Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι εμβληματική φυσιογνωμία διανοουμένου σε ολόκληρη την εποχή της Μεταπολίτευσης, από το πρώτο του βιβλίο, Η ελληνική τραγωδία, ως το τωρινό, Ελλάδα της λήθης και της αλήθειας. Στην Ελληνική τραγωδία το εναγώνιο ερώτημα ήταν πώς η ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας κατέληξε στη δικτατορία. Το τωρινό του ερώτημα είναι πώς φθάσαμε στη σημερινή κρίση.
Το βιβλίο θα διαβαστεί όχι μόνο ως ετυμηγορία ενός μεγάλου έλληνα διανοουμένου για όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή σε μια μικρή χώρα προκαλώντας το διεθνές ενδιαφέρον, αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο: επειδή θέτει σε ριζική κριτική τις βαθιές παραδοχές της σημερινής ιδεολογικοπολιτικής ορθοδοξίας δείχνοντας πόσο γυμνά και έωλα είναι τα επιχειρήματά της, ακόμη και όταν επενδύονται με περίτεχνο τεχνοκρατικό λόγο.
Μία από τις κεντρικότερες ιδέες στο βιβλίο είναι ότι βρισκόμαστε σε μια εποχή ανάλογη εκείνης των «περιφράξεων» στην Αγγλία του 17ου αιώνα, που σημάδεψε τη γέννηση του σύγχρονου καπιταλισμού. Η μεταφορά ξαφνιάζει, αλλά είναι πετυχημένη, όχι μόνο γιατί δείχνει ότι οι προτεινόμενες πολιτικές, μακριά από το να αποτελούν μια απάντηση στην κρίση, τη χρησιμοποιούν ως ευκαιρία για ευρύτερες κοινωνικοπολιτικές μεταβολές στις συνθήκες και στον τρόπο διαβίωσης, αλλά και γιατί από μακροϊστορική σκοπιά είναι ακριβής. Εκφράζει την ιδιωτικοποίηση των κοινών (commons) και την υπαγωγή τους στους μηχανισμούς της συναλλαγής μέσω των αγορών.
Τι άλλο είναι λ.χ. η ιδιωτικοποίηση του νερού παρά η περίφραξη ενός δημόσιου αγαθού; Και τα κοινά αγαθά δεν είναι μόνο αντικείμενα, αλλά και κοινωνικές πρακτικές, πολιτισμικά αγαθά. Ολα αυτά μετασχηματίζονται σε «υπηρεσίες» και απορροφώνται από τη σφαίρα της εκχρηματισμένης οικονομίας. Η κριτική του Τσουκαλά λειτουργεί ως το διαμάντι που κόβει το περίβλημα όσων μας παρουσιάζονται ως ορθολογισμοί, υποκρύπτοντας μια λογική η οποία σέβεται μόνο μια ηθική, εκείνη των γυμνών συναλλακτικών ηθών.
Το αγαπημένο παιδί της Δύσης
Εκείνο που με δυο λόγια αποτελεί την κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι το εξής: Η Ελλάδα αποτέλεσε τον τόπο της ουτοπίας της Ευρώπης, τη φαντασιακή αναβίωση του κλασικού ιδεώδους στον σύγχρονο κόσμο, πράγμα που προίκισε το ελληνικό κράτος με μια μεγάλη διεθνή αναγνωρισιμότητα, που ανάλογή της δεν είχε κανένα νεότευκτο έθνος. Το βάρυνε όμως και με μια διαδικασία απόδειξης η οποία, για να ικανοποιήσει τις καταστατικές ψευδαισθήσεις, δεν θα μπορούσε παρά να κινείται σε μια σφαίρα ανάμεσα στο πραγματικό και στην παραίσθηση.
Το μείγμα ιστορίας ανάμεσα στα επιτεύγματα της Ελλάδας ως του αγαπημένου παιδιού της Δύσης και στη μεγαλομανία ως του καλο/κακομαθημένου δυτικού παιδιού δημιούργησε μια δυναμική: η χώρα μπορούσε να προσαρμόζεται στις εκάστοτε μεταβολές του διεθνούς περιβάλλοντος χωρίς εν τούτοις να αλλάζει. Ωστόσο αυτή η διαδικασία δεν εξέφραζε κάποιο μυθικό ελληνικό πνεύμα ούτε την αδάμαστη δύναμη του Ελληνισμού. Η Ελλάδα είχε την άνεση της μη επώδυνης προσαρμογής επειδή ήταν το προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης στην αποικιοκρατούμενη ή υπό αποικιοποίηση Ανατολή.
Αλλά αυτή η άνεση της μη προσαρμογής, μας λέει ο Τσουκαλάς, είχε το εσωτερικό τίμημά της. Ολα όσα καταγγέλλονται από την αρχή της κρίσης ως στρεβλώσεις της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής –το αντιπαραγωγικό μοντέλο, η διαπλοκή, η διαφθορά, το πελατειακό σύστημα κτλ. –ήταν μέρος αυτής της προσαρμογής στη μη προσαρμογή. Της διατήρησης δηλαδή προνομιακών σχέσεων οι οποίες υποβάσταζαν ένα αυταρχικό καθεστώς στα χρόνια ως το 1974.
Καμία πολιτική ηγεσία δεν έσπασε αυτόν τον φαύλο κύκλο, ακόμη και με την έλευση της δημοκρατίας. Ακόμη και η ένταξη στην Ευρώπη και η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ άφησαν άθικτες της βαθιές δομές του κοινωνικού σχηματισμού της χώρας. Το όριο ήταν το «1989» και η πτώση του κομμουνισμού. Η Ελλάδα έχασε οριστικά πλέον τη γεωστρατηγική προνομιακή θέση της και το βίαιο άνοιγμα των χωρών αυτών στις αγορές δημιούργησε ένα ισοδύναμο στο οποίο η Ελλάδα δεν μπορούσε πλέον να δικαιολογήσει την ευημερία της. Η διαδικασία της βίαιης προσαρμογής επήλθε με την κρίση. Η Ελλάδα έπρεπε να εκπληρώσει καθυστερημένους και ανατοκισμένους λογαριασμούς. Αλλά πώς;
Η ΕΕ απέναντι στις κοινωνίες
Εδώ αρχίζει το τρίτο μέρος του βιβλίου. Η Ελλάδα ξαναέγινε η ουτοπία της Ευρώπης, αλλά ποιας Ευρώπης και τι είδους ουτοπία; Η Ευρωπαϊκή Ενωση, γράφει ο Τσουκαλάς, δεν χαρακτηρίζεται από έλλειμμα δημοκρατίας, όπως ισχυριζόμασταν ως τώρα. Εχει μετατραπεί σε έναν μηχανισμό αποκομμένο από τις κοινωνίες της Ευρώπης, ο οποίος λειτουργεί ως πολιορκητικός κριός των γενικών συμφερόντων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Προσπαθεί βίαια να προσαρμόσει τις ευρωπαϊκές κοινωνίες σε ένα νέο μοντέλο ολοκλήρωσης ενός καθαρού συναλλακτικού καπιταλισμού, χωρίς προσμείξεις προκαπιταλιστικών επιβιωμάτων αλλά και χωρίς τα κοινωνικά αντισταθμίσματα ενός ιστορικού συμβιβασμού τον οποίο είχε επιβάλει η μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική (και όχι μόνο) πολιτική.
Πρόκειται για τον θρίαμβο της αγοραίας ηθικής και λογικής, η οποία εκφράζεται με τιμωρητικό λόγο και με κατεχοντική ηθική. Η ουτοπία εφαρμογής μιας τέτοιας πολιτικής είναι η Ελλάδα. Γι’ αυτό όλοι έχουν συνείδηση ότι το διακύβευμα δεν είναι η εξαφάνιση του χρέους, αλλά η μεταλλαγή της χώρας στο πρότυπο μιας νέας νεοφιλελεύθερης Ευρώπης.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.




ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ