρο στην ακροδεξιά να διαλαλεί ότι υπερασπίζεται το έθνος απέναντι στο κράτος και στην κοινοβουλευτική δημοκρατία.
Φοβικός εθνικισμός
Η Αννα Φραγκουδάκη στο βιβλίο της υπογραμμίζει ότι οι εθνικιστικές ιδέες ξεδιπλώθηκαν ως αντίδραση στην κρίση της εθνικής ταυτότητας η οποία συνόδευσε την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο εθνικιστικός λόγος φοβήθηκε ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ Ελλήνων και Ευρωπαίων, σε συνδυασμό με τις πολιτιστικές πιέσεις της παγκοσμιοποίησης, θα αλλοίωνε το ελληνικό έθνος, το οποίο στην εθνικιστική οπτική είναι μια αναλλοίωτη βιολογική κατηγορία. Η συγγραφέας εξηγεί ότι η φοβική αντίδραση έχει βαθύτερα αίτια και προέρχεται από τον ρατσισμό των Ευρωπαίων προς τα μη ευρωπαϊκά έθνη. Ο ελληνικός εθνικιστικός λόγος διεκδικεί θέση ισοτιμίας του ελληνικού έθνους με τα ευρωπαϊκά, αφενός αρνούμενος τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των Ελλήνων και των νότιων και ανατολικών γειτόνων τους, αφετέρου προβάλλοντας την ανωτερότητα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού έναντι του ευρωπαϊκού.
Στο επίμετρο του βιβλίου η Φραγκουδάκη εξηγεί αριστοτεχνικά το πώς συνδέεται η παρωχημένη σχολική ιστορία με μια δημοφιλή αλλά εξωπραγματική ερμηνεία της κρίσης. Οπως το έθνος στη σχολική ιστορία θεωρείται μια φυσική οντότητα η οποία υφίσταται περιοδικά πλήγματα από τη μοίρα ή τους ξένους, έτσι και στην τρέχουσα κρίση η ελληνική κοινωνία γίνεται αντιληπτή από τους εθνικιστές ως ομοιογενές σύνολο, έρμαιο της μοίρας ή των δανειστών της χώρας. Η Φραγκουδάκη προτείνει ως αντίδοτο την αντίληψη ότι η κοινωνία είναι μια «δομή σε διαρκή κίνηση», δηλαδή ότι «τα προβλήματα της κοινωνίας είναι επηρεάσιμα και εξελίξιμα… με τη συμμετοχή των πολιτών στη διαπάλη των ιδεών, την ανακάλυψη νέων ιδεών και την εφεύρεση νέων λύσεων». Μακάρι να μην είναι αργά για το αντίδοτο.
Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.




ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ